Τι μπορεί εν τέλει να κάνει ο Ερντογάν;

Είναι εύκολο να υποκύψει κανείς στον πειρασμό, να συνοδεύσει τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά ρεπορτάζ με δραματική μουσική υπόκρουση και να ξεκινήσει τις αφηγήσεις με το κλισέ «ηχούν τα τύμπανα του πολέμου…», «ανεβαίνει το θερμόμετρο στο Αιγαίο…», «στα πρόθυρα θερμού επεισοδίου…» και άλλα γνωστά.

Παρακολουθώντας ωστόσο την νέα εκδοχή της τουρκικής επιθετικότητας, διαπιστώνει διαφορές σε σχέση με το παρελθόν. Υπό την ηγεσία του Ερντογάν και έπειτα από σχεδόν δύο δεκαετίες ύφεσης στην ελληνοτουρκική ένταση, ο πρόεδρος της Τουρκίας ακολουθεί μία τακτική προαναγγελθεισών προκλήσεων, τις οποίες ωστόσο δεν φτάνει στα άκρα.

Το κάνει αυτό ως αυτόκλητος ηγέτης του ισλαμικού κόσμου και ενώ έχει ανοίξει πολλά μέτωπα. Εισέβαλε στη Συρία, επενέβη στη Λιβύη, ενεπλάκη στην σύγκρουση Αζερμπαϊτζάν – Αρμενίας. Την ίδια στιγμή προσπαθεί να υλοποιήσει τα οράματα της «Γαλάζιας Πατρίδας», στέλνοντας πλοία να αρμενίζουν στην Ανατολική Μεσόγειο.

Σχεδόν σε όλα τα πολεμικά μέτωπα στα οποία ενεπλάκη τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία υπέστη ήττες, έως και ταπεινωτικές. Επιχειρεί να υποδυθεί την ηγέτιδα δύναμη του ισλαμικού κόσμου, την στιγμή που η στρατιωτικά ισχυρότερη ισλαμική χώρα, η Αίγυπτος, βρίσκεται απέναντί της και πάντως σε συνεννόηση με τη Δύση, από την οποία ο Ερντογάν εμφανίζεται διατεθειμένος να απομακρυνθεί.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η κλιμάκωση είναι πρωτοφανής, όπως όμως και η αντίδραση. Η κινητοποίηση του ελληνικού στόλου είναι σε όλες της φάσεις της τουρκικής προκλητικότητας, έγκαιρη, μεγάλη και έως στιγμής αποτελεσματική. Τα ίδια ισχύουν για την παράλληλη διπλωματική δραστηριότητα.

Το ερώτημα είναι μέχρι ποίου σημείου θέλει και μπορεί να φτάσει ο Ερντογάν. Θέλει να καταλάβει ελληνικά νησιά; Θέλει να κάνει αποβάσεις; Επιδιώκει ένα επεισόδιο ανάλογο με εκείνο των Ιμίων; Προσπαθεί εν τέλει πράγματι να επιβάλλει μία αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης; Και -εν τέλει και κυρίως- πώς θα τα κάνει όλα αυτά ή κάποια από αυτά;

Η Τουρκία μπορεί να είναι πράγματι μια ισχυρή περιφερειακή και αναθεωρητική δύναμη, πλην όμως ενεργεί πάντοτε στα όρια της διεθνούς νομιμότητας ή και πέρα από αυτά.

Παρακολουθώντας κανείς τον πλου και την δραστηριότητα του Oruc Reis, κατανοεί ότι ο τσαμπουκάς της Αγκυρας είναι ελεγχόμενος και περισσότερο ψυχολογικός. Γίνεται μάλιστα με όρους πολύ διαφορετικούς από τις ανάλογες περιπτώσεις του παρελθόντος, με το Χόρα ή το Σισμίκ. Δεν επιχειρείται κάποιος στρατιωτικός αιφνιδιασμός, περισσότερο ασκείται μία πολιτική/ψυχολογική πίεση.

Όλα αυτά συμβαίνουν, υποτίθεται, με αντικείμενο την εκμετάλλευση ενεργειακών κοιτασμάτων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Κοιτασμάτων που ακόμη και αν μπορούσαν να εξορυχθούν αύριο, θα ήταν οικονομικά ασύμφορα, ενώ ο χρονικός ορίζοντας ενεργειακής εξάρτησης από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο είναι εξαιρετικά περιορισμένος, δεδομένης της παγκόσμιας στροφής προς την πράσινη ενέργεια και την αλματώδη τεχνολογική πρόοδο στο συγκεκριμένο πεδίο.

Υπό αυτό το πρίσμα και με δεδομένη την πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου, οφείλει κανείς να αναλύσει, να ερμηνεύσει και να προβλέψει τις προσεχείς τουρκικές ενέργειες.

Ίσως είναι παρακινδυνευμένο να επαναπαυθεί κάποιος στην εκδοχή της μπλόφας. Ενχδέχεται όμως και να είναι άστοχος ο εγκλωβισμός στον πανικό και τις πολεμικές ιαχές. Η ψυχραιμία και ο σχεδιασμός είναι εν προκειμένω βασικά προσόντα και τουλάχιστον ως προς το πρώτο, η Τουρκία δεν διακρίνεται.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι, από την στιγμή που η Ελλάδα έχει δηλώσει προθυμία για διάλογο, με στόχο την επίλυση των πολύ συγκεκριμένων διαφορών, όταν έλθει η στιγμή εκείνη, κερδισμένος θα είναι ο πιο ψύχραιμος, εκείνος που θα έχει κάνει τα λιγότερα λάθη και θα διαθέτει το μεγαλύτερο κεφάλαιο αξιπιστίας.

Η Ελλάδα το έχει κατορθώσει σε πολυ κρίσιμες στιγμές στο παρελθόν. Μπορεί και πρέπει να το επιτύχει και πάλι.