Η πανδημία δεν μας έφερε μπροστά σε πρωτόγνωρες προκλήσεις μόνο στον υγειονομικό τομέα, αφού πολύ νωρίς διαπιστώσαμε, ότι για να εμποδίσουμε μια μεγάλη καταστροφή στην οικονομία θα πρέπει να ακολουθήσουμε και ένα φιλόδοξο και εμπνευσμένο νέο μείγμα οικονομικής πολιτικής.

Οι εξελίξεις στην οικονομία μας φαίνεται να επαληθεύουν τα απαισιόδοξα σενάρια ( το ΔΝΤ αναθεώρησε την εκτίμηση για το ΑΕΠ του 2020 στο -9,5%, ο ΟΟΣΑ στο -9,8% και η Τράπεζα της Ελλάδος στο -9,4% ), κυρίως επειδή πρόκειται για ένα εξωγενές φαινόμενο με πρωτόγνωρα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Περιορισμός των ατομικών ελευθεριών, απαγόρευση μετακινήσεων, διακοπή στη λειτουργία της αγοράς για εβδομάδες με γενικό Lockdown και στη συνέχεια με μερική κατά τομείς και περιφέρειες απελευθέρωση ή επαναφορά κ.α.

Χιλιάδες επιχειρήσεις ανέστειλαν τη λειτουργία τους, εργαζόμενοι έχασαν τη δουλειά τους, καταστήματα έκλεισαν, ενώ η κοινωνική ζωή εξελίσσεται σε αργή κίνηση. Ο φόβος κυριαρχεί, όχι μόνο επειδή απειλείται η σωματική υγεία των ανθρώπων, αλλά και η οικονομική τους επιβίωση. Έτσι, η ανάγκη για παρέμβαση του κράτους, ως νέα πραγματικότητα, για να σώσει επιχειρήσεις από τη χρεοκοπία και εργαζόμενους από την ανεργία, προβάλλει όχι απλά ως μία επιλογή αλλά ως μοναδική σανίδα σωτηρίας.

Αμεση η αντίδραση της Ευρώπης

Η αντίδραση της Ευρώπης αυτή τη φορά ήταν ακαριαία. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αύξησε τη ρευστότητα, χαλάρωσε τους εποπτικούς κανόνες, αποδεχόμενη ακόμη και κρατικά ομόλογα μη επενδυτικής βαθμίδας ως collateral (μέσω του προγράμματος PEPP έχει αγοράσει ήδη ελληνικά ομόλογα αξίας 13 δις) και διευκόλυνε τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων μέσω των τραπεζών. Ακολούθησε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που αφού έθεσε σε ισχύ τη ρήτρα εξαίρεσης του Δημοσιονομικού Συμφώνου και επέτρεψε τις κρατικές επιχορηγήσεις στις επιχειρήσεις, με δύο γενναίες αποφάσεις έδειξε την αλληλεγγύη της με 540 δις Ευρώ στην πρώτη και 750 δις τη δεύτερη, δανειζόμενη από τις αγορές και προσφέροντας κεφάλαια χωρίς επιστροφή (390 δις) και χαμηλότοκα δάνεια (360 δις).

Στόχος η κάλυψη των έκτακτων δαπανών για ενίσχυση των εθνικών συστημάτων υγείας και της απασχόλησης αρχικά και στη συνέχεια, μέσω ενός γιγάντιου επενδυτικού προγράμματος του Ταμείου Ανάκαμψης μια ευρείας κλίμακας αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής οικονομίας, ικανής να ανταποκριθεί στις αυξημένες μελλοντικά απαιτήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού, εστιάζοντας στην πράσινη οικονομία, την ψηφιοποίηση ιδιωτικού και δημόσιου τομέα καθώς και στη μετεκπαίδευση του στελεχιακού δυναμικού.

Οι αποφάσεις αυτές δημιούργησαν το πλαίσιο, μέσα στο οποίο οι εθνικές κυβερνήσεις θα μπορούσαν να κινηθούν με σχετική άνεση, ασκώντας μια εθνική πολιτική στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων καθώς και σταθεροποίησης της οικονομίας αναχαιτίζοντας την εξελισσόμενη βαθιά ύφεση.

