Η Ελλάδα κινείται σταδιακά προς την έξοδο από τη μεγάλη οικονομική και κοινωνική κρίση που προκάλεσε η COVID-19. Ο περιορισμός της πανδημίας οδηγεί με σχετική βεβαιότητα στην έναρξη από το τρίτο τρίμηνο του 2021 ενός ενάρετου αναπτυξιακού και επενδυτικού κύκλου υψηλών σχετικά ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης τουλάχιστον για την επόμενη διετία.

Αλλά η διάρκεια και κυρίως η εδραίωση αυτού του θετικού αναπτυξιακού κύκλου, πέραν του 2022, προϋποθέτει την υλοποίηση σημαντικών αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων, την απρόσκοπτη υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» και την επιτυχή αντιμετώπιση επτά σοβαρών αναπτυξιακών αναστολέων που χαρακτηρίζουν σήμερα την ελληνική οικονομία, κληρονομιά των προηγούμενων κρίσεων και της εσωστρεφούς αναπτυξιακής στρατηγικής.

Η Ελλάδα επιχειρεί, την κρίσιμη αυτή περίοδο των μεγάλων διαταρακτικών αλλαγών διεθνώς, να υλοποιήσει έναν απαιτητικό παραγωγικό και οικονομικό μετασχηματισμό, να αλλάξει δηλαδή το παραγωγικό της πρότυπο από εσωστρεφές καταναλωτικό, κρατικοκεντρικό, με χαμηλούς ρυθμούς επενδύσεων και παραγωγικότητας προς ένα εξωστρεφές, πράσινο και ψηφιακό, ανταγωνιστικό διεθνώς, λιγότερο γραφειοκρατικό και περισσότερο φιλικό προς την ανάπτυξη και τις επενδύσεις.

Ευκαιρίες και Προκλήσεις

Η επιτυχής υλοποίηση ενός τόσου φιλόδοξου σχεδίου και η οικονομική μετάβαση στη νέα εποχή, πρέπει να συνδυάσουν επιτυχώς σημαντικού ύψους ετήσιες δημόσιες, ιδιωτικές και ξένες επενδύσεις, που θα επαναλαμβάνονται για πολλά χρόνια και θα δράσουν ως αναπτυξιακοί καταλύτες, με θεμελιώδεις και αναγκαίες οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Οι τελευταίες θα επιταχύνουν την αναπτυξιακή ώθηση, αλλά παράλληλα πρέπει να σχεδιαστούν με τρόπο που προστατεύει το περιβάλλον, θα θωρακίζει τους θεσμούς, θα ενισχύει την κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη και θα μοιράζει δίκαια στους πολίτες τις ευκαιρίες, τα οικονομικά οφέλη και το μέρισμα επιτυχίας που τυχόν προκύψουν. Στις δημοκρατικές κοινωνίες, η υλοποίηση αναγκαίων και σημαντικών μεταρρυθμίσεων δημιουργεί συνήθως κοινωνικές εντάσεις, κραδασμούς και αντιθέσεις. Τις τροφοδοτούν κυρίως οικονομικά συμφέροντα και κοινωνικές ομάδες που επωφελούνται από τη διατήρηση του παλαιού αναπτυξιακού προτύπου των προστατευμένων αγορών και οικονομιών. Η απρόσκοπτη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ο μετριασμός των κοινωνικών εντάσεων, επιτυγχάνεται μέσα από τη διαμόρφωση ευρύτερων οικονομικών και κοινωνικών συμμαχιών και κινητοποιήσεων στήριξης της μεταρρυθμιστικής ατζέντας και της νέας ισχυρής αναπτυξιακής προοπτικής. Συμμετέχουν σ’ αυτή εκείνα τα κοινωνικά στρώματα, οι δημιουργικές και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι που θα επωφεληθούν από τις αλλαγές, η πλειοψηφία δηλαδή του ελληνικού λαού. Με την κοινωνία χωρίς ολοκληρωμένη ενημέρωση για τις θετικές επιπτώσεις των αλλαγών στην οικονομία και κοινωνία, στο βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας των πολιτών, με εχθρική στάση προς το καινούργιο, δύσκολα θα έχουμε ήπια και απρόσκοπτη μετάβαση στη νέα οικονομική και κοινωνική εποχή.

