Θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως το… τετράγωνο του διαβόλου: Ελληνοτουρκικά, Μακεδονικό, Ελληνοαλβανικά, Κυπριακό. Όλα τα μέτωπα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι σήμερα ανοιχτά και την ίδια στιγμή δεν είναι καθόλου σαφές ότι η κυβέρνηση κινείται με βάση κάποιο πραγματικό σχέδιο.
Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης πάνω στην «ατυχή» δήλωση του επιτρόπου Γιοχάνες Χαν περί «αναδιάρθρωσης συνόρων» αυτό ήρθε να αναδείξει. Προφανώς και ορθά υπήρξε αντίδραση σε μια δήλωση που όχι παρέπεμπε σε συνοριακές διαφορές αλλά άνοιγε το δρόμο για επικίνδυνες αμφισβητήσεις.
Ωστόσο, ένας προσεκτικός παρατηρητής θα επεσήμανε ότι με «τεχνικούς» όρους, όντως οι δύο χώρες κάνουν μια διαπραγμάτευση που περιλαμβάνει και την ακριβή οριοθέτηση των υδάτινων συνόρων ανάμεσα στις δύο χώρες ώστε να αποσαφηνιστούν τα όρια των ΑΟΖ τους.
Η διαπραγμάτευση αυτή έχει ενδιαφέρον γιατί εκτός των άλλων τα ζητήματα που εμπλέκονται, όπως ποιο είναι το όριο μιας χώρας, από πού μετράμε τα 12 ν.μ. και ποιοι κόλποι θεωρούνται κλειστοί και ποιοι όχι, διαμορφώνουν προηγούμενα που μας αφορούν και για άλλες ανοιχτές διαπραγματεύσεις και κυρίως αυτές που αφορούν τα ελληνοτουρκικά.
Επιπλέον, η διαπραγμάτευση αυτή εμπλέκεται με ζητήματα της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης της Αλβανίας, όπου σήμερα το Δημοκρατικό Κόμμα της αντιπολίτευσης επαναλαμβάνει για την υπό συζήτηση συμφωνία τις ίδιες πολεμικές κραυγές εναντίον των σοσιαλιστών του Έντι Ράμα που οι τελευταίοι είχαν χρησιμοποιήσει εναντίον του Δημοκρατικού Κόμματος για τη συμφωνία του 2009. Αποτέλεσμα αυτής της αντιπαράθεσης η διαρκής επαναφορά του λεγόμενου «τσάμικου ζητήματος» παρότι και με όρους πραγματικής υπόστασης και με όρους διεθνούς δικαίου δεν μπορεί να τεθεί.
Τα όρια της μυστικής διπλωματίας
Όμως, το πρόβλημα δεν είναι καθαυτή η διαπραγμάτευση, εάν πρόκειται να επιλύσει το θέμα των ΑΟΖ αλλά και να βάλει οριστική ταφόπλακα στις όποιες εδαφικές διεκδικήσεις εθνικιστικών κύκλων και από τις δύο πλευρές των συνόρων.
Το πρόβλημα είναι ότι όλα δεν συζητιούνται ανοιχτά, διεξάγονται με όρους «μυστικής διπλωματίας», τα μαθαίνουμε είτε από τον αντίκτυπο στα ΜΜΕ των γειτόνων, είτε από επιλεκτικές «διαρροές» που τη μια ανακοινώνουν περίπου ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και την άλλη διακριτικά υπογραμμίζουν ότι οι δύο πλευρές αποφάσισαν να αφήσουν το θέμα «στον πάγο» για να αντιμετωπίσουν εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Είναι αυτή η μυστικοπαθής αντιμετώπιση που συχνά σφραγίζει την ελληνική διπλωματία υπό τον Νίκο Κοτζιά που γεννά προβλήματα. Ως αποτέλεσμα όταν για κάποιο λόγο ένα ζήτημα «έρχεται στον αφρό», έστω και από μια «ατυχή δήλωση» ευρωπαίου αξιωματούχου, τότε κυριαρχεί η ανησυχία και η αμιγώς επικοινωνιακή αντιμετώπιση, αντί για το ουσιώδες που είναι ακριβώς να εντάσσεται σε ένα σχεδιασμό.
Γιατί όσο και εάν ισχύει ότι η «διακριτικότητα» των διεθνών διαπραγματεύσεων τις προστατεύει από την διαλυτική εμπλοκή τους στην καθημερινή πολιτική, άλλο τόσο ισχύει ότι όσο πιο ανοιχτά συζητιούνται οι πολιτικές επιλογές και οι βασικές κατευθύνσεις τόσο περισσότερο είναι σε θέση να κατανοήσει και την ανάγκη τους η κοινωνία.
Τα προβλήματα στο χειρισμό του «Μακεδονικού»
Την ίδια ακριβώς τακτική είδαμε και σε σχέση με το Μακεδονικό, με αποκορύφωμα τη σχεδόν σουρεαλιστική εικόνα η χώρα μας χτες να συνυπογράφει το πρώτο βήμα στη διεθνή αναγνώριση της «Βόρειας Μακεδονίας» και ο υπουργός Εθνικής Άμυνας να δηλώνει ότι η συμφωνία… δεν θα περάσει.
