Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ίαν Μπρένερ, προέδρου του Eurasia Group, μιας εταιρείας πολιτικών συμβούλων, και τακτικού σχολιαστή του CBS, o πρόεδρος Τραμπ ήταν ιδιαίτερα απογοητευμένος στην πρόσφατη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, εξαιτίας της χαμηλής ανταπόκρισης των συμμάχων στο αμερικανικό αίτημα για αυξημένη συνεισφορά στις αμυντικές δαπάνες.

Όμως, έκανε μια εξαίρεση: «Εκτός από τον Ερντογάν εδώ πέρα. Αυτός κάνει τα πράγματα με το σωστό τρόπο». Μάλιστα, προς επίρρωση του επαίνου τον χτύπησε ελαφρά με τη γροθιά του.

Δεν ήταν η πρώτη χειρονομία καλής θέλησης του Τραμπ προς τον Ερντογάν. Είχε προηγηθεί η παρέμβαση του Λευκού Οίκου κατά των περιορισμών που προβλέπονται στο κείμενο του νόμου για τον προϋπολογισμό του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και των Εξωτερικών Επιχειρήσεων της αμερικανικής κυβέρνησης.

Με επιστολή του επικεφαλής του Προϋπολογισμού του Λευκού Οίκου Μικ Μαλβέινι, που στάλθηκε προς την Επιτροπή Διάθεσης Κονδυλίων της Γερουσίας, ο Λευκός Οίκος επιμένει ότι: «Η κυβέρνηση αντιτίθεται στο παράρτημα 7046 (δ) (3) του νομοσχεδίου το οποίο περιορίζει τη χρήση πόρων για τη μεταφορά αεροσκαφών F-35 στην Τουρκία. Η Τουρκία είναι σημαντική σύμμαχος στο ΝΑΤΟ και συμπεριλαμβάνεται στους διεθνείς συμμετέχοντες στο πρόγραμμα F-35 από το 2002. Η κυβέρνηση συμμερίζεται τις ανησυχίες του Κογκρέσου σχετικά με τις πρόσφατες τουρκικές ενέργειες, αλλά αντιτίθεται στο λεκτικό που περιορίζει προληπτικά την δυνατότητά της να εργαστεί μαζί με την Τουρκία για να αντιμετωπίσει αυτές τις ανησυχίες».

Η υπόθεση των F35 είχε αποτελέσει πεδίο αντιπαραθέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία. Τόσο η τουρκική διάθεση να προμηθευτούν συστοιχίες S-400 από τη Ρωσία όσο και η υπόθεση της κράτησης του αμερικανού πάστορα Μπράνσον από τις τουρκικές αρχές είχαν προβληθεί ως λόγοι ώστε να μην ολοκληρωθεί η παράδοση των μαχητικών αεροσκαφών πέμπτης γενιάς στην Τουρκία.

Μέλη του Κογκρέσου, όπως ο ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής της Νότιας Καρολίνας Λίντσεϊ Γκράχαμ θεωρούν ότι χρειάζεται πιο αυστηρή στάση έναντι της Τουρκίας και καταδικάζουν τις τουρκικές επιθετικές κινήσεις στο συριακό έδαφος. Αντίθετα, ο Λευκός Οίκος δείχνει να προσπαθεί να οικοδομήσει ξανά όρους προσέγγισης ανάμεσα στις δύο χώρες.

Η Μανμπίζ ως κλειδί

Δεν είναι λίγοι αυτοί που επισημαίνουν ότι ένας δείκτης της εξέλιξης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων είναι τα όσα συμβαίνουν στην Μανμπίζ.

Η συγκεκριμένη αυτή Συριακή πόλη, στα βορειοανατολικά της περιφέρειας του Χαλεπιού, είχε πέσει αρχικά στα χέρια του Ισλαμικού Κράτους. Το 2016 η πόλη ανακαταλήφθηκε από κουρδικές δυνάμεις, με την υποστήριξη των ΗΠΑ. Η επιμονή των ΗΠΑ να στηριχτούν στις κουρδικές δυνάμεις είχε προκαλέσει την έντονη αντίθεση της Τουρκίας, που θεωρούσε ότι αυτό ενίσχυε ακόμη περισσότερο τις κουρδικές θέσεις στην κρίσιμη περιοχή δυτικά του Ευφράτη.

