Το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας τίθεται – εκ νέου – σε καθεστώς αναμόρφωσης. Οι πέντε αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ ουσίαν, σηματοδότησαν την έναρξη νέας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αφού έκριναν ως αντισυνταγματικό το μεγαλύτερο μέρος του νόμου Κατρούγκαλου (νόμος 4387/2016).

Δείτε αναλυτικά : Ολες οι αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας

Βασικές διατάξεις του υφιστάμενου ασφαλιστικού οικοδομήματος καταρρέουν μετά τη δικαστική απόφαση συμπαρασύροντας και το καθεστώς και τη φιλοσοφία του συγκεκριμένου νόμου. Αντισυνταγματικές κρίθηκαν οι διατάξεις που αφορούν τις ασφαλιστικές εισφορές των αυτοαπασχολουμένων, τον τρόπο υπολογισμού των επικουρικών συντάξεων (παλαιών και νέων), την περικοπή των επικουρικών συντάξεων άνω των 1.300 ευρώ και το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων κύριας ασφάλισης ιδιαιτέρως όσων ασφαλισμένων έχουν πολλά έτη ασφάλισης.

Αντιθέτως συνταγματικές κρίθηκαν οι διατάξεις που αφορούν την ένταξη των δημοσίων υπαλλήλων στο ενιαίο ταμείο ΕΦΚΑ, καθώς και τον επανυπολογισμό των συντάξεων κύριας ασφάλισης.

Ως εκ τούτου, μετά τις αποφάσεις αυτές ανακύπτουν για την κυβέρνηση τα εξής θέματα:

Πρώτον, τι θα γίνει με τις μειώσεις 260.000 επικουρικών συντάξεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τον νόμο Κατρούγκαλου και πλέον κρίθηκαν αντισυνταγματικές.

Δεύτερον, αντισυνταγματικές είναι και οι κύριες συντάξεις που εκδόθηκαν μετά την ισχύ του νόμου στις 13 Μαΐου 2016, καθώς τα ποσοστά αναπλήρωσης είναι αντισυνταγματικά και συνεπώς οι συγκεκριμένες συντάξεις θα πρέπει να επανυπολογισθούν. Υπολογίζεται ότι αυτό αφορά πάνω από 200.000 συντάξεις.

Τρίτον, αντισυνταγματικές είναι και οι εισφορές των αυτοαπασχολουμένων που επιβαρύνονταν και με τα ποσοστά της εργοδοτικής εισφοράς, συνολικά 20%. Η απόφαση σημειώνει ότι θα πρέπει να εξομοιωθούν με αυτές των μισθωτών που κυμαίνονται στο 6,67%.

Εξαιρετικά σημαντική είναι η επισήμανση των αποφάσεων του ανωτάτου δικαστηρίου ότι «η ισχύς τους αρχίζει από σήμερα» (Παρασκευή 4 Οκτωβρίου), δηλαδή δεν έχουν αναδρομική εφαρμογή. Ειδικότερα αναφέρουν τα εξής:

ΕΦΚΑ. Η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε κατά πλειοψηφία συνταγματική την υπαγωγή στον ενιαίο ασφαλιστικό φορέα ΕΦΚΑ του συνόλου των ασφαλισμένων, εργαζομένων και συνταξιούχων. Με τον τρόπο αυτόν το δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές των δημοσίων υπαλλήλων που είχαν ζητήσει να μείνουν εκτός ΕΦΚΑ λόγω της ειδικής σχέσης που έχουν με το κράτος.

Εισφορές αυτοαπασχολουμένων. Εκρινε αντισυνταγματικό τον τρόπο υπολογισμού των εισφορών για τους αυτοαπασχολουμένους και τους ελεύθερους επαγγελματίες (μπλοκάκια) σε σύγκριση με τους μισθωτούς απασχολουμένους. Δηλαδή έκρινε αντισυνταγματικό το όριο του 20% των εισφορών που προέβλεπε ο νόμος Κατρούγκαλου (παρότι στη συνέχεια μειώθηκε γύρω στο 13%), ενώ για τους μισθωτούς το ανάλογο ποσοστό είναι 6% και το υπόλοιπο καλύπτεται από τον εργοδότη. Η διάταξη αυτή κρίθηκε αντισυνταγματική διότι προσβάλλει τη συνταγματική αρχή της ισότητας.

Επικουρικές συντάξεις. Κατά πλειοψηφία αντισυνταγματική έκρινε τη διάταξη για τον υπολογισμό των επικουρικών συντάξεων, ειδικότερα κρίθηκε αντισυνταγματική η περικοπή επικουρικών συντάξεων πάνω από 1.300 ευρώ

Ποσοστά αναπλήρωσης συντάξεων. Αντισυνταγματικό το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων κυρίως για τις μεγάλες συντάξεις και τους συνταξιούχους που έχουν πολλά έτη ασφάλισης. Αναφέρεται μάλιστα στο ανώτατο πλαφόν αναπλήρωσης που φθάνει μόλις το 46,8% για 42 χρόνια ασφάλισης.

Επανυπολογισμός συντάξεων. Το Δικαστήριο έκρινε συνταγματική με οριακή πλειοψηφία 13 έναντι 12 ψήφων τη διάταξη που ορίζει ως βάση για τον επανυπολογισμό των συντάξεων την 31η Δεκεμβρίου του 2014. Δηλαδή έκρινε ότι για το θέμα αυτό (του υπολογισμού της σύνταξης) θα πρέπει να υπάγονται όλοι – παλιοί και μελλοντικοί συνταξιούχοι – στον συγκεκριμένο νόμο, ανεξάρτητα από το πότε ξεκίνησαν τον εργασιακό τους βίο.

Αναλογιστικές μελέτες. Αντισυνταγματικές οι διατάξεις νόμου Κατρούγκαλου για τις αλλαγές στις επικουρικές συντάξεις, καθώς έγιναν χωρίς να συνοδεύονται από αναλογικές μελέτες. Συνταγματικές οι αλλαγές που αφορούν τις κύριες συντάξεις διότι υπήρχε αναλογιστική μελέτη από την αρμόδια Αναλογιστική Αρχή, καθώς και έγγραφο του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας που πιστοποιούσε την εγκυρότητά της.