Εφη Σαπουνά-Σακελλαράκη
Oταν μίλησε ο χρόνος Χρονικό μιας ζωής
Εκδόσεις Ικαρος, 2017
σελ. 640, τιμή 16,50 ευρώ
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το φωτογραφικό υλικό του τόμου
Ανασκαφές στην Κρήτη (Αρχάνες και Ζώµινθος) και στην Εύβοια, γάμος και κοινή ζωή, ανακαλύψεις και δημοσιεύσεις, εργασία αλλά και διασκέδαση, εκδρομές και γλέντια, ταξίδια και φίλοι, αλλά και το ανταγωνιστικό κλίμα στον πανεπιστημιακό χώρο και στους κόλπους της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας ξετυλίγονται στην αυτοβιογραφική αφήγηση της Εφης Σαπουνά-Σακελλαράκη, επτά χρόνια μετά τον θάνατο του συντρόφου της, αρχαιολόγου Γιάννη Σακελλαράκη (1936-2010). Στον πολυσέλιδο τόμο Οταν μίλησε ο χρόνος (Ικαρος, 2017), που μόλις κυκλοφόρησε, η ελληνίδα αρχαιολόγος, έφορος αρχαιοτήτων επί τιμή, αφηγείται το χρονικό μιας ζωής, της δικής της ζωής, πριν, μαζί και μετά τον Γιάννη. Σε μια αφήγηση που παρουσιάζει τα γεγονότα στη χρονική τους διαδοχή, παρακολουθούμε την εξέλιξή της από τα παιδικά χρόνια σε μια ζεστή, αριστερών καταβολών οικογένεια στον Πειραιά του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου έως τα χρόνια του πολέμου του Σακελλαράκη με τον καρκίνο και την οριστική ήττα. Ενδιάμεσα, επιστήμη και φίλοι, ανασκαφές και ταξίδια, καλές και δύσκολες στιγμές, αλλά και διακρίσεις, ένα βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών και για τους δυο τους, χρυσό μετάλλιο του Πανεπιστημίου Κρήτης και χρυσός σταυρός του Τάγματος της Τιμής για τον Γιάννη Σακελλαράκη.
Ο γάμος
Γνώριμοι από τα φοιτητικά χρόνια, ο Γιάννης και η Εφη Σακελλαράκη παντρεύονται το 1963, με κουμπάρα τη Μαρίνα Καραγάτση: «Το νυφικό, μακρύ, από πικέ ύφασμα, με ένα καλπάκι στο κεφάλι και μακρύ τούλι για πέπλο, μου το έραψε η γυναίκα του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη. Εμεναν κοντά μας, Ηπείρου και Αχαρνών. Η γυναίκα αυτή δούλευε σκληρά. Ο Λειβαδίτης όμως, που μου άρεσε ως ποιητής, άρχισε να μου γίνεται αντιπαθής. Ατσαλάκωτος, με φουλάρια, υπεροπτικός σαν λόρδος προς τη γυναίκα του, αν και αριστερός, μου εμπέδωνε την άποψη που είχα για τη διάσταση μεταξύ ιδεολογίας και πράξης. Το νυφικό πάντως έγινε υπέροχο!». Το νυφικό χαρίζει αργότερα η Σακελλαράκη στο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα. «Το ξαναείδα στο Μουσείο Μπενάκη, στην έκθεση με τίτλο «Νύφες», το 2014».
