Επί έξι ολόκληρα έτη ο δικηγόρος Σταύρος Παπασταύρου βρέθηκε στο στόχαστρο μιας επιχείρησης πολιτικής δίωξης οργουελιανού τύπου. Το απαλλακτικό βούλευμα 2723/2020 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που έγινε αμετάκλητο πριν από λίγες ημέρες μπορεί να έβαλε τέλος στην υπόθεση αυτή, αναφορικά μάλιστα με την ποινική δίωξη για κακούργημα, αλλά η σκευωρία που στήθηκε γύρω από τον κ. Παπασταύρου με σκοπό να ριχθούν στην πυρά όχι μόνο ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς (του οποίου ο Παπασταύρου υπήρξε ο στενότερος συνεργάτης στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα), αλλά περισσότερα πολιτικά πρόσωπα του, κατά ΣΥΡΙΖΑ, «παλαιού καθεστώτος», αποτελεί μια ερεβώδη κηλίδα που άφησε στην πολιτική ζωή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα και του συνοδοιπόρου του Πάνου Καμμένου. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχε υποσχεθεί να γυρίσει μια νέα σελίδα, αλλά αντί για αυτό αποφάσισε να συνεργαστεί με ό,τι πιο δυσώδες και σκοτεινό κατά τη διάρκεια της τετραετούς πρωθυπουργίας του. Εκρινε, ο ίδιος και οι συνεργάτες του, ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο, ακόμα και έκνομο, ώστε να στοχοποιήσει τους αντιπάλους του, να αναβιώσει ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα προς επίρρωσιν της εξουσίας του, να ποδηγετήσει τη διάκριση των εξουσιών σε ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες, να ασκήσει την εξουσία και όχι απλώς τη διακυβέρνηση.
Μοχλός και για τηνυπόθεση Novartis
Σε αυτό το σχέδιο, η «υπόθεση Παπασταύρου» και η εργαλειοποίηση της «λίστας Λαγκάρντ» υπήρξε βασικός μοχλός, «δείχνοντας τον δρόμο» και για άλλες διώξεις, όπως αυτή στην υπόθεση Novartis. Σε βάρος του Παπασταύρου ασκήθηκαν τρεις ποινικές προκαταρκτικές εξετάσεις, για ξέπλυμα μαύρου χρήματος, για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και για ψευδορκία, και κατέληξαν όλες στο αρχείο, και μάλιστα επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ. Και σε αυτά πρέπει να προστεθούν το πολυδιαφημισμένο φορολογικό πρόστιμο των 3 εκατ. ευρώ – που τελικά επιστράφηκε – και φυσικά η ποινική δίωξη για κακούργημα με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου 1806/1950 περί καταχραστών του Δημοσίου που προέβλεπε ως και ισόβια κάθειρξη. Ενδιαμέσως, διενεργήθηκε έλεγχος «πόθεν έσχες» που αρχειοθετήθηκε, με τη θετική ψήφο όλων των δικαστικών λειτουργών, στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, με ψήφους 10 υπέρ και μιας κατά. Αυτή η μία ψήφος ανήκε στον Παύλο Πολάκη.
«Η πάλη ενός πολίτη εναντίον μιας κυβερνητικά στημένης δίωξης είναι ένα δύσκολο και επίπονο εγχείρημα» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο Σταύρος Παπασταύρου. «Στην υπόθεσή μου, οι θεσμοί της Πολιτείας μας αποδείχθηκαν αρχικά ασθενείς. Και αυτό πρέπει να μας αφορά και να μας απασχολεί όλους, πολίτες, δημόσιους λειτουργούς, πολιτική ηγεσία» προσθέτει. Για τον ίδιο, είναι «ανατριχιαστικά επίκαιρη η ανάγκη διασφάλισης και περαιτέρω ενίσχυσης των ασφαλιστικών δικλίδων του κράτους δικαίου. Χρειάζεται να υπάρχει και να τηρείται από όλους ένα μίνιμουμ πλαίσιο κανόνων, το τεκμήριο της αθωότητας, το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη».
Ο «Μινώταυρος» και τα σημεία-κλειδιά
Οποιος επιδιώκει να προσπελάσει τον λαβύρινθο της υπόθεσης Παπασταύρου κινδυνεύει εύκολα να χαθεί στις πρώτες στροφές αλλά δύσκολα δεν θα εντοπίσει τον Μινώταυρο: τον εκτελεστικό βραχίονα της πολιτικά υποκινούμενης δίωξης, τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο. Η «σκιά» του πέφτει πολύ βαριά. Και το καλοκαίρι του 2015 είναι καταφανώς μια περίοδος μοιραία όχι μόνο για το δημοψήφισμα που παραλίγο να στείλει στην Ελλάδα στην άβυσσο της εξόδου από την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο ο κ. Παπαγγελόπουλος εκμεταλλεύθηκε ουσιαστικά τη… ραστώνη της περιόδου της υπηρεσιακής κυβερνήσεως για να ενορχηστρώσει – όχι μόνος φυσικά – τα επόμενα στάδια της «υπόθεσης Παπασταύρου».
