Επισήμως σήμερα το οικονομικό επιτελείο πανηγυρίζει για την «έξοδο στις αγορές». Αφορμή η έκδοση πενταετούς ομολόγου με επιτόκιο γύρω στο 3,5% και το οποίο ήδη διαφημίζεται δεόντως ως «επιστροφή στην κανονικότητα».

Βέβαια στην πραγματικότητα απέχει πολύ από το να είναι κάτι τέτοιο. Η συγκεκριμένη έκδοση δεν θα είναι ιδιαίτερα υψηλή, γύρω στα 2 δισεκατομμύρια, και ήδη έχουν γίνει όλες οι εκ των προτέρων συνεννοήσεις για να υπάρξει βέβαιη απορρόφηση \από επενδυτές που θα το αντιμετωπίσουν με την πρέπουσα σοβαρότητα ώστε όχι μόνο να καλυφθεί αλλά και η μετέπειτα απόδοσή του να συνάδει με το κυβερνητικό αφήγημα, έτσι ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει ως προπομπός των τουλάχιστον δύο επόμενων εκδόσεων μέσα στο 2019 που η κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο για να σηματοδοτήσει την «επιστροφή στις αγορές».

Γιατί υπάρχει και η εμπειρία της προηγούμενης απόπειρα εξόδου στις αγορές, τον Φεβρουάριο του 2018, με 7ετές ομόλογο, που δεν είχε ιδιαίτερα καλή πορεία στη συνέχεια με την απόδοσή του να εκτινάσσεται.

Το παιχνίδι με τα ταμειακά διαθέσιμα των φορέων του δημοσίου

Όμως, η πραγματικά σημαντική οικονομική είδηση είναι αυτή που αφορά την απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Γιώργου Χουλιαράκη που αποσκοπεί στο να συγκεντρώσει όλα τα ]ταμειακά διαθέσιμα των φορέων της γενικής κυβέρνησης στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Πλέον όλες οι επιχορηγήσεις του Τακτικού Προϋπολογισμού θα καταβάλλονται υποχρεωτικά σε πίστωση του λογαριασμού ταμειακής διαχείρισης που τηρούν οι Φορείς στην Τράπεζα της Ελλάδος. Αιτήματα για τη καταβολή επιχορηγήσεων σε άλλες τράπεζες ή άλλους λογαριασμούς των Φορέων δεν θα γίνονται δεκτά. Πλέον, το μέγιστο όριο ρευστότητας που οι Φορείς επιτρέπεται να διατηρούν σε λογαριασμούς σε πιστωτικά ιδρύματα εκτός Τράπεζας της Ελλάδας, θα υπολογίζεται σε καθημερινή βάση και θα ισούται με τις εκτιμώμενες καθαρές ταμειακές ανάγκες του Φορέα (εισπράξεις μείον πληρωμές) για το επόμενο δεκαπενθήμερο.

Εάν διαπιστώνεται συστηματική υπέρβαση του μέγιστου ορίου ρευστότητας, δηλαδή δεν στέλνει αρκετά ο εκάστοτε δημόσιος φορέας προς την Τράπεζα της Ελλάδος, τότε ενεργοποιούνται αυστηρές κυρώσεις που περιλαμβάνουν την καθαίρεση των μελών του Δ.Σ. του φορέα, των εκτελεστικών του οργάνων και του Προϊσταμένου Οικονομικών Υπηρεσιών και τη μείωση του ύψους της ετήσιας επιχορήγησης του φορέα από τον Τακτικό Προϋπολογισμό

Η απόφαση αυτή, που ορίζει ένα ασφυκτικό πλαίσιο ως προς τη διαχείριση της ρευστότητας των φορέων του δημοσίου, έρχεται να συμπληρώσει μια σειρά από ανάλογες αποφάσεις που έχουν παρθεί τα προηγούμενα χρόνια και οι οποίες είχαν οδηγήσει από το 2015 έως το 2018 περίπου 36 δισεκατομμύρια ευρώ ταμειακών διαθεσίμων να καταλήξουν στην Τράπεζα της Ελλάδος. Εκτιμάται ότι με την απόφαση θα συγκεντρωθούν άλλα 7 δισεκατομμύρια.