Έτσι, όλες οι χώρες, γνωρίζοντας ότι οι διαδικασίες εκταμίευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αργόστροφες, ακόμη δεν έχει βγει στις αγορές να αντλήσει κεφάλαια για το πρόγραμμα SURE, το μοναδικό που φαίνεται να περπατάει από την πρώτη απόφαση, χρησιμοποίησαν δικούς τους πόρους με συμπληρωματικούς προϋπολογισμούς για να αντιμετωπίσουν την έκτακτη κατάσταση. Οι παρεμβάσεις αυτές έγιναν πολύ νωρίς, αμέσως μόλις προέκυψε η ανάγκη για ενίσχυση των εθνικών συστημάτων υγείας και το μεγάλο κενό ζήτησης σε κατανάλωση και επενδύσεις.

Και τούτο διότι είναι γνωστό, ότι για την αποτελεσματικότητα μιας αντικυκλικής οικονομικής πολιτικής είναι σημαντικός ο χρόνος παρέμβασης (timing) από τον οποίο εξαρτάται και η δοσολογία. Στο μεταξύ με βάση τους πρόδρομους δείκτες που ανακοινώνονται (τα στοιχεία του Γ΄ Τριμήνου αναμένονται), οι περισσότερες χώρες πλέον σημειώνουν θετικούς ρυθμούς ανάκαμψης, μικρότερους όμως από τις αρχικές εκτιμήσεις. Επιπλέον και παρά τις αυξητικές τάσεις των κρουσμάτων του κορωνοϊού, σε όλες τις χώρες της Ευρώπης ο δείκτης οικονομικού κλίματος ενισχύεται τους τελευταίους μήνες σημαντικά (δείκτης ΕΕ), ενώ στην Ελλάδα δυστυχώς συνεχίζεται η επιδείνωσή του (έκθεση ΙΟΒΕ). Είναι προφανές, ότι αυτό είναι αποτέλεσμα όχι μόνο των τριών κακών τριμήνων ύφεσης που καταγράφηκε, αλλά και η εκτίμηση για ένα πολύ κακό τέταρτο.

Πού οφείλεται η απαισιοδοξία ;

Από την άλλη, θα περίμενε κανείς, μετά την επιτυχημένη αντιμετώπιση του πρώτου κύματος της πανδημίας, να ενισχυθούν οι θετικές προσδοκίες νοικοκυριών και επιχειρήσεων και να αυξηθεί η εμπιστοσύνη προς τους φορείς της οικονομικής πολιτικής στην κατεύθυνση μιας αποτελεσματικής αντιμετώπισης της νέας οικονομικής κρίσης. Αντί όμως να συμβεί αυτό καταγράφεται σε μελέτες μια διάχυτη απαισιοδοξία που διακατέχει την ελληνική κοινωνία. Πού οφείλεται αυτό; Βασικά σε δύο παράγοντες:

Πρώτον στην επικοινωνιακή πολιτική που συνδέεται με τον περιορισμό της πανδημίας και η οποία εστιάζει κυρίως στο φόβο των πολιτών απέναντι σε μια άγνωστη απειλή και δεύτερον στο περιορισμένο μέγεθος της κρατικής παρέμβασης. Κοινή διαπίστωση σε πολλές έρευνες συλλογικών φορέων, αναλυτών και επιστημονικών ινστιτούτων, είναι, ότι τα μέτρα που ελήφθησαν ήταν μεν προς τη σωστή κατεύθυνση, ανεπαρκή όμως για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση με σχετική επιτυχία.

Και για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους να ξεκαθαρίσουμε πρώτα, ότι η ύφεση δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο, αλλά μια ανεπιθύμητη κατάσταση, την οποία με κατάλληλα μέτρα αντικυκλικής οικονομικής πολιτικής είμαστε σε θέση να την περιορίσουμε. Με αυτήν την παραδοχή συμπλέουν και οι δηλώσεις του αρμόδιου υπουργού, ότι «η ύφεση δεν θα είναι τόσο μεγάλη επειδή πήραμε μέτρα στήριξης» ή ακόμα η διαπίστωση του προέδρου του ΚΕΠΕ ότι «αν δεν παίρναμε μέτρα θα χάναμε 35 δις από το ΑΕΠ, τώρα θα χάσουμε μόνο 18-20».

Πράγματι τα μέτρα στήριξης σε απασχόληση και επιχειρήσεις ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση. Αντιμετώπισαν ακραία φαινόμενα εισοδηματικής απώλειας από τη μια, ενώ οι αναστολές πληρωμών συνέβαλλαν στη διατήρηση κάποιας ρευστότητας στις επιχειρήσεις που επλήγησαν και να διατηρηθούν στη ζωή. Όμως, το αποτέλεσμα είναι, ότι δεν κατάφεραν να αναχαιτίσουν την ύφεση, αφού οδεύουμε ολοταχώς προς την επαλήθευση του δυσμενούς σεναρίου.

Το κρίσιμο ερώτημα συνεπώς δεν είναι αν μια πιο γενναιόδωρη δημοσιονομική πολιτική θα περιόριζε την ύφεση, αλλά αν η χώρα είχε και έχει τη δυνατότητα δηλαδή τους πόρους, να υλοποιήσει μια τέτοια πολιτική χωρίς σημαντικές παρενέργειες στη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική ισορροπία και τις υποχρεώσεις της.

Σε ό,τι αφορά την αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος που προκύπτει από τη στήριξη της ζήτησης για κατανάλωση και επενδύσεις σε περιόδους μεγάλης κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας, ο περιορισμός της μετά τα μέτρα και η αναμενόμενη ανάκαμψη δημιουργούν τις προϋποθέσεις για γρήγορη επαναφορά στη δημοσιονομική ισορροπία, σε αντίθεση με μια υπερβολική δημοσιονομικά συντηρητική πολιτική, η οποία καταδικάζει την οικονομία σε στασιμότητα και συνεπώς και τα έσοδα του κράτους.

Επιχειρήματα εξάλλου, που προσχηματικά τελευταία προβάλλονται, όπως ότι η χώρα δεν θα μπορεί να ανταπεξέλθει στην εξυπηρέτηση του χρέους ή ότι θα αποκλειστούμε από τις αγορές, είναι παντελώς αστήρικτα. Τόσο τα ταμιακά διαθέσιμα της χώρας, 38 δισ. ευρώ δηλ. 20 δισ. πάνω από το υποχρεωτικό μαξιλάρι ρευστότητας, όσο και η άνετη εξυπηρετησιμότητα του χρέους μέχρι το 2033 μετά τη συμφωνία με τους Θεσμούς της 22/6/2018, αφήνουν σημαντικά περιθώρια για μια γενναία παρέμβαση αρκετών δισ.  χωρίς κινδύνους.

Η αποκλιμάκωση εξάλλου των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων στηρίζεται σ΄ αυτά τα δεδομένα και κυρίως στην πολιτική της ΕΚΤ μέσω του προγράμματος PEPP, η οποία θα συνεχιστεί και το 2021. Συνεπώς μια περαιτέρω δημοσιονομική επέκταση, η οποία προτείνεται λόγω πανδημίας από όλους τους υπερεθνικούς φορείς, δεν θα αποτελούσε αιτία σημαντικής ανόδου των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, κάτι που δε συνέβη άλλωστε ούτε με τα ιταλικά, ισπανικά ή πορτογαλικά επιτόκια παρά τη σημαντική αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων στις χώρες αυτές. Αντίθετα, οι προοπτικές ανάπτυξης που υπόσχεται μια επέκταση, δημιουργούν προϋποθέσεις βελτίωσης της αξιολόγησης από τους οίκους.

Καταλήγοντας είναι ανάγκη να επισημανθεί, ότι μια πιθανή επέκταση, η οποία θα εκτείνεται σε μικρότερο βαθμό και μέσα στο 2021, δεν πρέπει να περιλαμβάνει άσκοπες ενισχύσεις σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις ή σε φοροφυγάδες ελεύθερους επαγγελματίες, αλλά να στοχεύει στη στήριξη των εισοδημάτων εκείνων που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση καθώς και βιώσιμων επιχειρήσεων, ώστε να αποφευχθούν οι πτωχεύσεις και να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας. Απόλυτη προτεραιότητα εξάλλου πρέπει να δοθεί σε κρίσιμους τομείς για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όπως το Εθνικό Σύστημα Υγείας, τις συγκοινωνίες και τη σχολική στέγη.

O κ. Χαραλάμπος Γκότσης είναι καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς