Το πένθος μέσα μας είναι ένα εργαστήριο δυνατών συναισθημάτων, ιδιαίτερα αυτό που σκορπούν στον διάφανο αιθέρα της Μεγάλης Εβδομάδας τα Θεία Πάθη. Μελαγχολία και αγαλλίαση μαζί. Αυτό που οι ευλαβείς αποκαλούν χαρμολύπη, αλλά ο Οδυσσέας Ελύτης το γράφει αλλιώς στο «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», στη Μ. Πέμπτη: «Μέρα τρεμάμενη όμορφη σαν νεκροταφείο / με κατεβασιές ψυχρού ουρανού». Είναι και ένας λόγος για την άνοιξη, που υφαίνει το ταιριαστό σκηνικό για την υπόσχεση της Ανάστασης. Με τον τρόπο των ποιητών, ο Γιώργος Σεφέρης θρηνεί τον ομότεχνό του Αγγελο Σικελιανό, λέγοντας πως «ήταν εκείνος που έβαλε όλη την ορμή της ψυχής του για ν’ αγκαλιάσει τη ζωή και το θάνατο μαζί» και «πως το έργο του θα μπορούσε να πλαισιωθεί από την υψηλότερη μορφή άνοιξης που ξέρω: με μιαν ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα». Και ο καθένας, με όλη τη φλόγα της υπέρβασης ενός μικρού κεριού να λαμποκοπά σαν γαλήνη στο πρόσωπό του, ψέλνει ή, καλύτερα, τραγουδά: «Αλλ’ εξαναστάς υπερέλαμψας, καλλωπίσας τους βροτούς θείαις αυγαίς».
Ο καλλωπισμός του θανάτου. Παρακολουθώ με αγαλλίαση την αδελφή μου να φορά δυο μικρά «φωτοστέφανα», «κεντημένα» με μπουμπούκια λεμονιάς περασμένα σε κλωστή, στο κεφάλι του νεκρού Χριστού και της σιγοκλαίουσας Μητέρας Του, στον Επιτάφιο που μόλις ο ιερέας περιέφερε και τοποθέτησε με ευλάβεια στο καλυμμένο με λουλούδια κουβούκλιο στο κέντρο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου στην Κάσο. Ετσι, όταν πλησιάζεις για να προσκυνήσεις, ευωδιάζει η άνοιξη, μοσχομυρίζει η Ανάσταση.
Παντού εξωραΐζουν τη νεκρική κλίνη του Ιησού με ιδιαίτερη φροντίδα και ευαισθησία, σαν να ήταν ενός συγγενικού, πολυαγαπημένου προσώπου. Ομως, ο Επιτάφιος της Παναγίας στην πολιτεία της Υδρας ευωδιάζει άνοιξη ακόμη πιο πολύ, καθώς η περιφορά του αρχίζει και τελειώνει στον στρωμένο με κλωνάρια φασκομηλιάς διάδρομο της μοναστηριακού τύπου εκκλησίας. Δεν είναι η μοναδική νότα του ιδιαίτερου τοπίου και της ψυχής του νησιού που αποτυπώνεται στο τελετουργικό της Μεγάλης Παρασκευής. Ολόκληρη η περιφορά του Επιταφίου στα Καμίνια είναι διαποτισμένη –κυριολεκτικά –από την αλμύρα της θάλασσας, όπως και η καρδιά και η ιστορία του νησιού. Ο Επιτάφιος κατεβαίνει στο μικρό λιμανάκι, όπου ησυχάζουν ψαρόβαρκες και μικρά τρεχαντήρια, και προχωρεί μέσα στο αλμυρό νερό για να το ακουμπήσει και να το αγιάσει για να είναι στρωμένες με μπουνάτσες οι θαλασσινές ρότες των ναυτικών.
Ο Επιτάφιος των Καμινιών βγαίνει από τον Αγιο Ιωάννη πιο νωρίς απ’ όλους τους άλλους της πολιτείας, της ιεράς μονής και νυν καθεδρικού Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της Αγίας Βαρβάρας, της Υπαπαντής και του Αγίου Δημητρίου, οι οποίοι συναντώνται στη βόρεια είσοδο του μοναστηριού, στην πλατεία Π. Κουντουριώτη στο λιμάνι, και μετά συνεχίζουν στα σοκάκια και στις κλίμακες του παραδοσιακού οικισμού. Στις μικρές κοινωνίες το πένθος και η ανάγκη της συμπαράστασης στον πόνο της απώλειας είναι πιο ισχυρά από κάθε διαφορά.