Μετά την επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη» το 2017 και πιο πρόσφατα την επίθεση στην Αφρίν – που εν μέρει έγινε επειδή σε πρώτη φάση οι κουρδικές δυνάμεις που την έλεγχαν δεν δέχτηκαν τη ρωσική παρέμβαση –, η Τουρκία προσπαθεί να παγιώσει την παρουσία της στην περιοχή και να περιορίσει τη δράση των κουρδικών δυνάμεων.

Αυτό διαμορφώνει μια δύσκολη ισορροπία, μια που οι κουρδικές δυνάμεις και οι περιοχές που ελέγχουν είναι ο βασικός τρόπος με τον οποίο οι αμερικανικές δυνάμεις παραμένουν στο συριακό έδαφος. Οι ΗΠΑ όχι μόνο στηρίζονται στη δράση των κουρδικών αντάρτικων ομάδων, τις οποίες και εξοπλίζουν, αλλά και χρησιμοποιούν αυτή τη δράση ώστε να έχουν και διαρκή στρατιωτική παρουσία στην περιοχή, μια που διαφορετικά θα άφηναν πλήρως ελεύθερο το πεδίο στις Ρωσικές και Ιρανικές δυνάμεις.

Το αίτημα της Τουρκίας είναι η Μανμπίζ σταδιακά να φύγει από τον έλεγχο των Κούρδων και να αποκτήσουν οι φιλοτουρκικές δυνάμεις τον έλεγχο. Μάλιστα Τσαβούσογλου και Πομπέο συμφώνησαν πριν από μερικές μέρες σε έναν «οδικό χάρτη» για τη σταδιακή απομάκρυνση των κουρδικών δυνάμεων από την πόλη. Σε αυτό το πλαίσιο ξεκίνησαν και κοινές περιπολίες τουρκικών και αμερικανικών δυνάμεων.

Ωστόσο, ενδεικτική της περιπλοκότητας των αμερικανοτουρκικών σχέσεων είναι η σχετική απόκλιση ανάμεσα στη στάση των δύο ανώτατων διοικήσεων που έχουν την ευθύνη για τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις στην περιοχή. Ενώ ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Διοίκησης (European Command) στρατηγός Σκαπαρότι έχει επιμείνει στην ανάγκη σχετικής αποκατάστασης των σχέσεων με την Τουρκία ώστε να μην μετατοπιστεί αυτή προς τη Ρωσία, η Κεντρική Διοίκηση (Central Command) που έχει ως ζώνη ευθύνης τη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία επιμένει κατεξοχήν στην αναβάθμιση των σχέσεων με τους Κούρδους.

Η συριακή περιπέτεια του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν

Η Συρία είναι ούτως η μεγαλύτερη δοκιμασία όχι μόνο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων αλλά και του ίδιου του Τούρκου προέδρου.

Για αρκετό καιρό ο Ερντογάν και το ιδιότυπο μίγμα ισλαμισμού, κοινοβουλευτισμού και οικονομικού φιλελευθερισμού που πρότεινε είχε τη στήριξη της Δύσης και τον ΗΠΑ και προβαλλόταν ως η δυνατότητα ενός σύγχρονου φιλοδυτικού και δημοκρατικού πολιτικού Ισλάμ. Άλλωστε, η συμπόρευση του Ερντογάν με το κίνημα Γκιουλέν, γνωστό για τους εμφανείς και αφανείς δεσμούς του με τις ΗΠΑ, αυτό αποτύπωνε.

Με την εκκίνηση του συριακού εμφυλίου, η Τουρκία θεώρησε ότι είχε την μεγάλη ευκαιρία. Οραματίστηκε μια «αλλαγή καθεστώτος» στην Συρία που θα οδηγούσε σε μια εγκατάσταση μιας εκδοχής πολιτικού Ισλάμ με μια ατζέντα ανάλογη με αυτή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.

Όμως, τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν ακριβώς έτσι. Το καθεστώς Άσαντ αποδείχτηκε πιο ανθεκτικό, η Σαουδική Αραβία και τα συντηρητικά καθεστώτα του Κόλπου απέκτησαν μεγαλύτερη επιρροή στο χάος των ένοπλων ισλαμιστικών οργανώσεων και αναδείχτηκε το φαινόμενο του Ισλαμικού Κράτους.

