Η προχθεσινή αποτρόπαια έκρηξη χιλιάδων τόνων εκρηκτικών υλών στο λιμάνι της Βηρυτού, με τους τουλάχιστον 135 νεκρούς, τους χιλιάδες τραυματίες και τα εκατοντάδες χιλιάδες κατεστραμμένα σπίτια, ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία για τους κατοίκους της πόλης.

Έκτοτε, μαρτυρίες και οπτικοακουστικό υλικό από τις σκηνές αποκάλυψης έρχονται διαρκώς στην επιφάνεια, συγκλονίζοντας ολόκληρο τον πλανήτη.

Η Βίβιαν Γι, μια ρεπόρτερ των New York Times που ζει στην πρωτεύουσα του Λιβάνου, περιγράφει λεπτό προς λεπτό τις συνταρακτικές στιγμές που άλλαξαν για πάντα τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά και τις συγκινητικές χειρονομίες των κατοίκων του Λιβάνου που, όπως λέει, είχαν την «σπαραξικάρδια ψυχραιμία» των ανθρώπων που έχουν εκπαιδευτεί στις συμφορές.

Όπως γράφει η Γι:

«Ετοιμαζόμουν να δω ένα βίντεο που μου είχε στείλει ένας φίλος την Τρίτη το απόγευμα – «φαίνεται πως έχει πάρει φωτιά το λιμάνι» μου έλεγε. Τότε ολόκληρο το κτίριο άρχισε να τρέμει, σαν τρομαγμένο, από την πιο δυνατή έκρηξη που έχω ακούσει στη ζωή μου. Αμήχανα, αφελώς, έτρεξα στο παράθυρο. Μετά επέστρεψα πάλι στο γραφείο μου, για να διαβάσω ειδήσεις.

Τότε ήρθε μια δεύτερη, πολύ μεγαλύτερη έκρηξη. Ο ίδιος ο ήχος έμοιαζε να κομματιάζεται. Θραύσματα γυαλιού πετούσαν παντού. Κινούμουν χωρίς να σκέφτομαι. Έσκυψα κάτω από το γραφείο μου.

Όταν ο κόσμος σταμάτησε να ανοίγει στα δύο, αρχικά δεν μπορούσα να δω από το αίμα που έτρεχε στο πρόσωπό μου. Το έδιωξα ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω την εικόνα της καταστροφής στο διαμέρισμά μου. Η κίτρινη εξώπορτά μου είχε πέσει πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Δεν μπορούσα να βρω το διαβατήριό μου – ούτε καν γερά παπούτσια.

Εκπαιδευμένοι στη συμφορά

Αργότερα, κάποια θα μου έλεγε ότι οι Λιβανέζοι της δικής της γενιάς, που μεγάλωσαν στη διάρκεια του 15ετους εμφυλίου πολέμου, έτρεξαν ενστικτωδώς προς τους διαδρόμους τους με το που άκουσαν την πρώτη έκρηξη, για να γλιτώσουν από τα τζάμια που γνώριζαν ότι θα σπάσουν.

Εγώ δεν ήμουν τόσο καλά εκπαιδευμένη. Όμως οι Λιβανέζοι που θα με βοηθούσαν τις ώρες που ακολούθησαν, είχαν τη σπαραξικάρδια ψυχραιμία που προκύπτει από τις εμπειρίες αμέτρητων προγενέστερων καταστροφών. Σχεδόν όλοι τους ήταν άγνωστοι. Όμως, με αντιμετώπισαν σαν φίλη.

Όταν κατέβηκα τη σκάλα, αποφεύγοντας το τεράστιο σπασμένο παράθυρο, που κειτόταν γεμάτο μύτες στο κλιμακοστάσιό μου, η γειτονιά μου, με την κομψή αρχιτεκτονική της παλιάς Βηρυτού και τα παράθυρα με τις καμάρες, έμοιαζαν με εικόνες από τους πολέμους που είχα δει μόνο από μακριά – ένα στόμα που έλειπαν όλα τα δόντια του.

Κάποιος περνούσε με τη μηχανή του, είδε το αίμα στο πρόσωπό μου και μου είπε να ανέβω. Όταν δεν μπορούσαμε να προσεγγίσουμε περισσότερο το νοσοκομείο, αφού ο δρόμος μας ήταν μπλοκαρισμένος από λόφους σπασμένων γυαλιών και εγκαταλελειμμένων αυτοκινήτων, κατέβηκα και ξεκίνησα να περπατάω.

