Το παρασκήνιο και τα μυστικά της συμφωνίας των Πρεσπών μεταξύ Ελλάδας – πΓΔΜ

«Ας μη διαπραγματευόμαστε ποτέ με φόβο. Ας μη φοβόμαστε όμως ποτέ να διαπραγματευθούμε».

«Ας μη διαπραγματευόμαστε ποτέ με φόβο. Ας μη φοβόμαστε όμως ποτέ να διαπραγματευθούμε». Η ιστορική ρήση του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι «ταιριάζει γάντι» –έστω διασταλτικά ερμηνευόμενη –με την ιστορία των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του ονοματολογικού από το 1991 ως σήμερα. Η ατμόσφαιρα που διαμορφώθηκε σχετικά με το Μακεδονικό στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οδήγησε σε έναν διαπραγματευτικό μαξιμαλισμό από τον οποίο δεν μπόρεσε να ξεφύγει σχεδόν καμία ελληνική κυβέρνηση. Ο «λαϊκός παράγοντας» τροφοδότησε τον «φόβο» σειράς κυβερνήσεων να παραδεχθούν όσα διαπραγματεύονταν. Η πραγματικότητα είναι ότι συνήθως πίσω από τις κλειστές πόρτες η Αθήνα εμφανιζόταν διατεθειμένη να αποδεχθεί ρυθμίσεις που δημοσίως διέψευδε. Ηταν τέτοια η λαϊκή πίεση που διαμόρφωνε συνθήκες διπλωματικού εγκλωβισμού, τον οποίον οι ασχολούμενοι με το ζήτημα καταλάβαιναν απλώς και μόνο βλέποντας τα σφιγμένα χείλη των διαπραγματευτών.

Υπογραφές στις Πρέσπες

Στις 12 Ιουνίου ο Αλέξης Τσίπρας και ο Ζόραν Ζάεφ ανακοίνωσαν ότι οι κυβερνήσεις Ελλάδος και πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας κατέληξαν σε συμφωνία για την επίλυση της εκκρεμότητας που ξεκίνησε το 1991 με την ανεξαρτητοποίηση της πΓΔΜ από την άλλοτε ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Αυτή η συμφωνία αναμένεται να υπογραφεί σήμερα στην περιοχή των Πρεσπών από τους υπουργούς Εξωτερικών Ελλάδος και πΓΔΜ, Νίκο Κοτζιά και Νίκολα Ντιμιτρόφ αντιστοίχως, παρουσία του Μάθιου Νίμιτς, του πολύπειρου προσωπικού απεσταλμένου του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, της ύπατης εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την εξωτερική πολιτική Φεντερίκα Μογκερίνι και του επιτρόπου με αρμοδιότητα τη Διεύρυνση και την Πολιτική Γειτονίας Γιοχάνες Χαν. Παρόντες θα είναι επίσης πολλοί ξένοι διπλωμάτες. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η υπογραφή θα πραγματοποιηθεί σε ελληνικό έδαφος και θα ακολουθήσει γεύμα στο έδαφος της πΓΔΜ.
Η γειτονική χώρα, εφόσον όλα όσα προβλέπονται στο κείμενο της συμφωνίας υλοποιηθούν, θα μετονομασθεί σε «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» και αναλαμβάνει την υποχρέωση να αναθεωρήσει το Σύνταγμά της ώστε η νέα ονομασία να ισχύσει και στο εσωτερικό της (erga omnes). Παράλληλα, η ελληνική πλευρά αποδέχεται ότι η ιθαγένεια των πολιτών και η γλώσσα την οποία ομιλούν θα είναι η «μακεδονική» ή των «πολιτών της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας». Προβλέπεται επίσης ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, με ορίζοντα τα τέλη του 2018, ώστε η γειτονική χώρα να προχωρήσει στο δημοψήφισμα που έχει δηλώσει ότι θέλει να πραγματοποιήσει αλλά και να ολοκληρώσει τις εσωτερικές διαδικασίες για την αναθεώρηση του Συντάγματος, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την πρόσκληση ένταξής της στο ΝΑΤΟ και, αργότερα, στην ΕΕ.

Μια «ιστορία σιωπής»

Τα τελευταία 24ωρα το ερώτημα που βρίσκεται στα χείλη όλων είναι: Πρόκειται τελικά για μια καλή ή κακή συμφωνία; Το ερώτημα αυτό όμως είναι, τουλάχιστον, απλουστευτικό. Η συμφωνία είναι προϊόν συμβιβασμού και, όπως κάθε συμβιβασμός, περιέχει και θετικά και αρνητικά στοιχεία. Αλλωστε, η ιστορία του Μακεδονικού υπήρξε επί δεκαετίες, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, μια «ιστορία σιωπής». Η Ελλάδα επέλεξε να κρύψει «κάτω από το χαλί» ένα ζήτημα πολύπτυχο και πολυδαίδαλο ώστε να μη διαταραχθούν, σε βαθμό ανεπίστρεπτο, οι σχέσεις με την τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, την ώρα που η άλλη πλευρά εργαζόταν επιμελώς για τη σφυρηλάτηση μιας συνεκτικής ταυτότητας. Το πρόβλημα όμως σιγόβραζε υπογείως και ξέσπασε, με δύναμη απρόβλεπτη, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, φέρνοντας την Ελλάδα ενώπιον ενός τεράστιου διλήμματος περί της διαχείρισής του. Αυτό το δίλημμα είναι που εξακολουθεί να αντανακλάται στον τρέχοντα πολιτικό διάλογο, ο οποίος κορυφώθηκε το τελευταίο τριήμερο με την ιδιαίτερα φορτισμένη συζήτηση επί της πρότασης μομφής που κατέθεσε η ΝΔ εναντίον της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.

Το τελικό κείμενο

Τι ακριβώς προβλέπει όμως η «Τελική Συμφωνία για την επίλυση των διαφορών οι οποίες περιγράφονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817 (1993) και 845 (1993), τη λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την εδραίωση Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης μεταξύ των Μερών», με την Ελλάδα να είναι το «Πρώτο Μέρος» και την πΓΔΜ το «Δεύτερο Μέρος», όπως είναι ο ακριβής τίτλος της; Θα μπορούσε κάποιος να χωρίσει τις προβλέψεις της σε ορισμένες κατηγορίες. Η πρώτη αφορά τη νέα ονομασία και το εύρος εφαρμογής της, καθώς και τα συναφή ζητήματα που σχετίζονται με την ιθαγένεια και τη γλώσσα. Η δεύτερη αφορά τα ζητήματα αλυτρωτισμού, συγκεκριμένα πιθανές εδαφικές διεκδικήσεις, και την οικειοποίηση από τη γειτονική χώρα της αρχαίας ελληνικής μακεδονικής κληρονομιάς. Η τρίτη κατηγορία αφορά τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθηθούν προκειμένου να προωθηθεί η μελλοντική ένταξη της πΓΔΜ στην Ατλαντική Συμμαχία.
α) Το όνομα, το erga omnes και οι δεσμεύσεις των δύο πλευρών
Οι δύο χώρες συμφώνησαν στην ονομασία «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας». Η αγγλική γραφή η οποία επελέγη είναι η «Republic of North Macedonia» και όχι η «Republic of Northern Macedonia» όπως ήταν μέχρι προσφάτως γνωστό. Αρμόδιες πηγές έλεγαν στο «Βήμα» ότι ο επιθετικός προσδιορισμός «North» ταιριάζει καλύτερα στη γεωγραφική περιγραφή του γειτονικού κράτους, καθώς ο όρος «Northern» υποδηλώνει ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. Το σχετικό παράδειγμα είναι αυτό που συμβαίνει με την ονομασία της Νοτίου Αφρικής (South Africa). Η νέα ονομασία είναι καθαρά σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, θέση πάγια όλων των ελληνικών κυβερνήσεων από την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας το 1995 και έπειτα. Η πραγματικότητα είναι ότι η επιμονή ορισμένων στα όσα συζητήθηκαν στα δύο Συμβούλια Πολιτικών Αρχηγών του 1992 έχει πλήρως ξεπεραστεί από τις εξελίξεις. Δεν πρέπει όμως να παραγνωριστεί ότι η αρχική αναφορά στο non paper του Μεγάρου Μαξίμου της 12ης Ιουνίου, ότι η Ελλάδα θα αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα ως «Severna Makedonija» (κάτι που αργότερα ο Πρωθυπουργός άλλαξε), αποτελούσε μια ιδιόρρυθμη μορφή «διπλής ονομασίας», μη καταγεγραμμένη σε επίσημο κείμενο.

Πότε θα εφαρμοστεί

Ισως το σπουδαιότερο κέρδος για την ελληνική πλευρά να είναι η πολύ ευρεία εφαρμογή της νέας ονομασίας με βάση τη ρήτρα του erga omnes. Αυτό είχε άλλωστε αναδειχθεί ως το μείζον διακύβευμα της ελληνικής πλευράς, σε σημείο που, κατά κάποιον τρόπο, την «εγκλώβισε» και περιόρισε τα περιθώρια ελιγμών της. Η πΓΔΜ αναλαμβάνει την υποχρέωση, μετά την κύρωση της συμφωνίας στο Κοινοβούλιό της, να προχωρήσει στη συνέχεια σε δημοψήφισμα αλλά και σε συνταγματική αλλαγή. Σημειώνεται, στο Αρθρο 1 (παράγραφος 11), ότι «η αλλαγή αυτή θα γίνει en bloc με μία τροποποίηση». Μάλιστα, η γειτονική χώρα θα πρέπει να ολοκληρώσει πλήρως (in toto) την αναθεώρηση μέχρι τα τέλη του 2018, όπως προβλέπει το Αρθρο 1 (παρ. 4, εδάφιο ε). Μόνο τότε η Ελλάδα θα κυρώσει τη συμφωνία και αυτή θα τεθεί σε ισχύ. Οταν αυτό γίνει, τότε το νέο όνομα και οι συναφείς ορολογίες θα χρησιμοποιούνται σε όλους τους «διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς οργανισμούς, θεσμούς και fora, συμπεριλαμβανομένων όλων των συναντήσεων και αλληλογραφίας και σε όλες τις διμερείς σχέσεις με όλα τα κράτη-μέλη των Ηνωμένων Εθνών». Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η πΓΔΜ αναλαμβάνει την υποχρέωση να ενημερώσει όλα τα προαναφερθέντα μέρη ότι πρέπει να χρησιμοποιούν το νέο όνομα και τις συναφείς ορολογίες. Σε προηγούμενες διαπραγματεύσεις προκρινόταν η ιδέα το Συμβούλιο Ασφαλείας να προχωρήσει σε σύσταση (recommendation) σε τρίτα κράτη να χρησιμοποιήσουν το νέο όνομα που θα επιλεγόταν.

Περιθώριο πενταετίας

Εμπειροι παρατηρητές, οι οποίοι έχουν στο παρελθόν ασχοληθεί εις βάθος με τις διαπραγματεύσεις για το ονοματολογικό, χαρακτήριζαν ως προβληματικές τις προβλέψεις για τις δύο μεταβατικές περιόδους, μία τεχνική και μία πολιτική, για την αλλαγή και προσαρμογή των εγγράφων και του υλικού που χρησιμοποιούν οι αρχές της πΓΔΜ. Η χορήγηση χρονικού διαστήματος ως και 5 έτη ώστε να προσαρμοστούν τα επίσημα έγγραφα και το υλικό που χρησιμοποιούνται για διεθνή και εξωτερική χρήση (τεχνική μεταβατική περίοδος) είναι μάλλον μεγάλη. Εξίσου μη εύλογη μοιάζει και η πολιτική μεταβατική περίοδος σύμφωνα με την οποία η αλλαγή των εγγράφων αποκλειστικά εσωτερικής χρήσεως «θα ξεκινά στο άνοιγμα κάθε διαπραγματευτικού κεφαλαίου της ΕΕ στο συναφές πεδίο (π.χ. Δικαιοσύνη) και θα ολοκληρώνεται εντός πέντε ετών από τότε». Και αυτό επειδή μπορεί να παρουσιαστούν μεγάλες καθυστερήσεις ακόμη και στο άνοιγμα κάθε κεφαλαίου.
β) Η ιθαγένεια, η γλώσσα, ο αλυτρωτισμός και η κριτική
Η σφοδρότερη κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην Ελλάδα αφορά την αναγνώριση από την κυβέρνηση «μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας». Πρόκειται για σημείο πολύ ευαίσθητο και συναισθηματικά φορτισμένο. Στο Αρθρο 1 (παρ. 3) της Συμφωνίας αναφέρεται ότι «η ιθαγένεια του Δεύτερου Μέρους θα είναι Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», όπως αυτή θα εγγράφεται σε όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα», ενώ «η επίσημη γλώσσα του Δεύτερου Μέρους θα είναι η «Μακεδονική γλώσσα», όπως αναγνωρίστηκε από την Τρίτη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων που διεξήχθη στην Αθήνα το 1977». Αυτή η τελευταία φράση υπήρξε η «γραμμή Μαζινό» του κ. Κοτζιά έναντι της κριτικής που του ασκήθηκε, τη στιγμή που ο ομόλογός του κ. Ντιμιτρόφ υπήρξε αμετακίνητος.

Η κληρονομιά

Μείζονος σημασίας και αποτέλεσμα σκληρής διαπραγμάτευσης είναι το Αρθρο 7 της Συμφωνίας. Σε αυτό καταγράφεται ότι η κάθε πλευρά αναγνωρίζει ότι η εκατέρωθεν αντίληψη «ως προς τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά». Σκοπός είναι να υπάρξει διάκριση μεταξύ της ελληνικής Μακεδονίας και της μελλοντικής «Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» σε σχέση με τον πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά –στοιχείο κρίσιμο ώστε να προστατευθεί η αρχαία ελληνική κληρονομιά αλλά και η «ταυτότητα και ο αυτοπροσδιορισμός» των γειτόνων. Στο ίδιο Αρθρο καταγράφεται ότι η «μακεδονική γλώσσα» εντάσσεται «στην ομάδα των Νοτίων Σλαβικών Γλωσσών».
Την ίδια στιγμή, ο επιθετικός προσδιορισμός για το κράτος, τα επίσημα όργανά του και τις άλλες δημόσιες οντότητες «θα ευθυγραμμίζεται με το επίσημο όνομα του Δεύτερου Μέρους ή το σύντομο όνομα, ήτοι «της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» ή «της Βόρειας Μακεδονίας»». Ωστόσο, στο σημείο αυτό πραγματοποιείται μια κρίσιμη διάκριση που αφορά άλλες ιδιωτικές οντότητες και δρώντες (π.χ. οργανώσεις ή ενώσεις). Εφόσον αυτές «δεν έχουν σχέση με το Κράτος και τις δημόσιες οντότητες, δεν έχουν συσταθεί με νόμο και δεν απολαμβάνουν οικονομικής υποστήριξης από το Κράτος για δραστηριότητες στο εξωτερικό», τότε θα μπορούν να χρησιμοποιούν το επίθετο «μακεδονικός». Στο σημείο αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη η παράγραφος 5 του Αρθρου 7, σύμφωνα με την οποία «τίποτα στην παρούσα Συμφωνία δεν αποσκοπεί στο να υποτιμήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή να αλλοιώσει ή να επηρεάσει τη χρήση από τους πολίτες εκάστου Μέρους». Πηγή με γνώση των συνομιλιών έλεγε στο «Βήμα» ότι με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και προσδιορισμού εθνότητας από τους πολίτες κάθε χώρας.

Σοβαρές ενστάσεις

Επιπλέον, η πΓΔΜ θα προβεί στις κατάλληλες τροποποιήσεις του Προοιμίου, του Αρθρου 3 και του Αρθρου 49 κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος. Σημειώνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε εκφράσει σοβαρές ενστάσεις για αναφορές που υπάρχουν τόσο στο Προοίμιο, ιδιαίτερα σχετικά με τη «Δημοκρατία του Κρουσόβου» και την «Αντιφασιστική Συνέλευση για την Απελευθέρωση του Λαού της Μακεδονίας» (ASNOM) του 1944, όσο επίσης στο Αρθρο 3 σχετικά με τις πιθανές εδαφικές διεκδικήσεις και, κυρίως στο Αρθρο 49. Σε αυτό αναφέρεται ότι «η «Δημοκρατία (της Μακεδονίας)» φροντίζει για το καθεστώς και τα δικαιώματα για όσα άτομα ανήκουν στον «μακεδονικό λαό» σε γειτονικές χώρες, καθώς και για «μακεδόνες» εκπατρισμένους, συνδράμει στην πολιτισμική τους ανάπτυξη και προωθεί τους δεσμούς μαζί τους. Η «Δημοκρατία» φροντίζει για τα πολιτιστικά, οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των υπηκόων της στο εξωτερικό». Στο άρθρο αυτό είχε προστεθεί τροποποίηση (το 1992) που έλεγε ότι «στην άσκηση αυτής της φροντίδας, η «Δημοκρατία» δεν θα αναμειγνύεται στα κυριαρχικά δικαιώματα άλλων κρατών ή στις εσωτερικές τους υποθέσεις». Η Αθήνα εκτιμά ότι η αλλαγή τού εν λόγω άρθρου του Συντάγματος διαγράφει διά παντός τις αιτιάσεις περί «μακεδονικής μειονότητας». Επιπρόσθετα, σε διάφορα άλλα σημεία, καταγράφεται ότι το υφιστάμενο κοινό σύνορο είναι ισχυρό και απαραβίαστο, ενώ δεν θα εγερθούν μελλοντικά οποιεσδήποτε διεκδικήσεις.

Η εμπλοκή στη Νέα Υόρκη και οι πιέσεις από ΗΠΑ και Γερμανία

Το χρονοδιάγραμμα που θα ακολουθηθεί μέχρι την κύρωση της συμφωνίας από το ελληνικό Κοινοβούλιο έχει μεγάλη σημασία σε σχέση με το τι θα συμβεί για την προσέγγιση των Σκοπίων με το ΝΑΤΟ. Ο λόγος για αυτό αποτυπώνεται στην κατάληξη του άρθρου 2 της συμφωνίας όπου αναφέρεται ότι «με την ολοκλήρωση των τροποποιήσεων στο Σύνταγμα του Δεύτερου Μέρους, το Πρώτο Μέρος θα κυρώσει το Πρωτόκολλο για την ένταξη του Δεύτερου Μέρους στο ΝΑΤΟ. Η εν λόγω κυρωτική διαδικασία θα ολοκληρωθεί μαζί με τη διαδικασία κύρωσης της παρούσας Συμφωνίας».

Η διαμόρφωση του χρονοδιαγράμματος ήταν γνωστή εδώ και πολύ καιρό. Η κύρωση της συμφωνίας από τη Βουλή της πΓΔΜ θα ανοίξει τον δρόμο ώστε η Αθήνα να απευθύνει επιστολή προς τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, με την οποία θα τον πληροφορεί ότι η ίδια δεν έχει λόγο να παρεμποδίζει την πρόσκληση προς τα Σκόπια να ξεκινήσουν ενταξιακές συνομιλίες (accession talks) με την Ατλαντική Συμμαχία από τη στιγμή που έχει εκπληρωθεί ο όρος της Συνόδου Κορυφής του Βουκουρεστίου για την εξεύρεση μιας αμοιβαία αποδεκτής λύσεως (mutually acceptable solution). Ορισμένα πράγματα ωστόσο πρέπει εδώ να διευκρινιστούν. Είναι δεδομένο ότι στην επιστολή της ελληνικής πλευράς θα αναφέρεται πως η πρόσκληση για έναρξη ενταξιακών συνομιλιών θα απευθυνθεί στη γειτονική χώρα υπό την προσωρινή της ονομασία (πΓΔΜ), με την ξεκάθαρη επισήμανση ότι η τυπική πρόσκληση προς ένταξη θα πραγματοποιηθεί με τη νέα ονομασία, που θα ισχύσει ύστερα από την κύρωση της συμφωνίας από την ελληνική Βουλή.
Η περίπτωση του Μαυροβουνίου είναι εδώ ενδεικτική. Η μικρή βαλκανική χώρα έλαβε πρόσκληση για έναρξη ενταξιακών συνομιλιών τον Δεκέμβριο του 2015 και επισήμως προσκλήθηκε να γίνει μέλος τον Μάιο του 2016. Η οριστική επικύρωση της ένταξης του Μαυροβουνίου στην Ατλαντική Συμμαχία πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2017, αφού όλα τα κράτη-μέλη ολοκλήρωσαν τις διαδικασίες κύρωσης του Πρωτοκόλλου Εισδοχής. Στην υπόθεση της πΓΔΜ, η επιλογή της ταυτόχρονης κύρωσης της συμφωνίας από την ελληνική Βουλή με την κύρωση του Πρωτοκόλλου Εισδοχής φαίνεται ότι έχει επιλεγεί για έναν βασικό λόγο. Με δεδομένη την προϊστορία του θέματος, αν δεν έχει οριστικοποιηθεί η ελληνική έγκριση, κανένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ δεν εμφανίζεται διατεθειμένο να βιαστεί να επικυρώσει την ένταξη του νέου μέλους.
Το κεφάλαιο «έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της πΓΔΜ με την ΕΕ» είναι σαφώς πιο περίπλοκο. Και αυτό διότι αυτή τη στιγμή έχουν διαμορφωθεί δύο στρατόπεδα, στο ένα εκ των οποίων ηγείται η Γαλλία (και δευτερευόντως η Ολλανδία) και στο άλλο η Γερμανία. Το πρώτο στρατόπεδο θεωρεί ότι η εμβάθυνση προηγείται της διεύρυνσης, ενώ χώρες όπως η πΓΔΜ (αλλά και η Αλβανία) πρέπει να πραγματοποιήσουν ακόμη πολλές μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπως το κράτος δικαίου και η καταπολέμηση της διαφθοράς ώστε να είναι έτοιμες. Μάλιστα, το Παρίσι και η Χάγη έχουν συντάξει ειδικό non paper υπό τη μορφή σχεδίου συμπερασμάτων για την προσεχή Σύνοδο Κορυφής (28-29 Ιουνίου) που ουσιαστικά σπρώχνει την απόφαση για έναρξη ενταξιακών συνομιλιών στο δεύτερο εξάμηνο του 2019. Το δεύτερο στρατόπεδο, στο οποίο ηγείται η Γερμανία και έχει τη στήριξη της Κομισιόν, η άποψη είναι περισσότερο γεωπολιτική και επιμένει ότι οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων πρέπει να νιώσουν την «ευρωπαϊκή θαλπωρή», αλλιώς θα στραφούν σε άλλες κατευθύνσεις (π.χ. Ρωσία, Κίνα, Τουρκία). Σε ορισμένους κύκλους της Επιτροπής έχει μάλιστα αρχίσει να κυκλοφορεί η ιδέα «να σπάσει» το δίδυμο κρατών πΓΔΜ – Αλβανία και να ευνοηθούν, π.χ., τα Σκόπια από τη στιγμή που βρέθηκε κοινά αποδεκτή λύση στο ονοματολογικό με την Ελλάδα. Αυτό όμως μάλλον θα κριθεί στις συνομιλίες των Μονίμων Αντιπροσώπων σε επίπεδο Coreper την προσεχή εβδομάδα και στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της 25ης Ιουνίου.

Το παζάρι στο Σούνιο και ο διεθνής παράγοντας

Οι συνομιλίες για την επίλυση του ονοματολογικού επιταχύνθηκαν δραματικά μετά τη συνάντηση Κοτζιά – Ντιμιτρόφ στο Σούνιο, παρουσία του Μάθιου Νίμιτς. Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές με τις οποίες έχει συνομιλήσει «Το Βήμα», ορισμένα πράγματα είχαν καταστεί σαφή ήδη πριν από τη συνάντηση στο ελληνικό θέρετρο.
Η Αθήνα ήταν ανυποχώρητη σε πλήρες erga omnes, τα δε Σκόπια δεν δέχονται αμετάφραστο όνομα στη σλαβική γλώσσα και να μη διασφαλίζεται η «μακεδονική γλώσσα και ταυτότητα». Στην προσπάθειά της να κερδίσει το erga omnes, η ελληνική πλευρά δεν υπήρξε αρνητική στην πρόταση για «Republika Illindenska Makedonija» και αυτό είχε καταστεί εμφανές και στο Σούνιο. Ανέκρουσε όμως πρύμναν ύστερα από τις σφοδρές αντιδράσεις που προέκυψαν μετά τη συνάντηση Τσίπρα – Ζάεφ στο Σούνιο.
Οι συνομιλίες της Νέας Υόρκης μεταξύ Νίκου Κοτζιά και Νίκολα Ντιμιτρόφ λίγες ημέρες αργότερα, σε μια μικρή αίθουσα του 15ου ορόφου του κτιρίου των Ηνωμένων Εθνών, δεν ξεκίνησαν καθόλου καλά.
Η ατμόσφαιρα υπήρξε τεταμένη, καθώς κάθε πλευρά επέμεινε στις θέσεις της. Οι πιέσεις που ασκήθηκαν υπήρξαν έντονες και αυτός υπήρξε ο λόγος που λίγα 24ωρα αργότερα, στις Βρυξέλλες, οι δύο υπουργοί βρήκαν σημείο επαφής στο πλαίσιο των «κόκκινων γραμμών» που εκατέρωθεν είχαν τεθεί. Δεν υπήρξε όμως επαρκές για να αποφευχθούν οι επιπλοκές όταν η σκοπιανή αντιπροσωπεία έφθασε στην Αθήνα λίγες ημέρες αργότερα για να γίνει διαπραγμάτευση επί των κειμένων. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, ασκήθηκαν «άκομψες» πιέσεις προς τη σκοπιανή πλευρά, η οποία αποχώρησε χωρίς να υπάρξει κατάληξη επί των εγγράφων. Ξεκίνησε μάλιστα ένα ιδιότυπο blame game και από τις δύο πλευρές. Η μεν Αθήνα μιλούσε για χάσμα απόψεων Ζάεφ – Ντιμιτρόφ, η δε σκοπιανή πλευρά για την ανάγκη να γίνει ποιοτική και όχι βιαστική διαπραγμάτευση.
Είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο ότι ο διεθνής παράγοντας, ιδιαίτερα το Βερολίνο και η Ουάσιγκτον, άσκησε σημαντική επιρροή στο τελικό αποτέλεσμα. Αυτό φάνηκε από τον καταιγισμό των συγχαρητηρίων ύστερα από την ανακοίνωση της συμφωνίας. Από το Βερολίνο, ενημερωμένες πηγές τόνιζαν το αυξημένο ενδιαφέρον του γραφείου της Ανγκελα Μέρκελ που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αποδοχή της erga omnes εφαρμογής της συμφωνίας. Ουσιαστικός ήταν επίσης ο ρόλος του Γουές Μίτσελ, βοηθού υπουργού για θέματα Ευρώπης και Ευρασίας στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο δε, υπάρχει μάλλον ψυχρό κλίμα για τη στάση της ΝΔ στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), καθώς φαίνεται ότι αυτή είναι που παρεμποδίζει την έκδοση δήλωσης υπέρ της συμφωνίας.

Το δημοψήφισμα και οι ισορροπίες στην πΓΔΜ

Στα Σκόπια επικρατεί μεν ενθουσιασμός για την κατάληξη σε συμφωνία με την Αθήνα, αλλά δεν λείπουν όσοι εκτιμούν ότι τα δύσκολα αρχίζουν μετά την υπογραφή της. Ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ αναμένεται να ξεκινήσει άμεσα τη διαδικασία κύρωσης της συμφωνίας από το Κοινοβούλιο, ώστε, ακόμα και όταν ο πρόεδρος Γκιόργκι Ιβανόφ εκφράσει τις αντιρρήσεις του αναπέμποντας την απόφαση στη Βουλή, να έχει γίνει το κρίσιμο βήμα προτού συναντηθούν τη Δευτέρα 25 Ιουνίου στις Βρυξέλλες οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ, στο πλαίσιο του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων, για να συζητήσουν περί της πιθανής έναρξης ενταξιακών συνομιλιών της ΕΕ με πΓΔΜ και Αλβανία.
Η κυβέρνηση δεν θα έχει φυσικά πρόβλημα να κυρώσει τη συμφωνία. Επισήμως, η κοινοβουλευτική της πλειοψηφία έχει ανέλθει σε 67 έδρες στην 120μελή Βουλή, έπειτα από την πρόσφατη διεύρυνση με βουλευτές αλβανικών κομμάτων (BESA και DPA) και τον μίνι ανασχηματισμό που ακολούθησε. Φέρεται όμως να έχει εξασφαλίσει τη στήριξη περίπου 70, ίσως και 72 βουλευτών.
Ωστόσο, πηγές κοντά στην κυβέρνηση δεν τρέφουν ψευδαισθήσεις. Το δημοψήφισμα δεν θα είναι περίπατος, αφού οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι πιθανότητες έγκρισης της συμφωνίας είναι 50-50. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα, απαιτούνται 60 ημέρες από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος μέχρι την πραγματοποίησή του, την οποία οι περισσότεροι τοποθετούν περί τα τέλη Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου. Σημειώνεται πάντως ότι το δημοψήφισμα έχει γνωμοδοτικό και όχι νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα.
Κρίσιμο στοιχείο θα είναι τι θα πράξει το αντιπολιτευόμενο VMRO-DPMNE. Στο εσωτερικό του φαίνεται να διαμορφώνονται δύο γραμμές. Η μία είναι η πολύ σκληρή γραμμή που επιμένει ακόμα και σε μποϊκοτάζ του δημοψηφίσματος – κάτι που θα έθετε σε κίνδυνο ακόμα και την εγκυρότητα του δημοψηφίσματος εφόσον αυτή δεν ξεπεράσει το 50%. Η δεύτερη γραμμή λέει ότι η ηγεσία του κόμματος δεν πρέπει να αποτρέψει τους οπαδούς του να ψηφίσουν. Αυτό φέρεται να ζήτησε και ο κ. Ζάεφ από τον ηγέτη της αξιωματικής αντιπολίτευσης Χρίστιαν Μισκόφσκι σε πρόσφατη τηλεφωνική τους συνομιλία. Εγκυρες πληροφορίες επέμεναν τις τελευταίες ημέρες ότι η ηγεσία του κόμματος του πρώην πρωθυπουργού Νίκολα Γκρούεφσκι βρίσκεται υπό ασφυκτική πίεση, προερχόμενη κατά κύριο λόγο από το Βερολίνο και δευτερευόντως από τον αμερικανικό παράγοντα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.