Και εδώ το πρόβλημα δεν είναι η ουσία όσο ο τρόπος. Από διάφορες απόψεις θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι το θέμα του «ονόματος» και συνολικά των σχέσεων με την πΓΔΜ ήταν ώριμο προς επίλυση. Όμως, αυτό θα απαιτούσε μια συζήτηση που θα άνοιγε έγκαιρα, θα παρουσιάζονταν με ρεαλισμό η κατάσταση, θα δίνονταν εγγυήσεις ότι έχουν αντιμετωπιστεί οι όποιοι κίνδυνοι και όπου βεβαίως θα γινόταν μια προσπάθεια να κατανοήσουν ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας γιατί είναι προτιμότερος ένας συμβιβασμός παρά η παράταση του αδιεξόδου. Αυτό δεν έγινε, ούτε καν όταν έγινε η πολιτική αλλαγή στην πΓΔΜ που άνοιξε το δρόμο για τη συμφωνία.
Και δεν έγινε έγκαιρα για να μην διαταραχθεί η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ σε χρόνο που θα διακύβευε την «ολοκλήρωση» του αφηγήματος περί «είμαστε η κυβέρνηση που έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια».
Αντίθετα, υπήρξε προφανώς μυστική διπλωματία και εν συνεχεία ξαφνικά ανακοίνωση ότι έχει έχει δρομολογηθεί η επίλυση του θέματος.
Αντίστοιχα, προβλήματα δημιούργησε και η εξαρχής σύνδεση του θέματος με την εισδοχή της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, με όρους μάλιστα χρονικού ορίου. Σε μια συγκυρία όπου το ζήτημα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ εμπλέκεται με συνολικότερες γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις και το φόντο ενός νέου «Ψυχρού Πολέμου» η επίλυση μιας μείζονος εκκρεμότητας, ακόμη και εάν κανείς συμφωνεί με το περίγραμμα της διαφαινόμενης λύσης (που, άλλωστε, έχει διατυπωθεί στις βασικές γραμμές της από τη δεκαετία του 1990), δεν μπορεί να επιταχύνεται απλώς με το κριτήριο ότι θα ικανοποιηθεί ένα αίτημα συμμάχων, χωρίς συνυπολογισμό όλων των παραμέτρων. Η τρέχουσα επιδείνωση με των ελληνορωσικών σχέσεων είναι από αυτή την άποψη ενδεικτική.
Η ανομολόγητη στροφή της εξωτερικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ
Όμως, αυτό μας φέρνει σε ένα γενικότερο πρόβλημα. Η τρέχουσα εξωτερική πολιτική είναι σαφές ότι ολοκληρώνει μια μετατόπιση. Παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδίκησε να είναι και κληρονόμος ενός παραδοσιακού «αντιιμπεριαλισμού» της αριστεράς, στην πραγματικότητα ολοκλήρωσε μια ανοιχτά φιλοαμερικανική στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Αυτό αποτυπώθηκε σε ένα μεγάλο φάσμα επιλογών, από την εγκατάλειψη σχεδίων για αγωγό φυσικού αερίου από τη Ρωσία έως την πρακτική της στρατηγικής συμπόρευσης με το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Ούτε αυτή η επιλογή συζητήθηκε ή παρουσιάστηκε ποτέ δημόσια ως τέτοια, δηλαδή ως στροφή, στη βάση επιχειρημάτων και ενός υπολογισμού κόστους οφέλους. Απλώς έγινε και την ίδια ώρα η ρητορική του κυβερνώντος κόμματος παρέμεινε στην εποχή που έκανε διαδηλώσεις στην αμερικανική Πρεσβεία.
Επιπλέον, δεν συζητήθηκε καν στις πραγματικές διαστάσεις. Αφενός, ουδέποτε συζητήθηκε ανοιχτά και ουσιαστικά πώς προσαρμόζεται αυτή η στροφή στο ίδιο το γεγονός ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι σε φάση μετάβασης. Εάν για παράδειγμα, μια κατεύθυνση πιο κοντά σε έναν κλασικό «γεωπολιτικό ρεαλισμό» κυριαρχήσει (εξ ου και το ενδιαφέρον για την επικείμενη συνάντηση Τραμπ και Πούτιν), αντί για μια κατεύθυνση νεοψυχροπολεμικής «διαχείρισης της αποσταθεροποίησης», η τρέχουσα συστράτευση της ελληνικής διπλωματίας με συγκεκριμένα κέντρα, θα έχει αποβεί επωφελής ή όχι;
Η επιδείνωση των ελληνορωσικών σχέσεων
Το ίδιο πράγμα ισχύει για τις ελληνορωσικές σχέσεις. Η κυβέρνηση Τσίπρα την ώρα που έκανε φιλοδυτική στροφή, επέμεινε να καλλιεργεί επικοινωνιακές προσδοκίες για καλές σχέσεις με τη Ρωσία, την ώρα που οι πραγματικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες επιδεινώνονταν ακριβώς επειδή η ελληνική πλευρά θεωρούσε αφήνοντάς τις να βαλτώσουν εξυπηρετούσε τον κύριο προσανατολισμό της.
