Κωμικό: Κάθε προσπάθεια απόδοσής του με ένα τυπικό ορισμό, αποτελεί δύσκολο έως και ακατόρθωτο εγχείρημα. Ωστόσο, μια εύστοχη και συνοπτική περιγραφή του Κωμικού διατυπώνεται από τον Bergson: «…κωμική είναι η κατάσταση, η οποία συμμετέχει σε δύο διαδοχές γεγονότων τελείως ανεξάρτητων μεταξύ τους και μπορεί να λάβει δύο αντιθετικά νοήματα» .
Η ξαφνική αντίληψη του ασυμβίβαστου ανάμεσα σε δυο αντιθετικές έννοιες, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους λόγους που μας κάνουν να γελάμε. Εξίσου σημαντικός λόγος έκλυσης γέλιου, είναι η ευκαιρία που έχουμε μέσω ενός κωμικού γεγονότος, μέσω ενός αστείου, να «διαχειριστούμε» θέματα που «ούτε για αστείο» δεν θα το τολμούσαμε. Σε αυτή την περίπτωση το γέλιο είναι έκφραση ανακούφισης, είναι γέλιο λυτρωτικό, διέξοδος και διαφυγή από μια καταπιεστικά ορθολογική και γεμάτη κανόνες πραγματικότητα.
Με αναφορές στον Αριστοτέλη, ο Baudelaire στο δοκίμιό του Περί της ουσίας του γέλιου και γενικά περί του κωμικού στις πλαστικές τέχνες , διακρίνει το Κωμικό σε δυο μεγάλες κατηγορίες: το απόλυτο κωμικό (absolu) και το κωμικό με σημασία (significatif). Χάριν απλότητας, θα λέγαμε ότι η πρώτη κατηγορία αφορά το κωμικό που διασκεδάζει τα παιδιά και τον «λαϊκό» άνθρωπο. Προκαλώντας «αθώο» γέλιο, έχει ως κύριο εκφραστικό όργανο το σώμα, τις κινήσεις και τις μυικές συσπάσεις του προσώπου. Είναι το είδος του κωμικού που παρουσιάζεται στο τσίρκο, με τις φάρσες, τα σωματικά γκαγκς, την ιδιότυπη εκφορά λόγου, τις κωμικές φιγούρες και τους κλόουν και μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό από ένα ετερογενές γλωσσικά κοινό. Στη δεύτερη κατηγορία, ανήκει το «κωμικό του ενήλικα», το κωμικό που καταχρηστικά αποκαλούμε «χιούμορ» και εκφράζεται κυρίως με τον λόγο. Σε αυτό το είδος δεν υπάρχει το «ταυτόχρονο», καθώς ο αποδέκτης επιβάλλεται πρώτα να «λύσει τον γρίφο», να κατά-νοήσει το αστείο (σάτιρα, λογοπαίγνιο, υπαινιγμός, ειρωνεία, μαύρο χιούμορ) και μετά να γελάσει.
Καμιά από τις δυο πιο πάνω κατηγορίες δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει εξ’ ολοκλήρου το έργο των δύο μεγάλων κωμικών, που προσφάτως «έφυγαν». Είχα την τύχη να «γαλουχηθώ» και με τους δύο. Με τις «κασέτες» του Χάρρυ Κλυνν κατά τα μαθητικά μου χρόνια (Δοξάστε με, ΜΑΛΑΚΑ πιο μαλακά, Έθνος Ανάδελφον, Natin Fatin…) και τις παραστάσεις και ραδιοφωνικές εκπομπές του Τζίμη Πανούση κατά τα φοιτητικά μου χρόνια (Κύτταρο, Μετρό, Ρόδον, Γυάλινο Μουσικό Θέατρο…, Δούρειος Ήχος, Ακραία Επικοινωνιακά Φαινόμενα).