Οι λόγοι που το υπουργείο θέλει να συγκεντρώνει τα ταμειακά διαθέσιμα των φορέων του δημοσίου, ακόμη και εάν αυτό μπορεί να τους δημιουργεί έως και πρακτικά προβλήματα στη διαχείριση των οικονομικών τους και παρότι στερεί το πιστωτικό σύστημα από έναν κρίσιμο όγκο καταθέσεων, είναι δύο.

Από τη μια θέλει να δείξει και προς τους θεσμούς και προς τις αγορές ότι υπάρχει ένα ταμειακό απόθεμα περίπου 40 δισεκατομμυρίων που σημαίνει ότι το ελληνικό δημόσιο αντιμετωπίζει την έξοδο στις αγορές με «ψυχραιμία» και ικανότητα διαχείρισης της κατάστασης.

Από την άλλη, όπως και στο παρελθόν τα ταμειακά αυτά διαθέσιμα χρησιμοποιούνται για τον βραχυπρόθεσμο εσωτερικό δανεισμό του ελληνικού δημοσίου.

Τα όρια της επιστροφής στην κανονικότητα

Παρά τις διακηρύξεις περί «κανονικότητας», η ελληνική οικονομία απέχει πολύ από το να βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση.

Στην πραγματικότητα, η ελληνική οικονομία βρίσκεται ακόμη σε ένα ιδιότυπο «καθεστώς έκτακτης ανάγκης», που χαρακτηρίζεται ότι δυσβάσταχτες υποχρεώσεις «δημοσιονομικής πειθαρχίας», εξοντωτικά πρωτογενή πλεονάσματα και υψηλό βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη δυνατότητα να μπορεί να καλύψει τις ταμειακές ανάγκες μέσω των αγορών με επιτόκια που δεν θα είναι καταστροφικά υψηλά.

Όλα αυτά συνδυάζονται με την αντιφατική κατάσταση στην ελληνική οικονομία. Οι ρυθμοί ανάπτυξης που έχουν επιτευχθεί μετά το 2017 εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη διεθνή οικονομική συγκυρία και ιδίως τις τάσεις στην ευρωζώνη. Υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης εκεί θα έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην ελληνική οικονομία, το ίδιο και οποιαδήποτε συνολικότερη αναστάτωση, π.χ. από την ένταση του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.

Την ίδια ώρα τα ανοιχτά ερωτήματα για το ελληνικό πιστωτικό σύστημα, με την καθυστέρηση στην εξεύρεση λύσης για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, σημαίνουν ότι εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στην εξεύρεση ρευστότητας για τις ελληνικές επιχειρήσεις, στοιχείο που με τη σειρά του δεν επιτρέπει να κάνουν κρίσιμα ανοίγματα και πιο τολμηρές επενδύσεις, την ώρα που οι επενδυτές από το εξωτερικό εκ των πραγμάτων τηρούν στάση αναμονής μέχρις ότου ολοκληρωθεί ο «εκλογικός κύκλος».

Και μπορεί τα μέτρα «φιλολαϊκού προφίλ» που σχεδιάζει η κυβέρνηση, κυρίως η αύξηση του κατώτατου μισθού, να θεωρούνται ότι θα ενισχύσουν την εσωτερική ζήτηση δίνοντας έτσι μια ορισμένη αναπτυξιακή ώθηση, την ίδια στιγμή η δομή της αγοράς εργασίας με την επέκταση της μερικής και ελαστικής απασχόλησης και την αυξανόμενη επισφάλεια σημαίνουν ότι ο πραγματικός αντίκτυπος αυτών των μέτρων μπορεί να είναι πολύ πιο μικρός από ό,τι υπολογίζει η κυβέρνηση.

Όλα αυτά αναδεικνύουν ένα συνολικότερο πρόβλημα. Μέχρι τώρα η πραγματική «οικονομική διακυβέρνηση» κινήθηκε σε δύο βασικές κατευθύνσεις: στην με κάθε τρόπο «συνεπή» εφαρμογή των μνημονιακών δημοσιονομικών δεσμεύσεων (ακόμη και με πρακτικές που σημαίνουν ότι το ελληνικό δημόσιο «τρώει από τις σάρκες του») και σε μια διαρκή επικοινωνιακή προβολή «θετικών» εξελίξεων που δεν αντανακλούσαν πάντα βαθύτερες δυναμικές.

Όμως, κανένας από αυτούς τους δρόμους δεν συνιστά αναπτυξιακή στρατηγική. Και είναι ερώτημα εάν αυτή θα μπορέσει να βρεθεί εν μέσω της προεκλογικής εκστρατείας.