Οσοι, από το 1991, παρακολουθούν τα κείμενα του Αναστάση Βιστωνίτη στην εφημερίδα Το Βήμα είναι εξοικειωμένοι με το συνθετικό ύφος του και γνωρίζουν πολύ καλά ότι δικαιώνει απολύτως τον χαρακτηρισμό πολυσχιδής. Μετά τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1971-2008 (Καστανιώτης, 2018), επανεμφανίστηκε πρόσφατα στα βιβλιοπωλεία η απαράμιλλη Κοίτη του χρόνου, ένα από τα σημαντικότερα υβριδικά πεζογραφήματά του. Από τη Νέα Υόρκη ως την Κεντρική Ευρώπη και τη Μαύρη Θάλασσα, και από τη Βόρεια Αφρική ως το απώτατο άκρο της Σκανδιναβίας, ο Αναστάσης Βιστωνίτης μας προσκαλεί σε ένα ταξίδι διανοητικής και αισθητικής ανάτασης, ένα ταξίδι που παραμένει ποικιλοτρόπως επίκαιρο. «Η «Κοίτη του χρόνου» είναι ένα βιβλίο που του έχω μεγάλη αδυναμία. Οταν το έγραφα, η έγνοια μου ήταν να αποτυπώσω το παρόν όπως το έζησα, με όρους της διάρκειας αλλά με καθαρά αφηγηματικά μέσα» είπε ο ίδιος προς «Το Βήμα», στο πλαίσιο της συνομιλίας που ακολουθεί.

Αναστάσης Βιστωνίτης
Η κοίτη του χρόνου – Τόποι, πόλεις, άνθρωποι
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2021
σελ. 512, τιμή 20 ευρώ

Το βιβλίο διαπνέεται από τη σύζευξη χώρου και χρόνου. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, κύριε Βιστωνίτη, εσείς τον χρόνο, ειδικά αυτόν, πώς τον προσεγγίζετε;

«Η δική μου στάση έναντι του χρόνου είναι ελληνική. Δεν πρόκειται για τη φαουστική (της εξαγοράς), αλλά για την απολλώνια, σύμφωνα με την οποία χρόνος είναι το άδειο διάστημα που ο ποιητής (αλλά και ο πεζογράφος, ό,τι κι αν σημαίνει η διάκριση) το γεμίζει με παραστάσεις. Επομένως, για την ελληνική συνείδηση, χώρος και χρόνος είναι λίγο πολύ το ίδιο πράγμα. Και αν το καλοσκεφτεί κανείς, το ρολόι, για παράδειγμα, μετράει χώρο και όχι χρόνο – ακόμη και το ψηφιακό ρολόι που μας δίνει μια ακολουθία αριθμών».

Τόποι, πόλεις, άνθρωποι. Εν προκειμένω, όλα αυτά τα συνέχει, πρωτίστως, η μνήμη. Τι συμβαίνει όταν η τελευταία μετουσιώνεται σε αφήγηση;

«Η μνήμη είναι η κοιτίδα της αφήγησης. Και η μνημοτεχνική του κάθε συγγραφέα βασικό γνώρισμα του ύφους του και του τρόπου με τον οποίο συνδέει εκείνο που προηγείται με αυτό που έπεται. Βέβαια, το να αναπτύξεις μια γραμμική αφήγηση και στο τέλος να την κάνεις κυκλική, να μετατρέψεις δηλαδή το σημείο αφετηρίας σε σημείο επιστροφής, δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα, αλλά όσο δύσκολο και το να κρατήσεις τον αναγνώστη στη σελίδα».

«Η βιωματική εξοικείωση με όσα γνωρίζεις από τα βιβλία συνεπάγεται μεγάλο συναισθηματικό κόστος» διαβάζουμε κάπου. Αποδίδετε στο βίωμα βαρύνουσα σημασία. Γιατί;

«Στη λογοτεχνία η γνώση χωρίς το βίωμα δεν έχει αξία. Αν κάτι δεν υποστασιώνεται, δεν σημαίνει τίποτε ούτε γι’ αυτόν που το γράφει ούτε για εκείνον που το διαβάζει. Ο συγγραφέας που το αγνοεί και γράφει άλλα αντί άλλων, απιστώντας δηλαδή κατά σύστημα στον εαυτό του, έχει ημερομηνία λήξεως. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι αλλιώς έχει εξασφαλισμένη τη διάρκεια. Αλλά επειδή μίλησα για μνήμη, η μνήμη είναι το κλειδί των αλλαγών που μας βοηθά να καταλάβουμε τι μας ενώνει και τι μας χωρίζει από τους άλλους: από πού ερχόμαστε, πού βρισκόμαστε και πού θέλουμε να πάμε».