Αυτό το σμίξιμο των διαφορετικών ενοριών που συνοδεύουν τους Επιταφίους τους, ο εναγκαλισμός των ιερέων στην Ιο, είναι μια εκδήλωση ενότητας των κοινωνιών. Το κοινό πένθος είναι συνεκτικό και γαληνευτικό. Το αισθάνεσαι αμέσως, με την πρώτη ματιά, με την πρώτη ανάσα. Η άνοιξη κρατά στα νησιά μαγικό ραβδάκι και τα μεταμορφώνει σε πεζούλες με μυριστικά που ευωδιάζουν σαν τους δύο Επιταφίους που περιφέρονται στα σοκάκια της Χώρας, κάτω από τα στεγάδια, και συναντώνται στον κεντρικό δρόμο με φόντο τον λόφο των λευκών σπιτιών με την Παναγία την Γκρεμιώτισσα και τα τρία εκκλησάκια στην κορυφή –ο Αγιος Νικόλαος, η Αγία Βαρβάρα, ο Αγιος Ελευθέριος. Ξεχνιέσαι εκεί πάνω κοιτάζοντας τον βασιλεμένο ήλιο να κάνει χρυσάφι τους γιαλούς της Ιου και τριαντάφυλλο τη μικρή Σίκινο απέναντι. Πότε από εδώ, πότε από εκεί, περνά η ώρα και βρίσκεις τις κυρίες της Χώρας να έχουν πιάσει δουλειά για να στολίσουν όσο πιο όμορφα μπορούν τον Επιτάφιο. Μέχρι και ο ατμός από το σίδερο σφυρίζει μέσα στην εκκλησιά για να είναι τέλεια σιδερωμένα τα ασπροκέντια κάτω από το σκεπασμένο με μικρούς λόφους ροδοπέταλα σώμα του Εσταυρωμένου.
Ο Ελκόμενος Χριστός είναι μία μόνο νότα της ιδιαίτερης συμφωνίας του πέτρινου καραβιού της Μονεμβασιάς. Κάθεσαι στην άκρη του οχυρωμένου καλντεριμιού που ανεβαίνει στην Ανω Πόλη και κοιτάζεις κάτω το Κάστρο να ανασαίνει αργά μέσα στο γλαυκό αντιφέγγισμα του πελάγους. «Τοπίο σκληρό σαν τη σιωπή». Η μόνη ένδειξη ζωντάνιας, το χλωμό φως των παλιομοδίτικων φαναριών στις στράτες και στα τρίστρατα, στις γωνιές των δρομικών. Και η «νεροσυρμή» των κεριών ακολουθεί τον Επιτάφιο που εκκινεί την αισθαντική πορεία του από την πλατεία του Ελκομένου και κινείται περιμετρικά ακολουθώντας τα κάτω τείχη του Κάστρου. Και μετά ο ψίθυρος του επιτάφιου θρήνου και της θάλασσας.
Οι ψαλμοί της θάλασσας και η φαντασμαγορία των βενετσιάνικων κάστρων προσθέτουν συναισθήματα στη Μεγάλη Παρασκευή. Στο οχυρωμένο λιμανάκι της Ναυπάκτου οι ψαράδες υποδέχονταν τη συνάντηση των Επιταφίων από τις ενορίες του Αγίου Δημητρίου και της Αγίας Παρασκευής με αναμμένους δαυλούς. Και έγινε έθιμο. Πλήθος δαυλών, κεριών και ένας φλεγόμενος σταυρός στην είσοδο του μικρού λιμανιού χαιρετίζουν τη συνάντηση των Επιταφίων.
Η μακρά γραμμή της φαντασμαγορίας του Επιταφίου ανοίγεται ξανά στο Αιγαίο. Απειρα τενεκεδάκια παίρνουν φωτιά και οριοθετούν με τη φλόγα τους τη διαδρομή της νεκρικής περιφοράς του Ιησού στον Πύργο της Σαντορίνης, εκεί όπου τα φαινόμενα έχουν προστιθέμενη επιβλητικότητα.
Ακόμη πιο μεγάλες φλόγες, από σωρούς εύφλεκτων καλαμιών, φωτίζουν τη διαδρομή του Επιταφίου στη Γαλήνη της Νάξου, καθησυχάζοντας τις καρδιές με την υπόσχεση της Ανάστασης που είναι πολύ κοντά, μια ανάσα από τον θάνατο.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 24 Μαρτίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