Η τελευταία εξέλιξη άλλαξε τον προσανατολισμό των δυτικών δυνάμεων πρωτίστως προς την κατεύθυνση της ανάσχεσης του Ισλαμικού Κράτους, ενώ στη ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν οι Ρώσοι (που δεν ήθελαν να δουν να πέφτει το τελευταίο φιλικό καθεστώς στην περιοχή) αλλά και οι Ιρανοί.

Όλα αυτά άλλαξαν τα πράγματα και για την Τουρκία. Μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων στο εσωτερικό της Τουρκίας είχε δείξει ότι εσωτερίκευε επικίνδυνα τη συριακή κρίση. Η επιλογή των ΗΠΑ να στηριχτούν πρωτίστως στις κουρδικές δυνάμεις, που αποδείχτηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους, άνοιγε το δρόμο για τον μεγαλύτερο εφιάλτη της Τουρκίας που είναι η διαμόρφωση στα σύνορα της δυνάμει κουρδικής κρατικής οντότητας. Η αναβάθμιση της ρωσικής παρουσίας σήμαινε ότι δεν ήταν εύκολη η «αλλαγή καθεστώτος».

Παρότι η Τουρκία θα δοκιμάσει μια επιθετική αντιμετώπιση, με αποκορύφωμα την κατάρριψη ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους το Νοέμβριο του 2015, σύντομα θα διαπιστώσει ότι χρειάζεται μάλλον τη στήριξη παρά τη σύγκρουση με τη Ρωσία.

Από το damage control στο πραξικόπημα και την επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία

Από ένα σημείο και μετά η τουρκική παρέμβαση στη Συρία πήρε περισσότερο τον χαρακτήρα ενός damage control παρά μιας επιθετικής τακτικής, καθώς περισσότερο επεδίωκε να αποτρέψει το χειρότερο, βλέποντας τη σχέση με τις ΗΠΑ να γίνεται όλο και πιο αντιφατική.

Το πραξικόπημα του 2016 ήταν έτσι μια καμπή. Παρότι ποτέ δεν μάθαμε ακριβώς τι έγινε, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι τμήματα των ένοπλων δυνάμεων και του κρατικού μηχανισμού που είχαν σχέση με τα δίκτυα του Γκιουλέν (με τον οποίο ο Ερντογάν είχε έρθει σε οριστική ρήξη από το 2013) μαζί με μερίδα των κεμαλικών επέλεξαν σε εκείνη τη φάση να ανατρέψουν τον Ερντογάν. Είναι πιθανό να είχαν αν όχι στήριξη τουλάχιστον ανοχή από τη μεριά δυτικών κυβερνήσεων και κυρίως των ΗΠΑ. Το πραξικόπημα όμως απέτυχε και γιατί δεν μπόρεσε να κινηθεί όσο αποφασιστικά χρειαζόταν και γιατί υπήρξε μια ευρύτερη λαϊκή κινητοποίηση εναντίον του.

Ο Ερντογάν θα χρησιμοποιήσει το πραξικόπημα για να επιβάλει μια πιο πολύ αυταρχική συνθήκη στην Τουρκία. Ταυτόχρονα, όμως θα σημάνει και μια στροφή στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας με περισσότερες τριβές με τη Δύση και τις ΗΠΑ και μεγαλύτερη συνεννόηση με τη Ρωσία.

Η νέα φάση στις ρωσοτουρκικές σχέσεις

Η αναβάθμιση των ρωσοτουρκικών σχέσεων μετά το πραξικόπημα αποτυπώνει τον αναβαθμισμένο ρόλο της Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή. Παρότι η βασική απόκλιση ως προς την μελλοντική τύχη της κυβέρνησης Άσαντ παρέμεινε, η Ρωσία μπορούσε να προσφέρει στην Τουρκία την εγγύηση μιας μεταπολεμικής κατάστασης όπου θα αποτρεπόταν το χειρότερο, δηλαδή η δημιουργία κουρδικού κράτους.

