Την επόμενη μέρα της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι δημοσιεύθηκε στα media ένας χάρτης «πυρικής επικινδυνότητας», προφανώς για να πειστεί η κοινή γνώμη για την ετοιμότητα της κρατικής/κυβερνητικής μηχανής και στο επιστημονικό επίπεδο. Η αντίρρησή μας είναι βέβαια ότι ο χάρτης αυτός θα έπρεπε να είχε δημοσιευθεί τις ημέρες πριν από τις πυρκαγιές και όχι μετά, ακριβώς για να ενημερώσει από πριν τους πολίτες, τις τοπικές αρχές, τους εθελοντές, τους δημοσιογράφους κ.λπ. ως προς το ρίσκο που διατρέχουν οι συγκεκριμένες περιοχές –δεδομένων των συνθηκών και δεδομένης της μεγάλης πυκνότητας δόμησης μέσα σε πευκοδάση (κάτι που θα έπρεπε διά νόμου να έχει απαγορευθεί εδώ και δεκαετίες).
Οι χάρτες επικινδυνότητας παράγονται από τη σύμπτυξη και τη χωρική αποτύπωση πληροφοριών των προηγούμενων χρόνων (ιστορικά δεδομένα), πληροφοριών σε σχέση με τη συχνότητα εμφάνισης, την ένταση, την ανθεκτικότητα, τις καμένες εκτάσεις, το μέγεθος των ζημιών κ.λπ., σε συνδυασμό με τις μετεωρολογικές προβλέψεις μικρής και μεγάλης διάρκειας.
Η δημιουργία και η δημοσιοποίηση των χαρτών είναι ίσως το κυριότερο μέτρο πρόληψης, αφού επιτρέπει στους πολίτες να «πάρουν τα μέτρα» τους, να βρίσκονται σε ετοιμότητα, να έχουν προβλέψει για τα άτομα με κινητικές ή άλλες δυσκολίες, να έχουν ελέγξει για τους πιθανούς μηχανισμούς αυτοπυρόσβεσης, να έχουν ένα «οικογενειακό» σχέδιο και εν πάση περιπτώσει να παίρνουν αποφάσεις τους εν γνώσει των συνεπειών. Βέβαια, ο χάρτης δεν είναι ένας ασφαλής οδηγός επιβίωσης ή αποφυγής, αφού μας πληροφορεί με βάση μια πιθανότητα και όχι για τον συγκεκριμένο τόπο και την ώρα που θα προκύψει το συμβάν. Εχει όμως μεγαλύτερη χρηστικότητα από τον αντίστοιχο χάρτη σεισμικότητας για παράδειγμα, αφού είναι σχεδόν βέβαιο ότι μια πευκόφυτη έκταση –και μάλιστα με τα εκτός σχεδίου δομημένη –αργά ή γρήγορα θα καεί, όχι γιατί καραδοκούν οι γνωστοί εμπρηστές, αλλά γιατί αυτή είναι η φύση και ο οικολογικός προορισμός του πευκοδάσους: να καίγεται!
Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις οι πυρκαγιές μπορούν να συντελέσουν στην ανανέωση της βλάστησης και στην αύξηση της βιολογικής ποικιλότητας (που μακροπρόθεσμα θα προκύψει από το ανανεωμένο δάσος). Η φωτιά είναι ως έναν βαθμό αναπόφευκτο φαινόμενο, μια και η ίδια η φύση την έχει εντάξει μέσα στους μηχανισμούς της. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι τα κωνοφόρα συσσωρεύουν τη νεκρή βιομάζα (πευκοβελόνες) στον υπόροφό τους, δημιουργώντας έτσι την πρώτη ύλη για το ξεκίνημα της πυρκαγιάς, δεν είναι μια αστοχία της φύσης. Επίσης δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι οι υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια μιας πυρκαγιάς (ιδιαίτερα όταν αυτή γίνει νωρίς το καλοκαίρι) ευνοούν το άνοιγμα των κώνων (κουκουναριών) και έτσι προκαλούν αύξηση της ποσότητας των διαθέσιμων σπόρων για την αναπαραγωγή. Χωρίς να φτάνουμε σε ακραίες θεωρίες, μπορούμε κάλλιστα να ισχυριστούμε ότι κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις η φωτιά μπορεί να παίξει εξυγιαντικό ρόλο σε ένα ώριμο δάσος, ενώ από την άλλη μεριά πολλά είδη (κωνοφόρα, αείφυλλα – πλατύφυλλα και φρύγανα) έχουν αναπτύξει αξιοθαύμαστους μηχανισμούς προσαρμογής.
Οσο κι αν μας καταθλίβει η εικόνα ενός καμένου δάσους, δεν είναι το χειρότερο –από οικολογικής απόψεως –συμβάν. Η σχέση όμως αυτή ανατρέπεται όταν το ακραίο αλλά προβλέψιμο συμβάν παρασύρει στην κόλαση της φωτιάς ανυποψίαστους ανθρώπους. Αυτό δεν είναι ευθύνη της φύσης αλλά της κοινωνίας. Να το θέσω διαφορετικά: οι φωτιές των δασών είναι νομοτελειακές. Δεν είναι όμως απαραίτητο να είναι και μοιραίες.
* Ο κ. Ηλίας Ευθυμιόπουλος είναι δρ περιβαλλοντολόγος, τ. υφυπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