Στους κινδύνους που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία από την κλιματική αλλαγή αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας σε ομιλία του σε συνέδριο του Economist τη Δευτέρα στην Αθήνα.

Όπως είπε ο κεντρικός τραπεζίτης, «οι μελέτες, στο σύνολό τους, αναδεικνύουν τον πλούτο των φυσικών πόρων της Ελλάδας, αλλά κυρίως καταδεικνύουν τους κινδύνους που απειλούν το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον της χώρας, διαπιστώνοντας ότι η κλιματική αλλαγή έχει δυσμενείς έως εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας».

Σύμφωνα με τον ίδιο, «εάν κοστολογήσουμε το σενάριο της μη-δράσης για την κλιματική αλλαγή, το ελληνικό ΑΕΠ μπορεί, ceteris paribus, να μειώνεται, σε ετήσια βάση, κατά 2% μέχρι το 2050 και ακόμη περισσότερο μέχρι το 2100, ενώ το συνολικό κόστος για την ελληνική οικονομία, σωρευτικά μέχρι το 2100, είναι δυνατόν να φθάσει τα 701 δισ. ευρώ».

Ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε πως «σύμφωνα με την ανάλυση τρωτότητας, η οποία ποσοτικοποιεί και κατατάσσει τους αναμενόμενους κλιματικούς κινδύνους για την ελληνική επικράτεια, η γεωργία είναι ο τομέας που αναμένεται να πληγεί περισσότερο από την κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα, ενώ οι επιπτώσεις στον τουρισμό και τα παράκτια συστήματα θα επηρεάσουν σημαντικά το εισόδημα των νοικοκυριών και την οικονομία συνολικά. Ιδιαίτερη σημασία έχει επίσης ο τομέας των υδάτινων αποθεμάτων, από τα οποία εξαρτάται τόσο η γεωργία όσο και η ύδρευση».

Αναφερόμενος στην περιβαλλοντική πρόκληση, στο δρόμο για τη βιώσιμη ανάπτυξη, τόνισε ότι στη σημερινή συγκυρία, είναι σημαντικότερη από ποτέ.

«Σύμφωνα με την έκθεση του World Economic Forum για το 2018, οι τρεις, μεταξύ των πέντε σοβαρότερων κινδύνων παγκοσμίως, είναι περιβαλλοντικοί και όλοι τους σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επιλέξει να επενδύσει σημαντικά στο Στόχο 13 της βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, δηλαδή στη δράση για το κλίμα, έναν στόχο οριζόντιο, τα οφέλη του οποίου συμβάλλουν στην επίτευξη όλων των άλλων. Έτσι, τα τελευταία δέκα χρόνια η Τράπεζα της Ελλάδος συμμετέχει ενεργά στην έρευνα, τον εμπεριστατωμένο διάλογο και την παροχή επιστημονικής τεκμηρίωσης μέσω των δράσεων της διεπιστημονικής Επιτροπής για τη Μελέτη των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ)» πρόσθεσε ο διοικητής της ΤτΕ.

Σύμφωνα με τον ίδιο, «το περιβάλλον, τα οικοσυστημικά αγαθά και οι υπηρεσίες αποτελούν τη βάση της παγκόσμιας οικονομίας. Η αναγνώριση της αξίας τους, η εκτίμησή τους και η σύνδεσή τους με οικονομικούς δείκτες προωθούν τη βιώσιμη αξιοποίηση των φυσικών πόρων και της διαχείρισης των φυσικών συστημάτων, μέσα στο πλαίσιο της αειφορίας».

Συμπλήρωσε δε πως «στην ΕΜΕΚΑ, οικονομολόγοι του περιβάλλοντος και της ενέργειας σε συνεργασία με κλιματολόγους, φυσικούς, βιολόγους, μηχανικούς και κοινωνικούς επιστήμονες, εκπονούν μελέτες που αξιολογούν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ελληνική οικονομία, αναλύουν τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, και προτείνουν τρόπους προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας προς βιώσιμα μοντέλα ανάπτυξης».

Το μέχρι σήμερα έργο της ΕΜΕΚΑ, σημείωσε ο κεντρικός τραπεζίτης, «έχει υπογραμμίσει τη σημασία ύπαρξης μιας συγκεκριμένης πολιτικής προσαρμογής, αναγκαίας ως μέτρου περιορισμού των ζημιών από την κλιματική αλλαγή. Για το λόγο αυτό, στο πλαίσιο Μνημονίου Συνεργασίας που υπογράφηκε με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και την Ακαδημία Αθηνών, σχεδιάσαμε την Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή, και τώρα σχεδιάζουμε την εξειδίκευση της εφαρμογής της».

Όπως είπε, η στρατηγική αυτή καθορίζει τους γενικούς στόχους, τις κατευθυντήριες αρχές και τα εργαλεία εφαρμογής μιας αποτελεσματικής και αναπτυξιακής στρατηγικής προσαρμογής, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και τη διεθνή εμπειρία.

Επιπλέον, αποτελεί το πρώτο βήμα σε μια διαρκή και ευέλικτη διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης των αναγκαίων μέτρων προσαρμογής σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και φιλοδοξεί να αποτελέσει μοχλό κινητοποίησης των δυνατοτήτων της ελληνικής πολιτείας, της οικονομίας και ευρύτερα της κοινωνίας προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής τα επόμενα χρόνια.

«Πρόσφατα, τον Ιούνιο της φετινής χρονιάς, στην Τράπεζα της Ελλάδος ολοκληρώσαμε την έκδοση του βιβλίου “The economics of climate change”, που αποτελεί μια πλήρη ανασκόπηση των τελευταίων εξελίξεων των οικονομικών της κλιματικής αλλαγής, παρουσιάζει τον αναδυόμενο τομέα των μακροοικονομικών του περιβάλλοντος και εστιάζει στο σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής για τον έλεγχο της κλιματικής εξωτερικότητας» κατέληξε ο κ. Στουρνάρας.

Και εξήγησε πως «στόχος της έκδοσης αυτής της Τράπεζας της Ελλάδος είναι, μεταξύ άλλων, να θέσει τα θεμέλια για τη μελέτη του ρόλου της νομισματικής πολιτικής κάτω από συνθήκες υπερθέρμανσης του πλανήτη και να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ νομισματικής πολιτικής και κλιματικής αλλαγής, ένα θέμα το οποίο παραμένει υψηλά στις ερευνητικές προτεραιότητές μας. Αναγνωρίζει βέβαια ότι η νομισματική πολιτική δεν είναι το πρωτεύον μέσο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε σύγκριση με τη δημοσιονομική, την περιβαλλοντική και την διαρθρωτική πολιτική».