Γι’ αυτό το λόγο και η Τουρκία βρέθηκε να αποτελεί μαζί με τη Ρωσία και το Ιράν τις εγγυήτριες δυνάμεις της «ειρηνευτικής διαδικασίας της Αστάνα» της βασικής δηλαδή διαδικασίας συζήτησης και σχεδιασμού της επόμενης μέρας για τη Συρία.

Η εξέλιξη αυτή, όπως και η διαρκής επαναφορά από τη μεριά της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας κατηγοριών κατά των ΗΠΑ για τη στάση στο πραξικόπημα και ιδίως την άρνηση έκδοσης του Φετουλάχ Γκιουλέν στην Τουρκία, αποτέλεσαν μια εντυπωσιακή, σε πρώτη ανάγνωση, στροφή της Τουρκίας που ας μην ξεχνάμε υπήρξε χώρα με ιστορικά ατλαντικό προσανατολισμό.

Βέβαια, ως ένα βαθμό η τουρκική κυβέρνηση χρησιμοποίησε αυτά τα βήματα φαινόμενης απομάκρυνσης από τη Δύση και ως διαπραγματευτικό χαρτί για να πάρει στήριξη πρώτα και κύρια από τις ΗΠΑ.

Η κυβέρνηση Τραμπ είναι σήμερα αντιμέτωπη με την αδυναμία να υπάρξει ένα εφικτό αμερικανικό σχέδιο για την επίλυση του συριακού (οι προτάσεις για μαζική αραβική ειρηνευτική δύναμη θα μείνουν μάλλον στο επίπεδο του ευχολόγιου) και την πραγματικότητα ότι η όποια λύση θα έχει και ρωσική σφραγίδα. Έτσι, επιλέγει να μην αποξενωθεί επιπλέον η Τουρκία, αλλά να προσεγγιστεί εκ νέου, ώστε να αποτραπεί η παραπέρα αναβάθμιση των σχέσεων της Άγκυρας με τη Μόσχα.

Στο βαθμό που ο Τραμπ έχει δείξει ότι δεν θεωρεί α πριόρι πρόβλημα τους αυταρχικούς ηγέτες που «κάνουν αυτό που πρέπει», είναι πιο εύκολο να δικαιολογήσει μια τέτοια πολιτική, προσπερνώντας τα ζητήματα εκτεταμένων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Και φυσικά η Τουρκία και ο Ερντογάν δεν έχουν λόγο να μην εκμεταλλευτούν αυτές τις κινήσεις.

Υπάρχει ελληνικό σχέδιο;

Στη βάση των παραπάνω γίνεται σαφές ότι η Τουρκία σήμερα, παρά τις εσωτερικές της μεγάλες αντιθέσεις (που αποτελούν το φόντο της εκλογής του Ερντογάν) και παρά τις δυσκολίες που συναντά στη Συρία, δοκιμάζει να έχει μια εξωτερική πολιτική που δεν είναι μονοδιάστατη, που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τις ευρύτερες διεθνείς αντιθέσεις προς όφελός της και που μπορεί έτσι να αποσπά όπου μπορεί επωφελείς για την ίδια κινήσεις στη διεθνή σκακιέρα. Όλα αυτά αποτυπώνουν μια πολιτική ηγεσία που δοκιμάζει, έστω και με λάθη, να χαράξει πολιτική.

Δύσκολα, όμως, μπορεί κανείς να πει το ίδιο για τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση. Από την σαφώς φιλοαμερικανική στροφή, στην επικέντρωση στον άξονα με το Ισραήλ και την Αίγυπτο έως την πρόσφατη σε εξέλιξη επιδείνωση των ελληνορωσικών σχέσεων, οι περισσότερες επιλογές δικαιολογήθηκαν και ως προσπάθεια αναβάθμισης της ελληνικής θέσης έναντι μιας Τουρκίας που υποτίθεται ότι θα βρισκόταν σε όλο και πιο δυσμενή και απομονωμένη θέση.

Με την Τουρκία να δείχνει ικανή να κατοχυρώνει πάντα έναν κρίσιμο χώρο, παρά τις αντιφάσεις της, αναρωτιέται κανείς για το ποια ήταν τα πραγματικά οφέλη ή ανταλλάγματα αυτών των μετατοπίσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

.