Φυσικά, το… καμπανάκι είχε χτυπήσει νωρίτερα – ήδη από τις 10 Ιουλίου 2015, μέσα στην «καυτή» εβδομάδα μεταξύ του δημοψηφίσματος και της δραματικής Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες όπου η αποπομπή της Ελλάδας από την ΕΕ αποφεύχθηκε την ύστατη ώρα. Εκείνη την ημέρα εκδόθηκε το πόρισμα φορολογικού ελέγχου για τον κ. Παπασταύρου, το οποίο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η υπόθεση έπρεπε να μπει στο αρχείο. Το πόρισμα αποδεχόταν ουσιαστικά αυτό το οποίο προέκυπτε από την επίσημη λίστα του γαλλικού υπουργείου Οικονομικών («λίστα Λαγκάρντ»), ότι δηλαδή ο Σταύρος Παπασταύρου αναφερόταν ως «πληρεξούσιος» και όχι ως «δικαιούχος» σε εταιρικό τραπεζικό λογαριασμό, ενώ παράλληλα δεν προέκυπτε καμία ροή και διασύνδεση με αυτόν που υπήρχε στη λίστα από το άνοιγμα των τραπεζικών του λογαριασμών.
Οι επιφυλάξεις ελεγκτή και η ευμενής μετάθεση
Υπήρχε όμως μια «ουρά» που δεν ήταν καθόλου τυχαία. Ο δεύτερος ελεγκτής εξέφρασε επιφυλάξεις, ζητώντας να ολοκληρωθούν οι δικαστικές συνδρομές στο εξωτερικό και κυρίως στην Κύπρο. Ετσι, η υπόθεση έμεινε ανοιχτή. Διόλου τυχαία δεν θα έπρεπε μάλλον να χαρακτηριστεί και η απόσπαση που ο εν λόγω ελεγκτής έλαβε, δύο εβδομάδες αργότερα, στο πολιτικό γραφείο του τότε αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Τρύφωνα Αλεξιάδη – προτού λάβει νέα ευμενή μετάθεση λίγο αργότερα. Αυτό το «νομικό παράθυρο», τονίζουν πηγές με γνώση του παρασκηνίου της υπόθεσης, θα επιτρέψει την πλήρη καταστρατήγηση του κράτους δικαίου που θα λάβει χώρα τον Σεπτέμβριο του 2019.
Η καταγγελία του Φιλιππάκη
Μέσα στο κατακαλόκαιρο και λίγες ημέρες προτού αναλάβει τα καθήκοντά της η υπηρεσιακή κυβέρνηση με πρωθυπουργό την τότε Πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου (η οποία ελάχιστες ημέρες μετά τη συνταξιοδότησή της το 2017 ανέλαβε, έστω αμισθί, τη θέση της προϊσταμένης του Νομικού Γραφείου της Γενικής Γραμματείας του τότε πρωθυπουργού κ. Τσίπρα, για να τοποθετηθεί αργότερα και πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού), ο κ. Παπαγγελόπουλος λαμβάνει στις 20 Αυγούστου 2015 μια επώνυμη καταγγελία από τον Ιωάννη Φιλιππάκη, εκδότη της εφημερίδας «Δημοκρατία», με την οποία αυτός, ούτε λίγο ούτε πολύ, κατηγορούσε τον Σταύρο Παπασταύρου, τον Σάμπυ Μιωνή, τον Αγγελο Μεταξά και την εταιρεία CMA για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Τότε ο κ. Παπαγγελόπουλος είναι υφυπουργός Δικαιοσύνης. Λίγες ημέρες αργότερα όμως, στις 28 Αυγούστου, ο κ. Παπαγγελόπουλος θα… προαχθεί σε υπουργό Δικαιοσύνης στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Θάνου.
Ο μοιραίος Σεπτέμβριος του 2015
Με τη χώρα ζαλισμένη από το «τρενάκι του θανάτου» της «ηρωικής διαπραγμάτευσης» του πρώτου εξαμήνου του 2015, ουδείς μάλλον πρόσεξε την «ύβριν» της στιγμής. Η καταγγελία Φιλιππάκη για μια εταιρεία, τη CMA, αφορούσε στοιχεία του 2006, όταν αυτή ήδη ανήκε στον εισηγμένο τραπεζικό όμιλο EFGI, συμφερόντων της οικογένειας Λάτση. Ουσιαστικά, η καταγγελία αυτή στρεφόταν εμμέσως και εναντίον του Σπύρου Λάτση που εμφανιζόταν να έχει στη διοίκηση της εταιρείας του αλλά και ως δικηγόρο του ανθρώπους που ήταν μέλη μιας δήθεν εγκληματικής οργάνωσης! Ωστόσο, ο κ. Παπαγγελόπουλος δεν χάνει χρόνο, όπως ήδη έχει παρουσιάσει «Το Βήμα» σε εκτενέστατο ρεπορτάζ του ήδη από τον Μάρτιο του 2018 (με τίτλο «Πώς οργανώθηκε ο πολιτικο-δικαστικός έλεγχος της Δικαιοσύνης»). Στέλνει την υπόθεση αυθημερόν όχι στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ως όφειλε ή έστω στους οικονομικούς εισαγγελείς (και πιο συγκεκριμένα στον Παναγιώτη Αθανασίου) ή στην Εισαγγελία Διαφθοράς (όπου τότε προΐστατο η Ελένη Ράικου), αλλά στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, και συγκεκριμένα στον Ηλία Ζαγοραίο.
Το ταξίδι στο Παρίσι για την ανάκριση Φαλτσιανί
Αυτός τη λαμβάνει στις 24 Αυγούστου και την αναθέτει στους εισαγγελείς Ελένη Τουλουπάκη, Χρήστο Ντζούρα και Γιώργο Καλούδη (η τριάδα αυτή θα επιστρέψει στο προσκήνιο στην υπόθεση Novartis). Προτού καν φθάσει σε αυτούς πάντως, η «Δημοκρατία» του κ. Φιλιππάκη το γνωρίζει και το δημοσιοποιεί το Σάββατο 22 Αυγούστου! Στην υπόθεση Παπασταύρου, η κατηγορούμενη για καθυστερήσεις ελληνική Δικαιοσύνη λειτουργεί αιφνιδίως με δαιμονιώδεις ρυθμούς. Χωρίς την έγκριση της τότε Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη οργανώνεται το διαβόητο πλέον ταξίδι (επί υπηρεσιακής κυβερνήσεως) στο Παρίσι στις 11 Σεπτεμβρίου 2015, λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, στο οποίο οι Ζαγοραίος, Τουλουπάκη, Ντζούρας, Καλούδης πηγαίνουν για να ανακρίνουν τον Ερβέ Φαλτσιανί. Ο τρόπος διακανονισμού της συνάντησης αλλά και ο ρόλος της δημοσιογράφου και σήμερα στελέχους του Γραφείου Τύπου της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Γιάννας Παπαδάκου αποτελούν, ακόμη και σήμερα, ένα μυστήριο.
Η παράνομη λίστα και το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ
Σε αυτό το ταξίδι αποδείχθηκε ότι ακόμα και μια λίστα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής (2.062 ονόματα), που είχε αρχικώς εισέλθει στην ελληνική έννομη τάξη με νόμιμο τρόπο, και μάλιστα δύο φορές, το 2010 και το 2012 (διαβιβάστηκε από το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών στο πλαίσιο της διμερούς συμφωνίας για την αποφυγή φοροδιαφυγής Ελλάδας – Γαλλίας ύστερα από αίτημα του τότε γενικού γραμματέα του υπουργείου Οικονομικών Ηλία Πλασκοβίτη), μπορεί ουσιαστικά να πλαστογραφηθεί. Αλλωστε, ο κ. Φαλτσιανί αισθανόταν ως ένας «άνθρωπος σε αποστολή». Η έλευση μιας νέας εκδοχής της «λίστας» από τον Φαλτσιανί και όχι από το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών (αμφιβόλου γνησιότητας, σε ένα στικάκι USB, χωρίς κανένα διακριτικό γνώρισμα), που ακύρωνε την επίσημη λίστα, στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 2015 γίνεται καταφανώς παράνομα. Και σε αυτή τη «λίστα Φαλτσιανί», που πλέον εμφανίζει τον Παπασταύρου ως «δικαιούχο» και όχι ως «πληρεξούσιο», θα στηριχθεί το προεκλογικό σποτ του ΣΥΡΙΖΑ.
Η πρόταση να καταθέσει εναντίον της Μαρέβας
Καθώς τα πάντα επιτρέπονται, η νομιμοποίηση της έλευσης της νέας εκδοχής της λίστας γίνεται εκ των υστέρων. Με νομοθετική τροπολογία του κ. Παπαγγελόπουλου (ο οποίος είναι πλέον αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης) που ψηφίζεται στις 22 Δεκεμβρίου 2015 και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 24 Δεκεμβρίου (παραμονή Χριστουγέννων!). Ετσι επιβάλλεται πρόστιμο 3 εκατ. ευρώ στον κ. Παπασταύρου. Ακόμα και οι εμπνευστές όλης αυτής της σκευωρίας όμως δεν μπορούν να περιμένουν: κάνουν χρήση της τροπολογίας προτού καν αυτή νομοθετηθεί επισήμως και επιβάλλουν το πρόστιμο στις… 18 Δεκεμβρίου. Το πρόστιμο και η ποινική οδύσσεια που ακολούθησε θα μπορούσαν να αποτραπούν αν ο κ. Παπασταύρου δεχόταν να συμπράξει στην απεχθή συναλλαγή που του προτάθηκε να καταθέσει ψευδώς εναντίον της Μαρέβας Γκραμπόφσκι, συζύγου του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Αυτά όμως ήταν λεπτομέρειες για την «πρώτη φορά Αριστερά» και ορισμένους συνοδοιπόρους της στην άκρα αλλά και στη λαϊκή Δεξιά…
«Εθαψαν» το αθωωτικό έγραφο
Το «κερασάκι στην τούρτα» έρχεται τον Μάιο του 2016. Οι ελληνικές δικαστικές αρχές λαμβάνουν τη δικαστική συνδρομή από την Κύπρο, αυτή που υπήρξε ο λόγος να μείνει ανοιχτή η υπόθεση τον Ιούλιο του 2015. Η δικαστική συνδρομή δικαίωνε τον Παπασταύρου, αλλά το αθωωτικό έγγραφο απεκρύβη. «Το να θάβεται αθωωτικό έγγραφο για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας είναι βαθιά αντιδημοκρατικό και συνάδει με συμπεριφορές αυταρχικών καθεστώτων» λέει χωρίς περιστροφές ο κ. Παπασταύρου.
«Προεξοφλήθηκε η ενοχή μου για λόγους πολιτικούς»
Η εικόνα που αποκομίζει ένας τρίτος παρατηρητής είναι ότι έχει εκ των προτέρων τεθεί ο στόχος – να διωχθεί ο Παπασταύρου – και όλα (αλλά και όλοι…) υπηρετούν αυτόν τον σκοπό, ακόμα και αν τα στοιχεία δεν οδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση. Για τον λόγο αυτόν, τα… γκολπόστ μετακινούνται συνεχώς. «Δυστυχώς, η διαπίστωση αυτή είναι ορθή» σημειώνει ο κ. Παπασταύρου. «Στην περίπτωσή μου είναι ασφαλές να πει κανείς ότι καταργήθηκε το τεκμήριο αθωότητας και ουσιαστικά δημιουργήθηκε τεκμήριο ενοχής για προφανείς λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Προεξοφλήθηκε η ενοχή μου για λόγους πολιτικούς» συμπληρώνει.
Σύμφωνα με τον κ. Παπασταύρου, η υπόθεσή του αναδεικνύει «δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για την πολιτική ζωή στη χώρα μας. Η πρώτη είναι αυτή της φιλελεύθερης δημοκρατίας, κεντρικός άξονας της οποίας είναι ότι η Δικαιοσύνη είναι η ουσία της πολιτικής. Υπάρχει όμως και η δεύτερη προσέγγιση, η μαρξιστική/λενινιστική. Αυτή θεωρεί», προσθέτει, «ότι η ουσία της πολιτικής είναι ο πόλεμος μεταξύ εχθρών και φίλων και η με κάθε τρόπο επικράτηση επί των πρώτων. Για να κερδίσεις τον εχθρό σου στο πεδίο της μάχης χρησιμοποιείς όλα τα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα, και οι θεσμικές ασφαλιστικές δικλίδες του κράτους δικαίου απαξιώνονται ως τυπολατρία». Για τον ίδιο, «η οποιαδήποτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όσο ισχυρή και να είναι, δεν μπορεί να οδηγεί σε περιφρόνηση του τεκμηρίου αθωότητας. Σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία τα ατομικά δικαιώματα του πολίτη είναι απαραβίαστα και πρέπει να προστατεύονται» λέει, ενθυμούμενος τον αείμνηστο καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Σταύρο Τσακυράκη τον οποίο γνώρισε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ το 1993-1994.