Στο σπίτι των Καραγάτσηδων
Η γνωριμία με τη Μαρίνα Καραγάτση είχε γίνει μέσω του Γιάννη, με τον οποίο ήταν φίλοι. Για την Εφη, «η πρώτη φορά που πήγα στους Καραγάτση ήταν σε ένα μικρό διαμέρισμα στη γωνία Σκουφά και Μασσαλίας, κοντά στο πανεπιστήμιο, λίγο προτού μετακομίσουν στο μεγάλο διαμέρισμα της Πατριάρχου Ιωακείμ, όπου ο Γιάννης με τη Μαρίνα διάβαζαν με τρόμο μήπως κάνουν θόρυβο και ενοχλήσουν τον Καραγάτση, ο οποίος μάλιστα κολλούσε στην πόρτα του κάτι χαρτάκια για να τους υπενθυμίζει να μη θορυβούν την ώρα που έγραφε. Τον φοβόνταν. Εμένα, αντίθετα, μου φαινόταν ένας γλυκός, επιβλητικός, ωραίος άντρας. Εκτός από κάποια φορά, λίγο προτού πεθάνει, που εμφανίστηκε με τη ρομπ ντε σαμπρ του στην τραπεζαρία και ξαφνικά άρχισε να επιτιμά τον Βασίλη Βασιλικό, που εν τω μεταξύ είχε μπει στην παρέα. Η γυναίκα του, η Νίκη Καραγάτση, ήταν μια γλυκιά ύπαρξη που κυκλοφορούσε αθόρυβα. Το 1957 ζωγράφισε τον Γιάννη και τη Μαρίνα καθισμένους στο νυχτερινό Πασαλιμάνι, να κοιτάζουν τη θάλασσα –ένας πίνακας που σήμερα ανήκει στους κληρονόμους του Γιώργου Σαββίδη και έγινε αφίσα στην αναδρομική έκθεση της Νίκης στην Εθνική Πινακοθήκη».
Εργασία, ταξίδια και διασκέδαση
Μελέτη για τις διατριβές τους, καλοκαίρια σε ανασκαφές, διάβασμα για τις εξετάσεις στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Παρά την εντατική δουλειά όμως, το ζεύγος δεν αμελεί την καλοπέρασή του. Για τη Σακελλαράκη αυτή ήταν μια συνήθεια που κρατούσε από τα πάρτι των εφηβικών της χρόνων: «Τα παιδιά που μετείχαμε σε αυτά τα πάρτι τύχαινε να είμαστε και οι καλύτεροι μαθητές. Χορτάτοι από τη σαββατιάτικη διασκέδαση, μπορούσαμε να πέσουμε με τα μούτρα στη δουλειά, κάτι που μου έγινε συνήθεια αργότερα, στην υπόλοιπη ζωή μου. Ποτέ δεν άφησα κάποια χαρά να μου ξεφύγει με πρόσχημα την εργασία». Αργότερα, στην κοινή ζωή με τον Γιάννη Σακελλαράκη, «από πολύ νωρίς δημιουργήσαμε ένα ευχάριστο κοινωνικό πλαίσιο, ώστε να παίρνουμε ανάσα από την επιστημονική δουλειά, που ήταν τεράστια».
Εκατοντάδες γνωστά ονόματα από τον καλλιτεχνικό χώρο παρελαύνουν στις σελίδες του τόμου μαζί με γιορτές σε κομψά σπίτια, επισκέψεις σε εγκαίνια εκθέσεων και πρεμιέρες ταινιών, παρακολούθηση συναυλιών και παραστάσεων όπερας. Η σκληρή μελέτη του Γιάννη για το διδακτορικό του στη Χαϊδελβέργη αλλά και τα ξενύχτια στο μοδάτο μπαρ «Cave», γεύματα με τον παιδικό του φίλο Γιάννη Κουνέλλη, αποκριάτικα γλέντια στην Κηφισιά στο σπίτι του Παύλου και της Ελένης Καλλιγά, με συνδαιτυμόνες τον Τσαρούχη, τον Χατζιδάκι, τον Σαββόπουλο, τον Κούνδουρο, και γιορτή κάθε Καθαρή Δευτέρα με την οικογένεια του ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου και εκλεκτούς προσκεκλημένους, γενέθλια πάρτι με τους όψιμους φίλους Φοίβη και Θόδωρο Αγγελόπουλο, ταξίδια με το σκάφος «Joalmi» του εφοπλιστή Κώστα Φωστηρόπουλου, δείπνα στο σπίτι του εφοπλιστή και συλλέκτη Γιώργου Εμπειρίκου στη Λωζάννη μαζί με τον γιο τού Πικάσο Κλοντ και τον βασιλιά και μετέπειτα πρωθυπουργό της Βουλγαρίας Συμεών, δείπνο με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο στην Κρήτη, κολύμπι στις κρητικές θάλασσες, μια ζωή με μουσική υπόκρουση στίχους του Λέοναρντ Κοέν, άριες της Κάλλας και συμφωνίες του Μάλερ. Και βεβαίως πολλά ταξίδια σε όλο τον κόσμο, συνήθως με αφορμή διαλέξεις ή κάποια ερευνητική υποτροφία στο εξωτερικό. Το λαϊφστάιλ των εκλεπτυσμένων ανθρώπων.