Η προηγούμενη μεγάλη ελληνική οικονομική κρίση, οι λανθασμένες επιλογές οικονομικής πολιτικής που κάναμε στο παρελθόν και η πανδημία, έχουν δημιουργήσει επτά σοβαρούς αναπτυξιακούς αναστολείς, που λειτουργούν επιβραδυντικά για την οικονομία, τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, η αντιμετώπιση των οποίων απαιτεί την υλοποίηση ρηξικέλευθων και τολμηρών μεταρρυθμίσεων στη χώρα που ατυχώς εκκρεμούν για χρόνια.

-Η χρόνια υπογεννητικότητα, το σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα της χώρας υπονομεύει τις δυνητικές αναπτυξιακές δυνατότητες. Χρειαζόμαστε πλέγμα ολοκληρωμένων πρωτοβουλιών και κινήτρων που θα αυξήσουν τις γεννήσεις, θα ενθαρρύνουν την επιστροφή Ελλήνων από το εξωτερικό και θα δημιουργήσουν προϋποθέσεις ενσωμάτωσης μεταναστών και των παιδιών τους στην ελληνική κοινωνία.

-Ο χαμηλός βαθμός εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, κυρίως στην εξαγωγή αγαθών και λιγότερο στις υπηρεσίες, αποτέλεσμα της χρόνιας χαμηλής παραγωγικότητας, του μικρού σχετικά μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων, της χαμηλής προστιθέμενης παραγωγικής αξίας και της χρόνιας τεχνολογικής υστέρησης. Η ελληνική αγορά είναι μικρή και συρρικνούμενη και μόνο η στοχευμένη επιτάχυνση των διεθνών οικονομικών δραστηριοτήτων της χώρας αποτελεί τη μεγάλη αναπτυξιακή ευκαιρία για όλους μας, ώστε να προσεγγίσουμε σε πέντε χρόνια τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών (εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών στο 46% του ΑΕΠ από 36% σήμερα).

-Το μεγάλο επενδυτικό κενό έχει οδηγήσει τη χώρα σε παραγωγική στασιμότητα και «οικονομικό μαρασμό», καθώς και στον περιορισμό νέων ευκαιριών, αύξησης μισθών, κερδών και του εθνικού πλούτου. Οι πάγιες επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ υπολείπονται κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης κάθε χρόνο την τελευταία δεκαετία, με τις αποσβέσεις να ξεπερνούν τις νέες επενδύσεις. Χρειαζόμαστε να πετύχουμε διψήφιο ποσοστό αύξησης των παραγωγικών πάγιων επενδύσεων κάθε χρόνο και για πολλά χρόνια ώστε να καλύψουμε σταδιακά το σημαντικό επενδυτικό κενό ως κρίσιμη αναπτυξιακή προϋπόθεση. Για να επιτευχθεί αυτός ο φιλόδοξος και απαιτητικός στόχος, είναι απαραίτητο να κινητοποιήσουμε σημαντικού ύψους ιδιωτικές, δημόσιες και ξένες επενδύσεις, ιδιαίτερα τις τελευταίες μια που η εγχώρια αποταμίευση των νοικοκυριών έχει υποστεί καθίζηση τα τελευταία χρόνια, αδυνατώντας να χρηματοδοτήσει τις απαιτούμενες επενδύσεις.

-Το υψηλό δημόσιο χρέος που χειροτέρευσε δραματικά στη διάρκεια της πανδημίας (στο 206% του ΑΕΠ, το υψηλότερο στην Ευρωζώνη) και τα πρόσφατα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, υπονομεύουν τις μακροχρόνιες αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Η αποκατάσταση της δημοσιονομικής σταθερότητας και πειθαρχίας είναι αναγκαία προϋπόθεση για να διασφαλιστεί η μελλοντική απρόσκοπτη πρόσβασή μας στη διεθνή χρηματοδότηση και τις αγορές. Οι υφιστάμενες ευνοϊκές ρυθμίσεις του δημόσιου χρέους από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το 2018, περιορίζουν το πρόβλημα της βιωσιμότητας του χρέους, αλλά η χώρα παραμένει ευάλωτη δημοσιονομικά σε περίπτωση νέας μακροοικονομικής ή χρηματοοικονομικής κρίσης. Ο δημοσιονομικός εφησυχασμός μπορεί να ανατρέψει σε μεγάλο βαθμό την ισχυρή και με διάρκεια ανάκαμψη της οικονομίας που προσδοκούμε.

-Η μεγάλη πρόκληση του σημαντικού ύψους των μη εξυπηρετούμενων δανείων που διατηρείται σχεδόν επί μια δεκαετία. Οσο δεν αντιμετωπίζεται αυτή η πρόκληση επιτυχώς, υπονομεύει τις χρηματοδοτικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, νοθεύει τον ανταγωνισμό, δεσμεύει πολύτιμους χρηματοδοτικούς και παραγωγικούς πόρους, παγιδεύει το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε στασιμότητα και τροφοδοτεί την αβεβαιότητα για τις προοπτικές του. Οι τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο προς την κατεύθυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, κυρίως μέσω πωλήσεων δανείων σε τρίτους, τιτλοποιήσεων και ανάθεσης διαχείρισής τους σε εξειδικευμένους διεθνείς οίκους. Αλλά το πρόβλημα παραμένει ατόφιο στην κοινωνία και την οικονομία με συνολικά υπόλοιπα μη εξυπηρετούμενων δανείων που ξεπερνούν σήμερα τα €100 δισ. Θα ήταν ευεργετικό για τη χώρα μας να επιταχύνουμε την οριστική αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αξιοποιώντας τις συσσωρευμένες σημαντικές προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις των τραπεζών και τις πωλήσεις προβληματικών δανείων με έκπτωση από την ονομαστική αξία, ώστε να προσφέρουμε οριστικές λύσεις εξυγίανσης στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, στο πλαίσιο του νέου πτωχευτικού νόμου και των κωδίκων δεοντολογίας.

-Η χώρα χρειάζεται επίσης να δεσμευθεί στην υλοποίηση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων, για να επιταχύνει και να διασφαλίσει την αναπτυξιακή της ανάταξη. Καμία σχεδόν δημοκρατική χώρα στον κόσμο στο παρελθόν δεν πέτυχε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης και επενδύσεων χωρίς ποιοτική και σύγχρονη παιδεία συνδεδεμένη με την παραγωγική διαδικασία, αποτελεσματικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, σύγχρονη δημόσια διοίκηση, σταθερότητα, αξιοπιστία και ελκυστικότητα θεσμών, κανόνων και οικονομικών πολιτικών, σημαντικό ύψος δαπανών για έρευνα και καινοτομία, ανεξάρτητες ελεγκτικές και εποπτικές αρχές, υγιές χρηματοπιστωτικό σύστημα και κοινωνική κουλτούρα και πλαίσιο ιδιαίτερα φιλικά προς τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα. Η κυβέρνηση έχει θέσει φιλόδοξους στόχους να βελτιώσει μέσω μεταρρυθμίσεων όλους τους παραπάνω κρίσιμους αναπτυξιακούς παράγοντες. Αλλά στο παρελθόν, όσοι προσπάθησαν να υλοποιήσουν σοβαρές μεταρρυθμίσεις, συνάντησαν σθεναρή αντίσταση από κατεστημένα συντεχνιακά συμφέροντα και στο τέλος υποχώρησαν. Γι’ αυτό χρειάζεται σήμερα ισχυρή πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα στην τρέχουσα συγκυρία.

-Η υψηλή ανεργία (η υψηλότερη στην Ευρωζώνη) και η χαμηλή συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, αποτελούν κοινωνική μάστιγα που μεσοπρόθεσμα λειτουργεί ως ανασταλτικός αναπτυξιακός παράγοντας. Ιδιαίτερο πρόβλημα αποτελεί η μακροχρόνια διαρθρωτική ανεργία και η υψηλή ανεργία ανάμεσα στη νέα γενιά και τις γυναίκες. Η υψηλή ανεργία απαξιώνει σταδιακά τις παραγωγικές δυνατότητες του εργατικού δυναμικού της χώρας. Απαιτούνται στοχευμένα μέτρα ανάπτυξης νέων δεξιοτήτων, κινητικότητα εργατικού δυναμικού και η επίτευξη ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης για την αντιμετώπισή της.

Το πρωτοφανές δυνητικό επενδυτικό απόθεμα

Η επιτυχής υλοποίηση του νέου εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου και η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, θα εξαρτηθούν σε κρίσιμο βαθμό από την ταχύτητα απορρόφησης των σημαντικών ευρωπαϊκών κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του ΕΣΠΑ ΙΙ. Δεν υπάρχουν αυτοματισμοί στις εκταμιεύσεις. Θα πρέπει να υποβληθούν επιλέξιμα, ώριμα και εγκρίσιμα έργα που ικανοποιούν τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές και διαδικασίες, ενώ παράλληλα να υλοποιηθούν κρίσιμες μεταρρυθμίσεις ως προϋπόθεση εκταμίευσης των κονδυλίων.