Με αποκορύφωμα, βέβαια το διπλωματικό επεισόδιο με την απέλαση Ρώσων διπλωματών. Πιο εκρηκτικό παράδειγμα απόστασης ανάμεσα στην επικοινωνιακή ιδιοτέλεια και την πραγματική πολιτική δεν υπήρξε.
Μόνο που πέραν της διαχείρισης υπάρχουν και κρίσιμα ζητήματα. Σίγουρα η ρωσική εξωτερική πολιτική δεν εκπροσωπεί το… ξανθό γένος που θα μας σώσει. Όμως, στη συριακή κρίση έχει αναδειχθεί στον βασικό ρυθμιστή των μελλοντικών εξελίξεων κύρια επειδή δεν διεκδικεί απλώς παρουσία αλλά συνολικότερη λύση.
Σήμερα η Ρωσία δεν είναι απλώς το στήριγμα της κυβέρνησης Άσαντ. Είναι ταυτόχρονα η δύναμη που συνέβαλε στην εκκαθάριση από διάφορες παραλλαγές ένοπλου τζιχαντισμού, που εγγυάται για την Τουρκία ότι η αμερικανική στήριξη στις κουρδικές δυνάμεις δεν θα οδηγήσει σε πιο ανησυχητικές για την Τουρκία ατραπούς (την διαμόρφωση οιονεί κουρδικής κρατικής οντότητας), αλλά και που ταυτόχρονα προσφέρει εγγυήσεις στο Ισραήλ ότι η αναβαθμισμένη παρουσία του Ιράν στη Συρία δεν θα μετατραπεί σε αυξημένη απειλή για το ίδιο.
Την ίδια στιγμή η Ρωσία και για τους παραπάνω λόγους είναι σε οριακές στιγμές από τις λίγες δυνάμεις που μπορούν να ασκήσουν πραγματικά επιρροή στην Τουρκία του Ερντογάν.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι σχέσεις μιας χώρας με τη Ρωσία διατηρούν μια ξεχωριστή σημασία.
Προφανώς η Ρωσία θα δοκίμαζε με κάθε τρόπο να αποτρέψει κινήσεις όπως η διεύρυνση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια. Όμως, όλα δείχνουν ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν επέλεξε να έχει έναν δίαυλο επικοινωνίας με τη Μόσχα που να εξασφάλιζε ότι η Ρωσία δεν θα αντιμετώπιζε την όλη εξέλιξη ως απροειδοποίητη αλλαγή του συσχετισμού σε βάρος της.
Οι ανοιχτές προκλήσεις στα ελληνοτουρκικά
Η ίδια διαχείριση χωρίς στρατηγικό βάθος αποτυπώθηκε και στα ελληνοτουρκικά. Πώς για παράδειγμα συνδυάζεται η προσεκτική αντιμετώπιση π.χ. του πραξικοπήματος, με τις αλλεπάλληλες υψηλού τόνου καταγγελίες του «Σουλτάνου» Ερντογάν από κυβερνητικά στελέχη ή τις επιθετικές φωνές π.χ. του Πάνου Καμμένου; Τι από τα δύο ισχύει η προσπάθεια διατήρησης χαμηλών τόνων και για τη διατήρηση σε ισχύ της συμφωνίας για το προσφυγικό ή η ρητορική προετοιμασία ακόμη και για «θερμό επεισόδιο»; Ποια είναι η εκτίμηση της ελληνικής διπλωματίας, τόσο ως προς το εάν η Τουρκία θα επιμείνει σε «αναθεωρητική» κατεύθυνση όσο ως προς τους όρους αντιμετώπισής της;
Σε μεγάλο βαθμό αυτά τα ερωτήματα δεν τίθενται. Το αποτέλεσμα είναι παλινωδίες, όπως φάνηκε και στην υπόθεση των δύο στρατιωτικών όπου υποτιμήθηκε η «στρατηγική των ομήρων» στην οποία έχει επιδοθεί η Τουρκική πλευρά.
Και βεβαίως αναρωτιέται κανείς ποιες θα είναι οι επιπτώσεις μιας τέτοιας διαχείρισης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, εάν έχουμε για παράδειγμα εκ νέου όξυνση ως προς την Κυπριακή ΑΟΖ, ιδίως εάν οι τρέχουσες συμμαχίες αποδειχτούν ανεπαρκείς έναντι της υπαρκτής τουρκικής επιθετικότητας.
Είναι σαφές ότι την ώρα που η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με ανοιχτά μέτωπα σε ένα τοπίο που αλλάζει, η κυβέρνηση θεωρεί ότι μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση με επιλεκτικές προσκολλήσεις και επικοινωνιακούς χειρισμούς. Μόνο που αυτό εγκυμονεί περισσότερους κινδύνους από όσους νομίζει ότι αντιμετωπίζει.