Δεν είναι η πρώτη φορά που διατυπώνονται προβληματισμοί για τον ρόλο εισαγγελέα που αναλαμβάνει η Βουλή διενεργώντας προκαταρκτική εξέταση για πολιτικά πρόσωπα. Οταν όμως το επισημαίνει ο πρόεδρος της προανακριτικής επιτροπής της Βουλής που διερευνά τυχόν αξιόποινες πράξεις του πρώην αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Παπαγγελόπουλου, αποκτά μια ειδική βαρύτητα. Οπως επισημαίνει ο Ιωάννης Μπούγας στη συνέντευξή του στο «Βήμα», με το υφιστάμενο πλαίσιο μια αμιγώς δικαστική διαδικασία μεταφέρεται στο πεδίο των κομματικών συγκρούσεων. Προτείνει, μετά την απόφαση της Βουλής για τη διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων, η προκαταρκτική εξέταση να ανατίθεται όχι σε βουλευτές αλλά σε εισαγγελικό λειτουργό, που θα υποβάλλει προς τη Βουλή την πρότασή του για άσκηση ή μη δίωξης και εκείνη θα αποφασίζει. Ο βουλευτής Φωκίδας της ΝΔ και εκ των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων του κόμματος απαντά στη σφοδρή κριτική του ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή τη γνωμοδότηση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής περί «υπόπτων» και του καταλογίζει «μεγαλόστομη και παντελώς αβάσιμη αντιπολιτευτική ρητορική».

Το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής γνωμοδότησε ότι οι τυχόν συμμέτοχοι δεν μπορούν να κληθούν ως ύποπτοι ή ως μάρτυρες στην προανακριτική επιτροπή που διερευνά τυχόν αξιόποινες πράξεις πολιτικών προσώπων (και όχι μη πολιτικών). Γιατί η πλειοψηφία δεν έλαβε εξαρχής υπ’ όψιν της αυτό το προφανές για κάποιους σκεπτικό;

«Η Επιτροπή έκρινε ότι όφειλε, σύμφωνα με τη θεμελιώδη δικαιική μας αρχή της προηγούμενης ακρόασης, να καλέσει και να ακούσει πρόσωπα που φέρεται ότι εμπλέκονται στις ερευνώμενες αξιόποινες πράξεις, τις οποίες εμφανίζεται να έχει διαπράξει ο πρώην αναπληρωτής υπουργός, πριν από τη σύνταξη του πορίσματός της, στο οποίο οφείλει να περιγράψει τη δράση τυχόν συμμετόχων. Από αυτούς που κλήθηκαν αλλά και την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ διατυπώθηκαν αντιρρήσεις. Χωρίς νομικούς δογματισμούς ζητήθηκε ομόφωνα η γνωμοδότηση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής, την οποία ακολουθήσαμε.

Διερωτάστε, δηλαδή, πώς θα τους κατηγορούσατε χωρίς να τους έχετε ακούσει, όμως ο νόμος περί ευθύνης υπουργών σαφώς διαχωρίζει τους τυχόν συμμετόχους από τα πολιτικά πρόσωπα. Λέτε, άρα, ότι φταίει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών;

«Πρόκειται πράγματι για μια ουσιαστική, κατά την άποψή μου, αντινομία, καθώς με βάση τη γνωμοδότηση του Επιστημονικού Συμβουλίου και το άρθρο 7 του νόμου περί ευθύνης υπουργών, η άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργού, που ακολουθεί τη διενεργούμενη από την Επιτροπή προκαταρκτική έρευνα, καταλαμβάνει υποχρεωτικά και τους συμμετόχους, οι οποίοι εφεξής κατηγορούνται και δικάζονται μαζί με τον υπουργό. Ετσι όμως κατηγορούνται-διώκονται πρόσωπα χωρίς να έχουν ενδεχομένως ακουστεί κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης και να έχουν ασκήσει τα κατά νόμο δικαιώματά τους ως ελεγχόμενοι. Φοβάμαι ότι αυτό δύσκολα συμβιβάζεται με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».

Ο ΣΥΡΙΖΑ πάντως σας κατηγορεί για «θεσμικό εκφυλισμό» και για «αντισυνταγματικές και αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις», υποστηρίζοντας ότι δεχτήκατε ένα «ηχηρό θεσμικό χαστούκι»…