Οι πόλεμοι των αρχαιολόγων
Διανοούμενοι, καλλιτέχνες, συλλέκτες, πρέσβεις, εφοπλιστές απαρτίζουν τον ευρύ κοινωνικό κύκλο του ζευγαριού, λίγοι είναι όμως οι αρχαιολόγοι με τους οποίους σχετίζονται. «Παρέα με έλληνες αρχαιολόγους δεν κάναμε πολλή, εκτός από επιστημονικές συνεργασίες. Στην Αθήνα είχαν δημιουργηθεί τα χρόνια που λείπαμε διάφορες κλίκες, στις οποίες δεν θελήσαμε να εμπλακούμε» γράφει η Σακελλαράκη. Ο Αγγελος Δεληβορριάς είναι ένας από τους ελάχιστους συναδέλφους με τους οποίους αναπτύσσονται σχέσεις θερμές. «Με τον Αγγελο Δεληβορριά κάναμε γενικά πολλά γλέντια και είχαμε μια ζεστή φιλία. […] Με έβαφε στα αποκριάτικα μασκαρέματα, όπως στις Αποκριές του 1963, που ντύθηκα Κλεοπάτρα. Ο χορός αυτός έγινε στο Κολωνάκι, στον χώρο του συλλόγου αρχαιοφίλων «Η Αθήνη», με πρόεδρο την Αθηνά Ροσολύμου. Ηταν εκεί όλοι. Ο Μανόλης Ανδρόνικος όλο κέφι. Ο γενικός διευθυντής Αρχαιοτήτων Γιάννης Παπαδημητρίου, που ζούσε τον τελευταίο χειμώνα της ζωής του, είχε ντυθεί λατερνατζής και κουβαλούσε μια ολόκληρη λατέρνα στην πλάτη του!».
Ετσι, όταν ο Μαρής Καλλιγάς, πρώην διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, σε δείπνο στο σπίτι του προτείνει το 1972 στον Γιάννη να αναλάβει τη διεύθυνση του Μουσείου Μπενάκη κι εκείνος τελικά αρνείται γιατί «θα ήταν απόκλιση μεγάλη από τα επιστημονικά του σχέδια», το ζεύγος χαίρεται γιατί «ο φίλος μας Αγγελος Δεληβορριάς, που προτάθηκε μετά, αποδείχτηκε σπουδαία επιλογή».
Οι σχέσεις στους κόλπους της κοινότητας των ελλήνων αρχαιολόγων δεν είναι αγαστές. Συχνές στον τόμο είναι οι αναφορές στον φθόνο, στους διωγμούς, στην κανιβαλική μανία με την οποία διεξάγεται ο πόλεμος για την πανεπιστημιακή έδρα. Ο πόλεμος «άρχισε μετά τις πρώτες επιτυχίες μας», γράφει η Εφη Σακελλαράκη, ήδη από το 1965 με την ανακάλυψη από τον Γιάννη του πρώτου ασύλητου βασιλικού τάφου στον λόφο Φουρνί Αρχανών στην Κρήτη.