Η «εμβληματική» φιγούρα του Χαράλαμπου Τραμπάκουλα, προκαλεί αβίαστα το γέλιο σε ένα ετερογενές κοινό, ετερογένεια ηλικιακή, επιπέδου εκπαίδευσης και σκέψης, πολιτιστικών και πολιτισμικών καταβολών. Ακόμα και το κοινό που δεν κατανοεί την ελληνική γλώσσα, εύκολα μπορεί να βρει λόγους για να γελάσει, στη θέα και στην όψη του «ποιμήν στο επάγγελμα» που «…βοσκούσε τα πρόβατα εδώ, παρά πέρα». Η μεγαλύτερη όμως επιτυχία στο εφεύρημα του κωμικού αυτού υπερ-ήρωα, είναι το ευρύ φάσμα των κωμικών τεχνασμάτων και τεχνικών που χρησιμοποιούνται. Ξεκινώντας από την κωμική φιγούρα με το γουρλωμένο βλέμμα, το μουστάκι, το ταγάρι, τα τσαρούχια και τη γκλίτσα, καθώς και μέσα από την ιδιότυπη εκφορά ενός (ξεψυχισμένου) λόγου – που θυμίζει Κωνσταντίνο Καραμανλή τον πρεσβύτερο με βλάχικη προφορά – φτάνουμε στους λεκτικούς κόμπους, τις ειρωνείες και τα υπονοούμενα, τα οποία για να προκαλέσουν γέλωτα, προϋποθέτουν «συνενοχή» του κοινού και γνώση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Αυτή η ποικιλομορφία τεχνασμάτων έκλυσης γέλιου στο μεγάλο σύνολο της κωμικής δημιουργίας του «τιτανοτεράστιου» Χάρρυ Κλυνν, ήταν ένα από τα πολλά μυστικά που του χάρισε την αποδοχή και την απήχηση σε ολόκληρη την Ελλάδα, εντός και εκτός συνόρων.
Ο Τζίμης Πανούσης είναι αλήθεια ότι δεν έτυχε της ίδιας απήχησης. Το ακραία καυστικό και προκλητικό του χιούμορ, προσφερόταν σε ένα πιο «εθισμένο» και πιο «cult» κοινό, με περισσότερες ανοχές. Και δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, καθώς πάμπολλες ήταν οι φορές που στις παραστάσεις του έσπρωξε το κωμικό στα άκρα, ξεπερνώντας καθ’ έξιν τα όρια. «Τα όρια τα βάζει το κοινό», συνήθιζε να λέει στις συνεντεύξεις του και προκαλώντας ολοένα και περισσότερο τις αντοχές του κοινού του, γινόταν ακόμα πιο κυνικός, ακόμα πιο ωμός, πιο είρωνας, πιο σαρκαστικός, στρατολογώντας τις πιο τυπικές μορφές «καλυμμένης» και «αποδεκτής» επιθετικότητας. Άλλωστε, «έχουμε πόλεμο, μην το γελάς μωρό μου».
Χαρακτηριστικό κάθε καλού κωμικού είναι η εμμονική σχέση του με την επικαιρότητα. Το πηγαίο ταλέντο του Τζίμη Πανούση να εκκινεί από την επικαιρότητα και χρησιμοποιώντας γενικεύσεις, υπερβολές και ευφυή λογοπαίγνια να καταλήγει στο διαχρονικό, είναι ένα από τα στοιχεία που τον καταξίωσαν σε άριστο κωμικό καλλιτέχνη. Έτσι, η «κωμική επίθεση» σε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό πρόσωπο, αποτελούσε αφόρμηση για να «επιτεθεί» στην ίδια την πολιτική και σε ό,τι αυτή περιλαμβάνει: το κοινοβούλιο, τον θεσμό του προέδρου, τη σημαία, την πατρίδα… Συνεπώς, θα τολμούσα να πω πως το έργο του Τζίμη Πανούση, ξεπερνώντας το όρια του καθημερινού και του εφήμερου, αποκτά περισσότερο χρονικό όσο και νοηματικό βάθος.
Χάρρυ Κλυνν – ο πρώτος διδάξας – και Τζίμης Πανούσης: Η χαρισματική ικανότητά τους να λένε και να αποκαλύπτουν αλήθειες με τη συνοδεία δακρύων γέλιου και κοιλιακών μυικών συσπάσεων, χωρίς ηθικολογίες και καθωσπρεπισμούς, φανερώνει το λαμπρό και οξυδερκές πνεύμα τους. Όσο για το λυτρωτικό γέλιο που τόσο απλόχερα – και χωρίς ιδιαίτερο κόπο – προκαλούσαν, δεν ήταν παρά μόνο η αλογόμυγα του είρωνα Σωκράτη και το σκούντημα, προκειμένου να δούμε την πραγματικότητα μέσα από κριτική, οξυδερκή, έξ-υπνη και γιατί όχι κωμική ματιά, όπως ήταν κάθε φορά και η δική τους.
Αφιερωμένο στη μνήμη των δυο μεγάλων κωμικών.