Ο καθηγητής φυσικών καταστροφών, ακαδημαϊκός, κ. Κώστας Συνολάκης μιλάει στο «Βήμα της Κυριακής» για τα συμπεράσματα που αποκόμισε από την τραγωδία στο Μάτι, εξηγεί ότι τα κύρια αίτια της καταστροφής στην Εύβοια ήταν οι αυθαίρετες παρεμβάσεις πολιτείας και πολιτών και τονίζει πως η χώρα μας χρειάζεται μια αντιμετώπιση των ακραίων φαινομένων που θα ξεπερνάει τα μικροκομματικά συμφέροντα.

Τον Σεπτέμβριο του 2018, μετά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, είχατε παρουσιάσει μελέτη, μοντέλα και προτάσεις για την αντιμετώπιση ακραίων φυσικών φαινομένων. Τι έγινε με αυτά τα μοντέλα; Ελήφθησαν υπόψη, και γιατί σήμερα βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο;

«H μελέτη της ομάδας μου για το Μάτι είχε σκοπό να απαντήσει σε δύο συγκεκριμένες ερωτήσεις, δηλαδή σε πόσο χρόνο μπορούσε να εκκενωθεί το Μάτι-Νέος Βουτζάς και αν και κατά πόσον η χρήση έστω και δύο πυροσβεστικών αεροπλάνων θα είχε επιβραδύνει την εξέλιξη της πυρκαγιάς. Είχαμε χρησιμοποιήσει ένα διεθνές μοντέλο (αυτό που χρησιμοποιεί το US Forest Service) για την εξέλιξη της πυρκαγιάς, βασισμένο στο ανάγλυφο και τη βλάστηση της συγκεκριμένης περιοχής, και δύο άλλα διεθνή μοντέλα για την εκκένωση. Το ένα μοντέλο έδειξε ότι το Μάτι-Νέος Βουτζάς θα μπορούσε να είχε εκκενωθεί σε περίπου 57 λεπτά, το άλλο μοντέλο έδειξε ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει σε 67 έως 83 λεπτά.

Οι επιστημονικές έρευνες αντικρούονται μόνο από άλλες επιστημονικές μελέτες, και όχι με μικροκομματικής λογικής σχόλια, βαρύγδουπους χλευασμούς, κραυγές και σαρκασμούς. Η απαξίωση των μοντέλων εκκένωσης για μικροπολιτικούς λόγους αλλά και η άγνοια της τεχνολογίας και η χρηματοδότηση δήθεν ειδικών για διαχείριση καταστροφών με εκατομμύρια τον χρόνο για μη ποσοτικές μελέτες πιστεύω ότι ήταν από τους αποτρεπτικούς λόγους που δεν αξιοποιούνται παρόμοιες προσεγγίσεις σε τοπικό επίπεδο. Ομως, η μελέτη μας για το Μάτι έφερε αλλαγές στην πρακτική της διαχείρισης κρίσεων και τη νομοθεσία μας προς τη σωστή κατεύθυνση. Καταρχήν, λειτούργησε το 112, και έτσι πλέον μπορεί να αξιολογηθεί επιχειρησιακά».

Το 112, με δεδομένο ότι δεν χρησιμοποιείται μόνο για περιπτώσεις εκκένωσης, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ενημερώνοντας τους κατοίκους ότι έρχονται πλημμύρες στην περιοχή; Ηταν σωστή η απόφαση να μην υπάρξει ενημέρωση;

«Ας εξετάσουμε τις διαφορές στις εκτιμήσεις για την εξέλιξη πυρκαγιών και πλημμυρών και την αντίστοιχη δυνατότητα έγκαιρης ενημέρωσης. Γνωρίζουμε ότι προσεγγιστικά μια πυρκαγιά προελαύνει με περίπου 5 χλμ. την ώρα στα δάση της Νότιας Ευρώπης. Η λεωφόρος Μαραθώνος ήταν περίπου 7,5 χλμ. από το σημείο που ξεκίνησε η πυρκαγιά στο Μάτι. Ενας πρόχειρος υπολογισμός θα έδειχνε ότι σε 90 λεπτά η φωτιά θα είχε φτάσει στη λεωφόρο, δηλαδή θα υπήρχε μόνο ένα «παράθυρο» 90 λεπτών για εκκένωση. Στην πράξη, η πυρκαγιά έφτασε στη θάλασσα περίπου 110 λεπτά μετά την εκδήλωσή της. Δεν χρειαζόταν προγενέστερη μελέτη ώστε να αναγνωριστεί η αμεσότητα του κινδύνου.

Σε περίπτωση αιφνίδιας πλημμύρας (flash flood), δεν υπάρχει αντίστοιχη εύκολη εκτίμηση για τον χρόνο εξέλιξης του φαινομένου. Μιλώντας με πληγέντες στην Εύβοια, φαίνεται ότι αυτή η αιφνίδια πλημμύρα εξελίχθηκε μετά τις 2.30 το πρωί και έφτασε στη μέγιστη στάθμη στις 8.30 το πρωί, γέμισε ο ποταμός, πλημμύρισε και μέχρι το απόγευμα είχε σχεδόν πάλι αδειάσει. Η πλημμύρα εξέπληξε και τους ίδιους τους κατοίκους, παρά το ότι  είχαν ξαναζήσει παρόμοια φαινόμενα το 2009. Απορώ, όμως, με τις τοπικές αρχές που φαίνεται ότι είχαν κατασκευάσει δρόμο μέσα στην κοίτη του Λήλαντα που πλημμύρισε, μάλλον επειδή η κοίτη είναι δημόσια. Η διατομή (βάθος x πλάτος της κοίτης) αντί να μεγαλώνει όσο πλησιάζει το ποτάμι στη θάλασσα εδώ μικραίνει, μάλλον από ανθρωπογενείς προσχώσεις. Γιατί λοιπόν διαμαρτυρόμαστε για παράνομες κατοικίες σε κοίτες ποταμών, όταν οι τοπικές αρχές δίνουν κραυγαλέα παραδείγματα αστοχίας σχεδιασμών;

Για να υπάρξει αποτελεσματική χρήση του 112 σε πλημμύρες χρειάζονται ικανοποιητικές ποσοτικές εκτιμήσεις για την προβλεπόμενη βροχόπτωση και για την επακόλουθη στάθμη του νερού του ποταμού σε συγκεκριμένα σημεία. Το 112 υλοποιήθηκε πριν από 7-8 μήνες, και ίσως ακόμη δεν υπάρχει το αναγκαίο σύστημα υποστήριξης των αποφάσεων».

Τι θα μπορούσε να γίνει στην Εύβοια για να μη θρηνεί σήμερα οκτώ νεκρούς;

«Σε μια περιοχή που μόλις πριν από δέκα χρόνια έγινε μεγάλη πλημμύρα, είναι ακατανόητο αν δεν υπήρχε υδρογράφημα που να εκτιμάει τη στάθμη του νερού και τη μεταβολή της στον χρόνο. Αν συγχρόνως υπήρχε και ικανοποιητική πρόβλεψη για τον υετό, τότε η διαχείριση τις πρώτες κρίσιμες ώρες και συνεπώς η έκβαση ίσως να ήταν διαφορετικές. Δεν υπάρχει όμως  δικαιολογία πώς στο δέλτα του ξεροπόταμου Λήλαντα το πλάτος είναι περίπου 30 μέτρα, με βάθος λιγότερο από 5 μέτρα, ενώ ανάντη ο ποταμός έχει πλάτος περίπου 60 μέτρα και βάθος 10 μέτρα. Για αναφορά, τα περισσότερα ποτάμια ξεκινούν ανάντη με μικρή διατομή (βάθος – πλάτος) και αναπτύσσονται σε μεγαλύτερη διατομή όσο πλησιάζουν το δέλτα του ποταμού, αφού συσσωρεύουν ύδατα από παραποτάμιες εκτάσεις και χειμάρρους. Στην Εύβοια, μάλλον λόγω παρεμβάσεων, συνέβη το αντίθετο, το ποτάμι μίκραινε αντί να μεγαλώνει».

Η κλιματική αλλαγή έχει πυροδοτήσει τα ακραία καιρικά φαινόμενα και κατ’ επέκταση τις φυσικές καταστροφές. Ως πρόεδρος της Επιτροπής για την κλιματική αλλαγή έχετε πει ότι η Ελλάδα έχει ένα φιλόδοξο σχέδιο για την αντιμετώπισή της. Σχέδιο για το πώς προστατευόμαστε από τα ακραία φαινόμενα υπάρχει;

«Εχετε δίκιο ότι η Ελλάδα έχει ένα φιλόδοξο σχέδιο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, αλλά μέχρι στιγμής αφορά μόνο τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και την απολιγνιτοποίηση που ελπίζουμε, αν υλοποιηθεί, να περιορίσει τις συνέπειες που ήδη υφιστάμεθα. Επειτα από πολύμηνη εργασία, η Επιτροπή εξέδωσε την έκθεσή της για την προτεινόμενη θέση της χώρας μας στον ευρωπαϊκό κλιματικό νόμο που θα είναι ίσως η πιο σημαντική νομοθεσία που θα περάσει ποτέ από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τουλάχιστον όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της ανθρωπότητας. Η Επιτροπή χρειάζεται τώρα να εστιάσει και στην προσαρμογή της χώρας μας στις συνέπειες, και φυσικά στην αύξηση της έντασης και της συχνότητας ακραίων φαινομένων, αλλά σε επιτελικό επίπεδο. Δηλαδή, με προτάσεις στο κράτος για σχέδια για τις συγκεκριμένες μελέτες που χρειάζονται σε τοπικό επίπεδο ώστε να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα μετριασμού των επιπτώσεων. Ας ξεκινήσουμε τουλάχιστον από τις παραλίες μας που κινδυνεύουν άμεσα από τη διάβρωση. Δυστυχώς, και σε αυτόν τον τομέα, απέχουμε ακόμη πολύ από το να μελετούμε τι είναι χρήσιμο για το σύνολο σε σχέση με το τι είναι προσοδοφόρο για ορισμένους».