Συνολικά, είναι γεγονός ότι έχει γίνει σοβαρός σχεδιασμός όσον αφορά την κατάρτιση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την αξιοποίηση των πλέον των €30 δισ. επιδοτήσεων και δανείων που δυνητικά θα διατεθούν από τα ευρωπαϊκά ταμεία υπό προϋποθέσεις για την Ελλάδα. Παράλληλα, στοχεύεται η μόχλευσή τους με επιπρόσθετα €25 δισ. ιδιωτικά κεφάλαια και χρηματοδοτήσεις. Αυτό το πρωτοφανές δυνητικό επενδυτικό απόθεμα πρέπει να κινητοποιηθεί τα επόμενα 2½ με 3 χρόνια.

Ομως, δεν πρέπει να θεωρήσουμε τα σημαντικά ευρωπαϊκά κονδύλια πανάκεια για όλες τις προκλήσεις, το μαγικό ραβδί που θα εξαφανίσει διά μαγείας όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Δεν πρέπει να δημιουργήσουμε υπερβολικές προσδοκίες ούτε εφησυχασμό, διότι οι αναπτυξιακές συνθήκες εκκίνησης της ελληνικής οικονομίας δεν είναι σήμερα ευνοϊκές, ενώ αναμένεται εντός του 2022 να ξεκινήσει η απόσυρση των έκτακτων και άνευ προηγουμένου νομισματικών και δημοσιονομικών μέτρων στήριξης των οικονομιών παγκοσμίως. Μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγήσει σε ανοδική τροχιά τα επιτόκια, χειροτέρευση των αναπτυξιακών δεδομένων, δημοσιονομικό σφίξιμο και περιστολή της ρευστότητας.

Πρόκληση στο παραπάνω πλαίσιο αποτελεί και η διοίκηση του έργου του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Υπάρχουν ερωτηματικά όσον αφορά τον βαθμό που η σημερινή δημόσια διοίκηση μπορεί να στηρίξει και να διαχειριστεί επιτυχώς ένα τόσο απαιτητικό και πολύπλοκο επενδυτικό έργο, που συμπεριλαμβάνει 170 κατηγορίες επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων, πάνω από 100 δημόσια έργα και 400 δημόσιους διαγωνισμούς. Είναι θετικό ότι η Κυβέρνηση έχει προχωρήσει στη διαμόρφωση νέων αυτόνομων οργανωτικών δομών διοίκησης του έργου με παράλληλη τοποθέτηση ικανών στελεχών, ενώ αξιοποιεί και τη συνδρομή έμπειρων εξωτερικών συμβούλων. Αλλά επειδή θα «μοιραστούν» πολλά λεφτά σε σύντομο χρονικό διάστημα, οφείλουμε να καθιερώσουμε τις καλύτερες πρακτικές διαφάνειας, αποτελεσματικότητας και ελέγχων και να αποφύγουμε φαινόμενα συντεχνιασμού, λαϊκισμού και πελατειακών πρακτικών.

Εχουμε μπροστά μας μια σημαντική αναπτυξιακή ευκαιρία. Θα την αξιοποιήσουμε; Μας δίδεται δηλαδή η ευκαιρία να αλλάξουμε τη χώρα, να βελτιώσουμε τις αναπτυξιακές και παραγωγικές της δυνατότητες, να αυξήσουμε τα εισοδήματα, τις νέες ευκαιρίες, τον κοινωνικό μισθό και την κοινωνική προστασία. Να βελτιώσουμε περαιτέρω την κοινωνική συνοχή, τη δημόσια διοίκηση, τις δημόσιες υποδομές υγείας και παιδείας και την περιβαλλοντική ποιότητα ζωής. Η κοινωνία, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών και οι υγιείς παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, δεν πρέπει να επιτρέψουν την κατασπατάληση των πόρων και την εκτροπή από τη νέα αναπτυξιακή πορεία. Θα ήταν ιστορικό και ασυγχώρητο λάθος η επανάληψη λαθών μετά από ταλαιπωρία ενός λαού δέκα και πλέων ετών.

 *Ο κ. Nίκος Καραμούζης είναι πρόεδρος Grant Thornton & SMERemediumCap.