Ο κ. Τσίπρας «έτρεξε» στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να ανακοινώσει ότι η τελευταία συμφωνία για την επιμήκυνση του χρέους καθιστά το όλο χρέος βιώσιμο. Μάλιστα, στο Υπουργικό Συμβούλιο της 2/7/2018 ο κ. Τσίπρας (πάλι) «έτρεξε» να δηλώσει ότι η συμφωνία του Eurogroup «έδωσε οριστική λύση στο ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους».

Από την άλλη πλευρά, όμως, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας περίμενε (και ορθώς έπραξε) να «τρέξει» πρώτα η Τράπεζα της Ελλάδας τα μαθηματικά της μοντέλα (κάτι που πολύ αμφιβάλλω εαν έκανε ο κ. Τσίπρας με τα δικά του…μοντέλα) για να καταλήξει στο συμπεράσμα ότι η συμφωνία του Eurogroup οδηγεί σε βιωσιμότητα το χρέος μεσοπρόθεσμα αλλά η (όποια) μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως το «τρέξιμο» των διαρθρωτικών αλλαγών (βλέπε Διάγραμμα Α και Διάγραμμα Β στην Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος).

Ενώ δε ο κ. Τσίπρας «σίγησε» ως προς το ότι η Ελλάδα έχει αποδεχθεί πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ από το 2023 μέχρι και το…2060, ο κ. Στουρνάρας ευλόγως επισήμανε τους κινδύνους από την παράλογη αυτή πτυχή της όλης συμφωνίας. Πράγματι, για ποιο λόγο θα έπρεπε να αποδεχθούμε τόσο υψηλά πλεονάσματα σε βάθος 42 ετών; Είναι δυνατόν να πιστεύουμε ότι στα επόμενα 42 έτη η χώρα μας θα μπορέσει να εμφανίσει ικανούς ρυθμούς ανάπτυξης που θα της επιτρέψουν να επιτύχει τους προαναφεθέντες στόχους;
Είμαστε επιπλέον τόσο αφελείς να πιστεύουμε ότι σε βάθος 42 ετών η χώρα μας (αλλά και η παγκόσμια οικονομία η οποία επηρεάζει σε μέγιστο βαθμό τα ελληνικά τεκταινόμενα) θα αποφύγουν υφεσιακές αναταρατάξεις οι οποίες σίγουρα θα ανέτρεπαν τα πραναφερθέντα πρωτογενή πλεονάσματα; Και στο βαθμό που κάποια (είτε μία, είτε περισσότερες από μία) οικονομική ύφεση (εξαιρετικά) μεγάλης διάρκειας οδηγήσει σε κατάρρευση των δημοσίων οικονομικών μας, τι άραγε θα συμβεί στην όλη συμφωνία χρέους; Θα κληθούμε από τους φίλους εταίρους μας να αποπλήρώσουμε πολύ περισσότερα την στιγμή που η ελληνική οικονομία θα εμφανίζει εικόνα κατάρρευσης;

Εάν δε τα πράγματα ήταν τόσο «ρόδινα» όπως τα παρουσιάζει ο κ. Τσίπρας, για ποιό λόγο άραγε το 10-ετές κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου μειώθηκε μόνο κατά 20 τιμές βάσης στο 4,1% όταν επιτεύχθηκε η συμφωνία ενώ, ακόμα και σήμερα, εξακολουθεί να «ανθίσταται» στο 3,98%;
Μήπως το παραπάνω «ανελαστικό» κόστος δανεισμού σηματοδοτεί δυσπιστία ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους σε χρονικό ορίζοντα 10-ετίας κάτι που επιπλέον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σε 10 έτη από σήμερα μάλλον το Eurogroup θα πρέπει να παρέμβει εκ νέου προκειμένου να μειωθεί το «βαρίδι» του χρέους από το 2028 και μετά;
Και εάν κάτι τέτοιο πρόκειται να επηρεάσει θετικά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας από το 2028 και μετά, για ποιο (ανεξήγητο) λόγο έσπευσε ο κ. Τσίπρας στο Υπουργικό Συμβούλιο του Ιουλίου 2018 να εκφράσει την βεβαιότητα του ότι περαιτέρω ελάφρυνση στο ελληνικό χρέος δεν είναι αναγκαία;