«Αληθινός ταξιδιώτης για εμένα είναι εκείνος που αφήνεται να συνεπαρθεί από τη γοητεία των συνειρμών. Αλλιώς δεν είναι παρά τουρίστας»

Σε πολλά σημεία γράφετε για την παιδική σας ηλικία. Εχει ενδιαφέρον πού και πώς αναδύονται τέτοιες εικόνες. Αναλογίζομαι εκείνο το πέρασμα από τη Νέα Ορλεάνη πίσω στην Κομοτηνή, από τον Μισισιπή πίσω στον Μπουκλουτζά και στον πειρατή Ζαν Λαφίτ των «Κλασικών εικονογραφημένων»…

«Υπάρχει μια φράση του Εξιπερί, που με παρακολουθεί εδώ και πολλά χρόνια: «Κατάγομαι από τα παιδικά μου χρόνια όπως από μια χώρα». Δεν νιώθω εν τούτοις καμιά νοσταλγία για τα παιδικά μου χρόνια. Η μετεμφυλιακή Ελλάδα των δεκαετιών του 1950 και 1960 ήταν, όπως έχω γράψει αλλού, «μια χώρα γεμάτη φτώχεια και φαντάσματα». Ωστόσο πολλά από τα βιώματα εκείνης της εποχής είχαν σ’ εμένα (όπως και σε πολλούς άλλους) έναν χαρακτήρα αρχετυπικό. Και σε ώριμη ηλικία ανακάλυψα ότι αποκτούσαν και μια απροσδόκητη μεταφορική αξία: τη δύναμη να αλλάζουμε παραμένοντας κατά βάθος οι ίδιοι».

Δεν γίνεται να μη σταθούμε στην έννοια του ταξιδιού. Ακτινογραφώντας τη Βενετία (την ίδια την ομορφιά) κάνετε λόγο για τον «αληθινό ταξιδιώτη». Τι είναι; Είναι κι αυτός ένα είδος υπό εξαφάνιση;

«Η Βενετία έχει τεράστια σημασία για έναν Ελληνα. Το ελληνικό αποτύπωμα στην πόλη δεν είναι δύσκολο να το ανακαλύψεις, αν διαθέτεις φυσικά την υπομονή και την ευαισθησία που απαιτείται. Και ίσως να το συγκρίνεις με το βενετικό αποτύπωμα στον ελλαδικό χώρο. Αληθινός ταξιδιώτης για εμένα είναι εκείνος που αφήνεται να συνεπαρθεί από τη γοητεία των συνειρμών. Αλλιώς δεν είναι παρά τουρίστας. Υπήρξαν όμως και υπάρχουν πολλοί αληθινοί ταξιδιώτες στη λογοτεχνία, όπου το αυτοβιογραφικό στοιχείο χρωματίζει την αφήγηση. Παράδειγμα, δύο έξοχα λακωνικά αριστουργήματα για τη Βενετία: το Υδατογράφημα του Μπρόντσκι και οι Βενετίες του Πολ Μοράν».

Εκδηλώνονται σε τούτες τις σελίδες όλες σας οι ιδιότητες, του ποιητή και του δοκιμιογράφου, του κριτικού και του δημοσιογράφου. Βρεθήκατε, μεταξύ άλλων, στην Αίγυπτο ως ανταποκριτής του «Βήματος». Πρακτικά, πρόκειται για διαφορετικές γραφές. Για εσάς αυτός ο κατακερματισμός, ας πούμε, της γραφής έχει νόημα;

«Το κεφάλαιο για την Αίγυπτο, που τιτλοφορεί και το βιβλίο, προέκυψε από την ανταπόκρισή μου όταν «Το Βήμα» με έστειλε να καλύψω το φαραωνικών διαστάσεων σχέδιο για την εκτροπή του Νείλου, σχέδιο που τελικά αναβλήθηκε μετά την αποπομπή του Μουμπάρακ. Αλλά, αλληγορικά πάντα μιλώντας, η κοίτη του ποταμού είναι κοίτη του χρόνου. Τα ποτάμια όμως και εδώ, όπως και σε άλλα μου κείμενα, παίζουν καθοριστικό ρόλο, σε συνδυασμό βέβαια με την προσωπική μου ανθρωπογεωγραφία: Ο Νείλος, ο Μισισιπής, ο Ιστ Ρίβερ, ο Χάντσον, ο Γιανγκτσέ, ο Δούναβης, ο Ιζόντσο, ο Λιουμπλιάνιτσα κ.ά. Κατακερματισμός της γραφής για εμένα δεν υπάρχει. Για να παραφράσω τον Γκρέιβς, και στην πρόζα, όπως και στην ποίηση, διαχρονικά η λειτουργία είναι ίδια – αλλάζουν μόνο οι εφαρμογές από είδος σε είδος».