Ανασκαφές και γλέντια στις Αρχάνες
Με τους ντόπιους εργάτες και τους φοιτητές των ανασκαφών ο αυστηρός Γιάννης αναπτύσσει ωστόσο θερμές σχέσεις και, παρότι οι μέρες είναι ασκητικές, με ξύπνημα αχάραγα και πολλή δουλειά, οι βραδιές είναι αξέχαστες: «Το καλοκαίρι οι φοιτητές στόλιζαν την ταράτσα με σημαιάκια που τους αγόραζα και τη φώτιζαν με πανηγυριώτικα φωτάκια, ενώ γίνονταν και μασκαρέματα! Περνούσαμε αξέχαστες βραδιές με τις κιθάρες του Χριστοφίλη και του Γιώργου. «Σ’ ακολουθώ…» και «Το αίμα σου γαρούφαλο, το δάκρυ μου ποτάμι…» τραγουδούσαν η Εριέττα και η Χάιδω, όπως παλιότερα στην ίδια ταράτσα η φοιτήτρια Σοφία Δουκατά, που ήταν σοπράνο και έδινε «ρεσιτάλ». Στην αυλή ακούγαμε, από κασέτες, τη Ζορμπαλά σε ρώσικα τραγούδια και αργότερα τον Μελισσοκόμο, ενώ άλλες φορές ξεχυνόταν η φωνή της Μαρίας Κάλλας, ο Μότσαρτ, και άλλα. Ο Ψαραντώνης, που έφτανε συνήθως αργά, μετά τη σκληρή δουλειά, μας έβρισκε έτοιμους για γλέντι. Η βαθιά, βραχνή φωνή του και η απόκοσμη λύρα του μας ταξίδευαν εκεί, όπως και στον Ψηλορείτη. Ο Λουδοβίκος των Ανωγείων μάς αποκάλυπτε, με τους χαμηλούς τόνους του μαντολίνου του, πως «ο έρωτας στην Κρήτη είναι μελαγχολικός». Και ο Μανώλης Ρασούλης, που έμενε κάποιες μέρες στις Αρχάνες με τον Aκη Πάνου, μας αφιέρωσε σε πρώτη εκτέλεση το τραγούδι του «Κάτι ωραίο και σωστό γίνεται στις Αρχάνες»».
Μωσαϊκό κοινωνίας και αρχαιολογίας
Ο πλούτος των πληροφοριών, τα σχόλια που μεταφέρονται και οι παρατηρήσεις της συγγραφέως συνιστούν έναν όγκο υλικού ερεθιστικό για πολλούς αναγνώστες και έξω από τον στενό χώρο της αρχαιολογίας. Σε μια αυτοβιογραφική αφήγηση στην οποία είναι εμφανής η επιθυμία της δικαίωσης μιας ζωής, η συγγραφέας καταγράφει περιστατικά, σημειώνει ονόματα και αφηγείται γεγονότα με εξαντλητικές λεπτομέρειες προσφέροντας χιλιάδες ψηφίδες για να συνθέσουμε το μωσαϊκό της ελληνικής κοινωνίας, της καλλιτεχνικής ζωής και της ιστορίας της ελληνικής αρχαιολογίας των τελευταίων εξήντα χρόνων.
Η ματιά της εστιάζει, ωστόσο, κυρίως στα γεγονότα του εξωτερικού κόσμου. Οι αγωνίες και ο μόχθος του αρχαιολόγου των ανασκαφών, οι επιστημονικές αντιπαλότητες και οι εντάσεις, οι τρυφερές στιγμές και το αίσθημα θριάμβου ύστερα από μια αναπάντεχη ανακάλυψη δίνονται με περιγραφικές διατυπώσεις, με την αφηγηματική μέθοδο του «λέγω» και όχι του «δείχνω». Θα κέρδιζε πολύ ο τόμος σε παραστατική ζωντάνια αν ακούγαμε, για παράδειγμα, τα ίδια τα λόγια του Γιάννη Σακελλαράκη στην επιστολή που στέλνει στην Εφη από το Αγιον Ορος –«Είναι από τα ωραιότερα γράμματα που έλαβα ποτέ» -, όπου μαγεύεται και «περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τις ισχυρές εντυπώσεις και τα άπειρα συναισθήματα που του προξενούν η μοναστηριακή αρχιτεκτονική, το πλήθος των καλλιτεχνικών θησαυρών, η φύση, ο μοναστικός βίος».

