Τα ζώα του γένους Δασύουρος γνωστά και ως ιθαγενείς γάτες είναι σαρκοφάγα μαρσιποφόρα ενδημικά στην Αυστραλία και την Παπούα Νέα Γουινέα. Στην δεκαετία του 1930 στην Αυστραλία εισήλθε ένα είδος δηλητηριώδους βατράχου το οποίο πολλαπλασιάστηκε γρήγορα στην νησιωτική ήπειρο.
Φαίνεται ότι οι βάτραχοι αυτοί αποτέλεσαν ένα εύκολο θήραμα για τους δασύουρους αλλά αυτό είχε ένα βαρύ κόστος για αυτούς αφού η τοξικότητα των βατράχων αποτέλεσε την βασική αιτία της μείωσης των πληθυσμών τους σε βαθμό τέτοιο που τα ζώα αυτά να κινδυνεύουν πλέον με εξαφάνιση.
Ομάδα ερευνητών από πανεπιστήμια της Αυστραλίας προσπάθησε να βρει λύση στο πρόβλημα. Κλειδί στην προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος ήταν ο εντοπισμός μιας ομάδας δασύουρων τα μέλη της οποίας μάλλον είχαν αντιληφθεί τι συμβαίνει και είχαν αναπτύξει απέχθεια απέναντι στο συγκεκριμένο τοξικό βάτραχο.
Οι ερευνητές πήραν μέλη αυτής της ομάδας και τα τοποθέτησαν σε ένα νησί που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της ηπείρου το οποίο είναι γεμάτο με τους συγκεκριμένους βατράχους. Μαζί με τους… έξυπνους δασύουρους οι ερευνητές τοποθέτησαν στο νησί και δασύουρους που συνέχιζαν να τρώνε τους τοξικούς βατράχους. Οι ερευνητές επέστρεψαν στο νησί μετά από διάστημα ενός έτους και διαπίστωσαν ότι εκεί υπήρχε μια ομάδα δασύουρων τα μέλη της οποίας είχαν γεννηθεί εκεί και κατάφεραν να επιβιώσουν χωρίς προβλήματα.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι δασύουροι αυτοί αποτελούσαν προϊόν ζευγαρώματος των δύο ομάδων και ότι σε αυτούς πέρασε το γονίδιο της απέχθειας στους τοξικούς βατράχους γεγονός που δίνει ελπίδες στην μάχη της επιβίωσης αυτών των ζώων. Επιπλέον το πείραμα αυτό δείχνει ότι διατροφικές συνήθειες έχουν και κληρονομικά χαρακτηριστικά γεγονός που μπορεί να βοηθήσει σε παρόμοιες περιπτώσεις διάσωσης ειδών που κινδυνεύουν με εξαφάνιση αλλά πιθανώς να ανοίγει και νέα ερευνητικά πεδία στον τομέα της βιολογίας.