Ο ποιητής στον οποίο αφιερώνετε τις περισσότερες σκέψεις είναι ο Εζρα Πάουντ. Με κάποια ένταση, σπεύδω να προσθέσω…

«Εφαγα πολλά χρόνια, υπερβολικά πολλά, θα έλεγα, μελετώντας τον Πάουντ. Σπουδαίος ποιητής αλλά και «φωνακλάς Γιάνκης των συνόρων» όπως έλεγε ο Αλφρεντ Κέιζιν. Εγραψε εξαιρετικά κείμενα και απερίγραπτες ανοησίες. Είπε θαυμάσια πράγματα για τον Βιβάλντι, τον Μότσαρντ και τον Μπαχ, όμως απεχθανόταν τον Μπετόβεν και τον Πουτσίνι. Δεν είναι απίστευτο; Δικές του ήταν οι ιδέες πάνω στις οποίες βασίστηκε η Νέα Κριτική, αλλά τις ανέπτυξε ο μανδαρίνος του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού Τ.Σ. Ελιοτ, πολύ καλύτερος στη στρατηγική εξόντωσης του αντιπάλου. Ο Πάουντ έγραψε τα Cantos γιατί ήθελε να γίνει ο νέος Δάντης. Θέλησε να είναι το έπος της εποχής του διότι, όπως έλεγε «έπος είναι το ποίημα που περιέχει Ιστορία». Ομως τα Cantos περιέχουν γεγονότα – όχι Ιστορία. Και τα καλύτερα μέρη σε αυτά είναι τα πιο αυτοβιογραφικά».

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου φιλοτεχνείτε ένα πορτρέτο του Νικόλαου Κάλας. Σε ποια Ελλάδα ανήκει εν τέλει;

«Ο Νικόλαος Κάλας υπήρξε θρύλος της πρωτοπορίας και είμαι ευτυχής που τον γνώρισα και τον συναναστράφηκα. Δεν ήταν αυτό που λέμε «ελληνοκεντρικός» ή «ελλαδικός», όμως δεν έπαψε να είναι Ελληνας. Η γενιά του ποτέ δεν του συγχώρεσε τα νεανικά επιθετικά του κείμενα. Ηταν μια από τις αιτίες που αποφάσισε να ζήσει σε δύο μεγάλα κέντρα του πολιτισμού, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, και να γράψει στα αγγλικά και στα γαλλικά. Σχεδόν όλα τα ποιήματά του, ωστόσο, είναι στα ελληνικά. Ο Κάλας, ακόμη και στα βαθιά του γεράματα, κοίταζε μπροστά. Δεν είναι απαραίτητο να συμφωνείς μαζί του στα πάντα για να καταλάβεις ότι ερχόταν από το μέλλον».

Υπάρχει σήμερα αυτό που λέμε «πνευματική ζωή» στη χώρα μας;

«Δεν ανήκω σε όσους μεμψιμοιρούν και ασχολούνται συνεχώς με τα κακώς κείμενα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως κάποια πράγματα δεν με ενοχλούν – και ενίοτε με εξοργίζουν. Αλλά τα χρόνια που έζησα στις ΗΠΑ μου έμαθαν το εξαιρετικά σημαντικό: το θετικό πνεύμα. Είναι πολύ εύκολο να «καταγγέλλεις» αντί να κρίνεις. Το δύσκολο – και το δίκαιο – όμως είναι να αναδεικνύεις όσα και όσους το αξίζουν. Αυτά ορίζουν εκείνο που λέμε «πνευματική ζωή»».

Κοσμοπολιτισμός, για εσάς που είστε Ελληνας, τι σημαίνει;

«Πιστεύω πως σήμερα, που έχει διευρυνθεί η επικράτεια της γνώσης τόσο πολύ, η αντίθεση κοσμοπολιτισμός – τοπικισμός δεν υπάρχει. Για εμένα δύο είναι οι βασικοί πυλώνες του πολιτισμού: το κτίσμα και το κείμενο. Το κτίσμα το διαβάζεις και το ζεις, όπως και την τοπογραφία του, και το κείμενο το «χτίζεις». Αλλά οι άνθρωποι ζουν μέσα στα κτίσματα και στους τόπους, όπως ζουν και μέσα στα κείμενα. Αυτή είναι η δική μου ανθρωπογεωγραφία».

Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά την «Κοίτη του χρόνου», διαπιστώνει την αξία της γεωγραφίας αλλά και την αγωνία σας, ήδη από τότε, για την οικολογική εκτροπή, μέρος της οποίας είναι, δυστυχώς, και η εν εξελίξει πανδημία. Αισιοδοξείτε;

«Η γεωγραφία για εμένα είναι η άλλη όψη της Ιστορίας. Οπως προκύπτει από το βιβλίο μου, η φύση και η πόλη συνυπάρχουν. Δεν είμαι ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος, αλλά βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον που νεότεροι πεζογράφοι, γυναίκες ιδίως, κινούνται στο ίδιο πλαίσιο. Για εμένα ισχύει αυτό που έγραψε ο Ουάλας Στίβενς: «Ολες μας οι ιδέες προέρχονται από τον φυσικό κόσμο. Π.χ.: δέντρα ίσον ομπρέλες». Οσο για την πανδημία, έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στην ιατρική, όπως ο καθένας που διαθέτει κοινό νου. Θέλω να πιστεύω ότι στο τέλος τη μεγάλη μάχη η ανθρωπότητα θα την κερδίσει. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν ανησυχώ».