Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα σοβαρό πρόβλημα εθνικής ασφάλειας. Ταυτόχρονα έχει ανοίξει ένας δημόσιος διάλογος για την ψηφιακή μετάβαση, την αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου και την έξυπνη οικονομία. H ανάπτυξη της αμυντικής και ναυπηγικής βιομηχανίας μπορεί να αποτελέσει φορέα εθνικής ασφάλειας, αλλά και πυλώνα τεχνολογικής αναβάθμισης του παραγωγικού ιστού, προσφέροντας σημαντικές τεχνολογικές συνέργειες και ανθρώπινο κεφάλαιο σε άλλους παραγωγικούς κλάδους (spin-offs). Η δημιουργία σύγχρονης και ανταγωνιστικής διεθνώς αμυντικής και ναυπηγικής βιομηχανίας εξασφαλίζει όχι μόνο την εθνική ασφάλεια, αλλά συμβάλλει ταυτόχρονα στην οικονομική ανάπτυξη και την ψηφιακή μετάβαση.

Δυστυχώς, η υποβάθμιση επί δεκαετίες της ελληνικής αμυντικής και ναυπηγικής βιομηχανίας, λόγω κομματικοποίησης και συνδικαλισμού, οδήγησε σε πτώχευση δημόσιες αμυντικές βιομηχανίες και ναυπηγεία. Έτσι, σήμερα, σε περίοδο αναταράξεων στην Ανατολική Μεσόγειο, η χώρα στερείται ισχυρή αμυντική και ναυπηγική βιομηχανία. Μερικές λαμπρές εξαιρέσεις επιχειρήσεων στον ιδιωτικό τομέα, με εξαιρετικά τεχνολογικά προϊόντα, δεν αλλάζουν τη μεγάλη εικόνα. Έτσι, η Ελλάδα υστερεί τεχνολογικά και διαπραγματεύεται εξοπλιστικά προγράμματα στα όρια των οικονομικών της δυνατοτήτων, που δεν λύνουν το πρόβλημα της ασφάλειας σε βάθος χρόνου. Η δημοσιοποίηση πρόσφατα λύσεων που δόθηκαν για την επιχειρησιακή αναβάθμιση των ελληνικών υποβρυχίων αποδεικνύει την υψηλή ποιότητα και ικανότητα του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας.

Το εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία δεν αποτελεί μακροπρόθεσμη λύση για την ασφάλεια της χώρας. Μόνη επιλογή της Ελλάδος είναι η αποτροπή με την ανάπτυξη ισχυρής αμυντικής και ναυπηγικής βιομηχανίας. Το εμπάργκο του 1974-75 αποτελεί ουσιαστικά την αφετηρία δημιουργίας μιας ικανής και τεχνολογικά προηγμένης αμυντικής βιομηχανίας στην Τουρκία, που είχε σημαντικές συνέργειες και τεχνολογικές διασυνδέσεις με τον υπόλοιπο βιομηχανικό παραγωγικό ιστό και τη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας αυτής στις τελευταίες δεκαετίες.

Για να γίνει κατανοητός ο ρόλος της αμυντικής βιομηχανίας στη βιομηχανική ανάπτυξη μιας μικρής χώρας μπορούν να μελετηθεί η εμπειρία του Ισραήλ, αλλά και της Σουηδίας.

Η αλληλεπίδραση αμυντικής βιομηχανίας και οικονομίας εξαρτάται κυρίως (α) από τις αμυντικές ανάγκες της χώρας και τις οικονομικές της δυνατότητες, (β) από το μέγεθος της αμυντικής βιομηχανίας σε σχέση με την πολιτική βιομηχανία και (γ) το στάδιο της τεχνολογικής ανάπτυξης της χώρας.

Η μελέτη της οικονομίας του Ισραήλ αποδεικνύει ότι η ισραηλινή αμυντική βιομηχανία ήταν καθοριστική για τη μετατροπή της πολιτικής βιομηχανίας της χώρας σε έναν επιτυχημένο τομέα υψηλής τεχνολογίας. Το επιχειρηματικό πνεύμα, η προσέγγιση επίλυσης προβλημάτων και η εστίαση στην επίτευξη στόχων, που είναι χαρακτηριστικά των επιτυχημένων εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, προήλθαν από το στρατό του Ισραήλ και την αμυντική βιομηχανία. Επιπλέον, ο αμυντικός τομέας εξακολουθεί να είναι μια πολύ σημαντική πηγή νέας τεχνολογίας, τεχνογνωσίας και ανθρώπινου κεφαλαίου για τη μη στρατιωτική βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας. O Kaplan (1998) περιγράφει πώς η ανεπτυγμένη στρατιωτική τεχνολογία, η κυβερνητική υποστήριξη για βιομηχανική Ε&Α και η προσέλκυση επιστημονικού δυναμικού από το εξωτερικό μετέτρεψαν το Ισραήλ σε περιοχή ακμάζουσας βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας και σημαντικό εξαγωγέα τεχνολογίας. Bασικός παράγον ανάπτυξης της βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας (ΤΠΕ) στο Ισραήλ ήταν οι επενδύσεις στη βιομηχανία άμυνας και αεροδιαστημικής, καθώς και η διασύνδεση με πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα της χώρας, που δημιούργησαν τεχνογνωσία και πλούσιο ανθρώπινο κεφάλαιο στις τεχνολογίες αιχμής.

Επομένως, η ανασυγκρότηση της αμυντικής και ναυπηγικής βιομηχανίας με έμφαση στην υψηλή τεχνολογία εξυπηρετεί ταυτόχρονα και τους δύο στόχους, την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας αλλά και την τεχνολογική αναβάθμιση ολόκληρου του παραγωγικού ιστού (με spin-offs) και οι αμυντικές δαπάνες αποκτούν αναπτυξιακό ρόλο. Η κρατική υποστήριξη για Ε&Α, η διασύνδεση των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων με την αμυντική βιομηχανία και η προσέλκυση επιστημονικού δυναμικού αποτελούν σκόπιμες ενέργειες προς την κατεύθυνση αυτή.

* Ο κ. Γεώργιος Μέργος είναι ομότιμος καθηγητής Οικονομικών Επιστημών, ΕΚΠΑ, πρώην γενικός γραμματέας, υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών.