Τρία χρόνια μετά την αποκάλυψη και υπό την επίδραση του σκανδάλου που θα μείνει στην Ιστορία ως «dieselgate» η αυτοκινητοβιομηχανία βρίσκεται σε μια μεταβατική περίοδο την οποία χαρακτηρίζουν αφενός οι αυστηρότερες προδιαγραφές που αναμένεται να τεθούν σε εφαρμογή από το 2021 μειώνοντας τον μέσο όρο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στα 95 γρ./χλμ. και αφετέρου η προσπάθεια των αρμόδιων αρχών, και εν προκειμένω της ΕΕ, να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξουν αντίστοιχες απόπειρες μεθοδεύσεων στο μέλλον σε σχέση με τις τιμές εκπομπών ρύπων των αυτοκινήτων.
Σε αυτό το πλαίσιο, κρίθηκε αναγκαία η πλήρης αναθεώρηση των εν ισχύι διαδικασιών μετρήσεων (NEDC) από τις οποίες προκύπτουν οι τιμές κατανάλωσης και τα μεγέθη εκπομπών ρύπων των αυτοκινήτων. Ηδη από τον Σεπτέμβριο του 2017 οι μετρήσεις για όσα αυτοκίνητα επεδίωξαν έγκριση τύπου διεξάγονται και με βάση το αναβαθμισμένο πρωτόκολλο ελέγχων WLTP το οποίο από το 2019 θα αντικαταστήσει πλήρως το παρωχημένο NEDC και εν ολίγοις υπόσχεται πιο ρεαλιστικά αποτελέσματα, εγγύτερα σε αυτά που προκύπτουν κατά τις πραγματικές συνθήκες οδήγησης από έναν μέσο οδηγό.

Πιο κοντά στην πραγματικότητα

Εκτός από τη μεταβολή των παραμέτρων των εργαστηριακών μετρήσεων όπως περιγράφονται στο παραπάνω γράφημα, αξίζει να σημειωθεί ότι στο WLTP υπάρχει πρόβλεψη για ελέγχους που θα διεξάγονται σε πραγματικές συνθήκες, τα αποτελέσματα των οποίων θα λειτουργούν συμπληρωματικά σε αυτά των εργαστηριακών δοκιμών. Αναλυτικότερα, οι έλεγχοι σε πραγματικές συνθήκες (RDE – Real Driving Emissions Test) προβλέπουν τη διεξαγωγή μετρήσεων με τη χρήση φορητών συσκευών (PEMS – Portable Emission Measuring System) σε δημόσιο οδικό δίκτυο και σε διαφορετικές, βάσει ποικίλων παραμέτρων, συνθήκες. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τις συστάσεις οι εν λόγω δοκιμές θα πραγματοποιούνται σε διαφορετικές περιόδους του χρόνου, σε αστικές και μη αστικές περιοχές, σε αυτοκινητοδρόμους και σε επαρχιακές οδούς, σε διαφορετικές κλίσεις και υψόμετρα, ενώ θα εξετάζεται και ο αντίκτυπος φορτίου ή και ρυμουλκούμενου στις τιμές εκπομπών ρύπων του εκάστοτε αυτοκινήτου. Το συγκεκριμένο σκέλος δοκιμών σε δημόσιο οδικό δίκτυο κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό για τη διασφάλιση ότι ορισμένοι από τους ιδιαίτερα επιβλαβείς ρύπους των αυτοκινήτων, όπως τα οξείδια του αζώτου (NOx), δεν υπερβαίνουν τα νόμιμα όρια που έχουν τεθεί αλλά και ότι οι τιμές τους ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις αρχικές προβλέψεις η εφαρμογή των δοκιμών RDE ακολουθεί το ίδιο χρονοδιάγραμμα με το WLTP, κάτι που σημαίνει ότι έχουν ξεκινήσει να διεξάγονται ήδη από 1ης Σεπτεμβρίου 2017, ενώ από τον Σεπτέμβριο του 2018 θα είναι υποχρεωτικές για όλα τα αυτοκίνητα προκειμένου να πάρουν έγκριση τύπου, προβλέποντας, όπως και στην περίπτωση του WLTP, μια περίοδο χάριτος έως τον Σεπτέμβριο του 2019 για τυχόν αδιάθετo στοκ το οποίο έχει αξιολογηθεί βάσει του προηγούμενου καθεστώτος ελέγχων (NEDC). Ανεξαρτήτως χρονοδιαγράμματος, αξίζει να αναφερθεί ότι η Ευρώπη είναι η πρώτη περιοχή στον κόσμο όπου εφαρμόζονται αντίστοιχες δοκιμές σε πραγματικές συνθήκες, κάτι που αναμένεται να επιφέρει ριζικές αλλαγές στον τρόπο διεξαγωγής των ελέγχων.


Ο αντίκτυπος

Οπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, το νέο πρότυπο ελέγχων WLTP, εκτός του πιο ρεαλιστικού τρόπου αποτίμησης του περιβαλλοντικού αποτυπώματος ενός αυτοκινήτου, ουσιαστικά αποτελεί αυστηροποίηση του πλαισίου, η οποία με τη σειρά της, τουλάχιστον σε αυτή την πρώιμη μεταβατική περίοδο, θα οδηγήσει στην αύξηση των ονομαστικών τιμών τους για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και κατανάλωσης καυσίμου. Επί του παρόντος, ακριβώς λόγω της μεταβατικής περιόδου και μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 2019 τα νέα αυτοκίνητα που έχουν ελεγχθεί και βάσει του νέου πρωτοκόλλου δοκιμών φέρουν διπλές και διαφορετικές ενδείξεις για τις συγκεκριμένες τιμές. Παρά το γεγονός ότι αυτό αποτελεί κατά κάποιον τρόπο φυσικό επακόλουθο και κρίνεται αποδεκτό από τον νομοθέτη, μένει να αποδειχθεί τι θα συμβεί στο πολύ κοντινό μέλλον, όταν με δεδομένο ότι σε πολλές από τις ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, για τη φορολόγηση ενός αυτοκίνητου (π.χ. για το Ειδικό Τέλος Ταξινόμησης και τα τέλη κυκλοφορίας) λαμβάνονται υπόψη και οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Επίσης, αν αναλογιστεί κανείς ότι υπό τον WLTP αξιολογείται και το επίπεδο εξοπλισμού ενός αυτοκινήτου, θα υπάρξουν διαφορές στις εκπομπές CO2 ανάμεσα σε μοντέλα με τις ίδιες κατά τα άλλα προδιαγραφές και κινητήρα.
Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη υπάρχει πρόταση από τις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές για την αναπροσαρμογή της φορολόγησης των αυτοκίνητων κατά τη μετάβαση στο πρότυπο WLTP –εφόσον αυτές υπολογίζονται βάσει CO2 -, ωστόσο ο χρόνος και ο τρόπος εφαρμογής της εναπόκειται στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