«Καταφεύγουμε στο Επιστημονικό Συμβούλιο όχι για να μας επαινέσει, να μας μαλώσει ή να μας ραπίσει, αλλά για να μας φωτίσει με την επιστημονική του γνώση επί καινοφανών και δυσχερών ζητημάτων, επί των οποίων οι απόψεις που διατυπώνονται είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσουν αντικείμενο κριτικής και θα επαναξιολογηθούν σε ουδέτερο χρόνο. Αυτή η μεγαλόστομη και παντελώς αβάσιμη αντιπολιτευτική ρητορική δείχνει έλλειψη σοβαρότητας και υποκρισία, επειδή προέρχεται από ένα κόμμα που κατηγορείται για ωμή παρέμβαση στη Δικαιοσύνη και απροκάλυπτη παραβίαση των θεσμών για να διώξει χωρίς στοιχεία πολιτικούς του αντιπάλους. Λυπάμαι διότι τέτοιες δηλώσεις υποβαθμίζουν εν τέλει και τη συνεισφορά των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ στη διαδικασία. Σε όσους καλόπιστα παρατηρούν τις εργασίες της Επιτροπής, είναι γνωστό ότι κινηθήκαμε με θεσμική προσήλωση. Αποφύγαμε αποπροσανατολιστικές εντάσεις και εφαρμόσαμε κατά γράμμα τον νόμο. Συνδράμαμε με την έρευνά μας το έργο των δικαστών και εισαγγελέων που ενεργούν παρεμφερείς έρευνες και κρίναμε δυσχερή ζητήματα ακολουθώντας τις γνωμοδοτήσεις του Επιστημονικού Συμβουλίου και θεσμικών οργάνων της Δικαιοσύνης. Θυμίζω το ζήτημα της εξαίρεσης μελών της Επιτροπής, για το οποίο υπήρχε παλαιότερη γνωμοδότηση, και αυτό της διεύρυνσης του κατηγορητηρίου, για το οποίο προκαλέσαμε γνωμοδότηση που «επικύρωσε» την άποψη της πλειοψηφίας. Ουδείς τότε κόμπασε γι’ αυτό. Θυμίζω επίσης ότι ακολουθήσαμε τη γνωμοδότηση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για τη διαδικασία εξέτασης των προστατευόμενων μαρτύρων, αν και από πολλούς θεωρήθηκε μειωτικό για το κύρος της Επιτροπής να εξετάζει τους μάρτυρες κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν που τους εξέτασε ο εισαγγελέας».

Ποια θα είναι η διαδικασία από εδώ και στο εξής; Τυχόν συμμέτοχοι θα κατονομάζονται στο πόρισμα της Επιτροπής αφού συμπαραπέμπονται με το πολιτικό πρόσωπο στην περίπτωση άσκησης δίωξης εναντίον του;

«Θα ακούσουμε με προσοχή και χωρίς προκαταλήψεις τις εξηγήσεις του ελεγχόμενου πρώην υπουργού, στον οποίο ανυπόκριτα αναγνωρίζουμε το τεκμήριο αθωότητας. Στη συνέχεια θα συζητήσουμε και θα κρίνουμε αποκλειστικά με βάση το αποδεικτικό υλικό και τη συνείδησή μας εάν υπάρχουν ή όχι οι κατά νόμο ενδείξεις που μπορούν να οδηγήσουν σε άσκηση ποινικής δίωξης και αναλόγως θα προτείνουμε προς τη Βουλή με το πόρισμά μας, που θα είναι πλήρως και ειδικώς αιτιολογημένο. Σε καταφατική περίπτωση πρέπει να περιγραφεί τυχόν συμμετοχή τρίτων προσώπων, το είδος και ο βαθμός συμμετοχής εκάστου για κάθε αξιόποινη πράξη. Σε κάθε περίπτωση όμως, εφόσον ακολουθήσει δίωξη κατά το άρθρο 10 παρ. 4 Ν. 3126/2003, ο ανακριτής έχει το δικαίωμα και οφείλει να επεκτείνει τη δίωξη και κατά των συμμετόχων, ακόμη κι αν δεν αναφέρονται στην απόφαση της Βουλής για τη δίωξη».

Από την εμπειρία σας θεωρείτε ότι η ανάληψη εκ μέρους της Βουλής ρόλου εισαγγελέα συμβάλλει στην ουσιαστική διερεύνηση μεγάλων υποθέσεων ή θα πρέπει τελικά να πηγαίνει στα έμπειρα χέρια του φυσικού δικαστή;

«Η δίωξη κατά υπουργών ή υφυπουργών για αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ορθώς έχει ανατεθεί από το Σύνταγμα στη Βουλή. Ο προβληματισμός μου εντοπίζεται στο στάδιο της συγκρότησης της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης από βουλευτές. Η συγκρότηση της Επιτροπής προσδίδει πολιτικά χαρακτηριστικά και μεταφέρει στο πεδίο των κομματικών συγκρούσεων μια αμιγώς δικαστική διαδικασία. Κατά την άποψή μου, μετά την πρόταση των 30 βουλευτών για την άσκηση δίωξης και τη σχετική απόφαση της Βουλής, η προκαταρκτική εξέταση θα έπρεπε να ανατίθεται σε εισαγγελικό λειτουργό (π.χ. εισαγγελέα Εφετών), ο οποίος θα διενεργεί την εξέταση και θα υποβάλλει την πρότασή του προς τη Βουλή για άσκηση ή μη δίωξης. Αυτό βέβαια προϋποθέτει αλλαγή του άρθρου 86 του Συντάγματος».

Θα καταφέρει να κινηθεί η Επιτροπή εντός των προθεσμιών ώστε περί τα μέσα Ιουλίου η Ολομέλεια να τοποθετηθεί επί του πορίσματός σας;

«Μέχρι σήμερα έχουμε εξετάσει ενδελεχώς τις πτυχές των υποθέσεων που μας ανατέθηκαν και ικανοποιήσαμε, σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα του νόμου, τα δικαιώματα του ελεγχομένου. Θα ολοκληρώσουμε σύντομα το καθήκον μας, ώστε να παραδώσουμε το πόρισμά μας εντός των χρονικών ορίων που μας έχει ορίσει η Βουλή».