Σαράντα χρόνια μετά και παρά τις αντιφάσεις και τις δυσκολίες, αποτελεί σχεδόν αδιαμφισβήτητη διαπίστωση ότι η ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ/ΕΕ συνέβαλε στην εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών, ενίσχυσε τη γεωπολιτική μας θέση και εξασφάλισε κρίσιμους οικονομικούς πόρους για ανάπτυξη υπό συνθήκες οικονομικής παγκοσμιοποίησης.

Ωστόσο η ΕΕ, καθοδηγούμενη από τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές νεοφιλελεύθερες και συντηρητικές δυνάμεις, βρίσκεται την τελευταία δεκαετία αντιμέτωπη με κρίσεις τις οποίες δυσκολεύεται ή αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και τις οποίες ο ελληνικός λαός έχει βιώσει ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον: η οικονομική και προσφυγική κρίση, η άνοδος της ακροδεξιάς, η περιφερειακή αποσταθεροποίηση και η παραβίαση του διεθνούς δικαίου από την Τουρκία.

Είναι σαφές ότι τον τελευταίο χρόνο, με επιταχυντή την πανδημία, η ΕΕ έχει προχωρήσει σε σημαντικά βήματα (δημιουργία Ταμείου Ανάκαμψης, έκδοση κοινού χρέους, αναστολή δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας, Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία) χωρίς, ωστόσο, να τολμάει τις μεγάλες τομές που πραγματοποιούν οι ΗΠΑ, τόσο ως προς το ύψος των κονδυλίων και τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, όσο και ως προς την άρση των περιορισμών πατέντας για τα εμβόλια.

Σε αυτήν την κρίσιμη καμπή, είναι ορατός ο κίνδυνος τα όποια θετικά βήματα να δώσουν τη θέση τους σε νέους γύρους λιτότητας, με πρόσχημα το πρόσθετο χρέος που δημιουργεί η αντιμετώπισή της πανδημίας και η αύξηση των δημόσιων δαπανών. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να υπάρξει ουσιαστική πίεση σε πολιτικό, κοινωνικό και θεσμικό επίπεδο και τις ευρωπαϊκές προοδευτικές δυνάμεις, ώστε ο διάλογος για το μέλλον της ΕΕ και την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, αλλά και τα σημαντικά μηνύματα που στέλνουν οι πολιτικές Μπάιντεν και η θετική πορεία των Πρασίνων στη Γερμανία, να αποτελέσουν καταλύτη ριζικών αλλαγών στην Ευρώπη.

Για ένα σημαντικό μέρος των τελευταίων σχεδόν 200 χρόνων ως κράτος αλλά και 40 χρόνων ως μέλος της ΕΕ, η εξωτερική και οικονομική πολιτική της Ελλάδας είχε προσανατολιστεί στην αναζήτηση προστάτιδων δυνάμεων, σπαταλώντας – την ίδια στιγμή – πόρους, ευκαιρίες και ανθρώπινο δυναμικό εντός της χώρας στον βωμό ενός κράτους πελατειακών συμφερόντων. Σήμερα οφείλουμε να μην αναζητούμε προστάτες, να ασκούμε μια ισχυρή ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική – διμερώς και στην ΕΕ – με δικές μας «κόκκινες γραμμές» και προτάσεις για έντιμες λύσεις στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, να επιμένουμε σε ένα Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου που επιμερίζει δίκαια τα βάρη του προσφυγικού/μεταναστευτικού, να διαχειριστούμε υπεύθυνα τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης στηρίζοντας τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την εργασία και να προωθήσουμε ενεργά την παραγωγική ανασυγκρότηση στη βάση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης. Οφείλουμε, δηλαδή, να καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια ώστε η πολιτική της ΕΕ να μην καθορίζεται από τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες δυνάμεις και τις εθνικιστικές πολιτικές που τη βυθίζουν σε αλλεπάλληλες κρίσεις.

Σήμερα, για μια ακόμη φορά, συγκρούονται στην Ελλάδα δύο κόσμοι για τους οποίους τα 40 χρόνια στην Ευρώπη, όπως και τα σχεδόν 200 χρόνια του ελληνικού κράτους, σημαίνουν τα ακριβώς αντίθετα πράγματα: o κόσμος της εργασίας, της δημιουργίας και της υγιούς επιχειρηματικότητας που αναζητεί μια πραγματικά συμπεριληπτική και βιώσιμη ανάπτυξη, με τον κόσμο της παρασιτικής και πελατειακής ολιγαρχίας που καλλιεργεί το έδαφος για τη νέα μεγάλη του ευκαιρία. Η Ευρώπη και ειδικά η Ελλάδα της επόμενης μέρας, οφείλουν να στηριχθούν χωρίς ενδοιασμούς στον κόσμο της εργασίας και της δημιουργίας. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή θα διακινδυνεύσει σοβαρά τόσο τις κατακτήσεις αυτής της 40ετίας όσο και τις προοπτικές της επόμενης.