Όλοι είχαν ανοιχτές πληγές

Όλοι οι άνθρωποι στον δρόμο έμοιαζαν είτε να αιμορραγούν από ανοιχτές πληγές, είτε να είναι τυλιγμένοι με αυτοσχέδιους επιδέσμους. Όλοι, εκτός από μια γυναίκα που έβγαζε βόλτα το μικρό της σκυλάκι, φορώντας ένα κομψό, εξώπλατο μαύρο μπλουζάκι. Μόλις μια ώρα πριν, όλοι μας βγάζαμε βόλτα τους σκύλους μας, ελέγχαμε τα e-mail μας ή ψωνίζαμε στο σούπερ μάρκετ. Μόλις μια ώρα πριν, δεν είχε χυθεί ακόμη αίμα.

Καθώς πλησίαζα στο νοσοκομείο, οι ηλικιωμένοι ασθενείς κάθονταν ζαλισμένοι σε αναπηρικά αμαξίδια στη μέση του δρόμου, με τον ορό ακόμη στο χέρι τους. μια γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο έδαφος μπροστά από τα ασφυκτικά γεμάτα επείγοντα περιστατικά. Όλο της το σώμα είχε βαφτεί κόκκινο, δεν μπορούσε να κουνηθεί πολύ. Ήταν ξεκάθαρο ότι δεν δέχονταν άλλους ασθενείς – σίγουρα όχι όσους είχαν σταθεί σχετικά τυχεροί, όπως εγώ.

Φροντίδα από αγνώστους

Ένας άνδρας, ο Γιουσέφ, με είδε, με έβαλε να καθίσω και ξεκίνησε να καθαρίζει το πρόσωπό μου και να τοποθετεί επιδέσμους. Όταν ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσα να περπατήσω, έφυγε κι εγώ άρχισα να περιπλανιέμαι, και να σκέφτομαι σε ποιο νοσοκομείο θα μπορούσα να πάω.

Συνάντησα έναν φίλο φίλων, είχαμε συναντηθεί λίγες φορές στο παρελθόν. Εκείνος έδεσε τα υπόλοιπα τραύματά μου, απολυμαίνοντας τις πληγές βρέχοντάς τες με το εθνικό ποτό με γλυκάνισο του Λιβάνου, το αράκ.

Ο συγκάτοικός του σκούπιζε την ταράτσα τους, καθώς εγώ γέμιζα τις πετσέτες τους με αίμα. «Δεν μπορώ να σκεφτώ πριν να είναι καθαρά», μου εξήγησε.

Μέχρι τότε, δεν είχα τίποτα παραπάνω από αβάσιμες υποθέσεις σε σχέση με το τι είχε συμβεί. Κάποιος έγραφε ότι στο λιμάνι είχαν εκραγεί πυροτεχνήματα. Πολύ αργότερα, Λιβανέζοι αξιωματούχοι παραδέχτηκαν ότι μια μεγάλη παρτίδα εκρηκτικών υλών είχε κατασχεθεί χρόνια πριν από την κυβέρνηση και ήταν αποθηκευμένη στο σημείο των εκρήξεων.

Οι επιζώντες περπατούσαν, κινούνταν πιο γρήγορα από τη μπλοκαρισμένη κυκλοφορία. Σε όποιον φαινόταν να μην έχει υποστεί σοβαρά τραύματα, οι άνθρωποι φώναζαν: «alhamdulillah al-salama», που σημαίνει «ευχαριστώ το Θεό για την ασφάλειά σου».

Πριν το τέλος της βραδιάς, αφού με είχαν εντοπίσει οι συνάδελφοί μου, αφού ένας διερχόμενος οδηγός, ο Ραλφ, προσφέρθηκε να μας πάει σε ένα από τα ελάχιστα νοσοκομεία που δέχονταν ακόμη ασθενείς και αφού ένας γιατρός μου είχε κάνει 11 ράμματα στο μέτωπο, οι άνθρωποι στο δρόμο θα έλεγαν το ίδιο πράγμα και σε μένα: «Ευχαριστώ το Θεό για την ασφάλειά σου».

«Ευχαριστώ», τους απαντούσα. «Πραγματικά ευχαριστώ». Και δεν αναφερόμουν μόνο στις ευχές τους».

Πηγή: www.nytimes.com