Η απαγωγή του Συμπλέγματος του Ηρακλή
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και χαρακτηριστική για τη σχέση που αναπτύσσουν οι Ελληνες με τις αρχαιότητες που αποκαλύπτει η αρχαιολογική ή η οικοδομική σκαπάνη στο οικόπεδό τους ή στον τόπο τους, και για τις μεθόδους που είναι αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν οι αρχαιολόγοι προκειμένου να διασώσουν τα ευρήματα αυτά, είναι η γλαφυρή μαρτυρία της Εφης Σακελλαράκη του 1992: «Το σημαντικότερο και πιο δραματικό όμως επεισόδιο στη Βόρεια Εύβοια έγινε με το περίφημο Σύμπλεγμα του Ηρακλή με Λιοντάρι στον Νέο Πύργο Ωρεών. Οταν, το φθινόπωρο του 1992, βρέθηκε το σημαντικό αυτό γλυπτό, ο κοινοτάρχης το κλείδωσε αρχικά στα γραφεία της κοινότητας και αργότερα σε δωμάτιο παρακείμενης ταβέρνας! Το υπουργείο έκανε τυπικά το καθήκον του με ένα έγγραφο, ενώ η εισαγγελία δεν βοήθησε. Οι αθηναϊκές εφημερίδες έκαναν αγώνα, μάταιο όμως. Απειρες φορές αρχαιολόγοι, συντηρητές, δικαστικοί κλητήρες, αστυνομικές δυνάμεις πηγαίναμε να το παραλάβουμε, όμως ο «φιλάρχαιος» κοινοτάρχης κινητοποιούσε το χωριό με ντουντούκες, καμπάνες, τρακτέρ για οδοφράγματα, κι έτσι, με τον φόβο αιματοκυλίσματος, σταματούσα κάθε ενέργεια.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν πια είχε αλλάξει ο κοινοτάρχης, με έναν φίλο μας δημοσιογράφο, τον Χρήστο Χριστοδουλίδη, και τον νέο διευθυντή της αστυνομίας καταστρώσαμε ένα σχέδιο ώστε να παραλάβουμε το άγαλμα… αναίμακτα. […] Η ομάδα ξεκίνησε με εισαγγελική πρόεδρο, τους έμπειρους και έμπιστους συντηρητές του μουσείου, Γιώργο Μέλλιο και Ζάχο Μάντζαρη, καθώς και τον επιμελητή Στέλιο Κατάκη, με αρκετή αγωνία, σχεδόν φόβο, εφόσον γνωρίζαμε την αποτυχία των προηγούμενων προσπαθειών μας. Φοβόμασταν τον φανατισμό του πλήθους, που θα μπορούσε ακόμη και να προξενήσει ζημιές στο αρχαϊκό γλυπτό. […] Περάσαμε από τους Ωρεούς και πήραμε μαζί μας τον αστυνομικό διευθυντή. Φτάσαμε στον Νέο Πύργο μεσημέρι, έχοντας ειδοποιήσει τον χειριστή του μηχανήματος που θα σήκωνε το άγαλμα. Η αστυνομία και ο νέος κοινοτάρχης, ο καλός κύριος Τζάτζαλος, βρίσκονταν έξω από την ταβέρνα-«φυλακή» του αγάλματος. Μόλις άνοιξε η πόρτα, το πλησίασα φοβούμενη μήπως δεν τα καταφέρναμε. Πήραμε με βιάση αυτό το έργο μεγάλου γλύπτη, αφιέρωμα αριστοκράτη -«Κυλίων ανέθεκεν» ήταν η επιγραφή πάνω στο σύμπλεγμα -, και το απιθώσαμε ευλαβικά σε ένα ταπεινό καμιόνι σκεπασμένο με κουρελούδες. […] Νύχτα πια, φτάσαμε στο μουσείο της Ερέτριας, όπου φυλάξαμε το άγαλμα προσωρινά, ώσπου να γίνει το κεντρικό μουσείο, κατάλληλο να το φιλοξενήσει».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