Enrique Vila-Matas
Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική

Μετάφραση Νάνα Παπανικολάου
Εκδόσεις Ικαρος, 2017
σελ. 392, τιμή 15,90 ευρώ

Ο Καταλανός Ενρίκε Βίλα-Μάτας ανήκει στους ευρηματικότερους και παραγωγικότερους συγγραφείς της Ισπανίας έχοντας εκδώσει ως σήμερα τριάντα εννέα βιβλία. Το μυθιστόρημά του Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική επιβεβαιώνει την άποψή του πως η λογοτεχνία η ίδια μπορεί να είναι αντικείμενο της μυθοπλασίας αν ο συγγραφέας γνωρίζει τις τεχνικές της αφήγησης και τις αξιοποιεί με τον ευφυή δικό του τρόπο. Ο Βίλα-Μάτας έγραψε ένα μυθιστόρημα ιδεών χρησιμοποιώντας τις τεχνικές του noir προκειμένου να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Και ενώ στις σελίδες του παρελαύνουν πλήθος ονόματα από τη λογοτεχνία (και τις καλές τέχνες), το βιβλίο του δεν είναι αυτό που οι Αγγλοαμερικανοί αποκαλούν bookish, ένα «λόγιο» βιβλίο όπου η κουλτούρα λειτουργεί ως πρόσχημα. Το πρόσχημα βεβαίως υπάρχει –είναι όμως άλλης τάξεως. Πρόκειται για αφηγηματικό εύρημα που το βρίσκουμε και σε άλλους σύγχρονους συγγραφείς (όπως λ.χ. ο Πολ Οστερ), αλλά εδώ προέρχεται από τον Χίτσκοκ.

Παρατηρητής και περιπλανώμενος
Ο αφηγητής (που και αυτός λέγεται Βίλα-Μάτας) δέχεται ένα τηλεφώνημα να συμμετάσχει στην έκθεση Ντοκουμέντα 13 του Κάσελ. Θα είναι φιλοξενούμενος συγγραφέας και θα μένει στα περίχωρα της πόλης, σε ένα κινεζικό εστιατόριο που λέγεται Τζένγκις Χαν. Τον καλούν ο κύριος και η κυρία Μαγκάφιν προκειμένου να λύσουν από κοινού μια για πάντα «το μυστήριο του κόσμου». Η μόνη του υποχρέωση είναι να μένει στο κινεζικό εστιατόριο, να γράφει και να απαντά στις τυχόν ερωτήσεις των περαστικών. Να είναι δηλαδή ένα είδος «ζωντανού» ντοκουμέντου. Ομως ούτε το μυστήριο του κόσμου θα λυθεί ούτε και ο ίδιος θα παραμείνει αντικείμενο παρατήρησης, αλλά θα γίνει παρατηρητής περιδιαβάζοντας την πόλη και εξετάζοντας τα ντοκουμέντα που εκτίθενται.
Ο συγγραφέας-αφηγητής από έκθεμα μεταβάλλεται σε παρατηρητή, γίνεται ένα περιπλανώμενος, ένας flaneur (όπως τον είχε περιγράψει πολλά χρόνια νωρίτερα ο Βάλτερ Μπένγιαμιν) περιδιαβάζοντας την πόλη που είναι ένα τεράστιο εκθετήριο. Θέλει να «χαθεί» προκειμένου να ξαναβρεθεί. Η περιπλάνησή του επομένως στον κόσμο της τέχνης συνιστά ύψιστη μορφή αυτογνωσίας. Ετσι καταλαβαίνουμε και τον πολλαπλό διάλογό του με τα έργα της λογοτεχνίας και τα εικαστικά ντοκουμέντα που παρατηρεί. Δεν είναι σχέση θεωρητική αλλά βιωματική αφού, όπως λέει, πολλά από αυτά δεν τα καταλαβαίνει. Τα μεταγράφει όμως σε μιαν άλλη γλώσσα, τη δική του, μέσω του ενθουσιασμού του για «το καινούργιο». Που σημαίνει ότι η τέχνη δεν έχει εξαντληθεί, πως έχει κάτι ακόμη να πει, σημαντικότερο από όσο πιστεύουμε. Αυτό γίνεται μέσω της λογοτεχνίας η οποία έτσι λειτουργεί ως απόδειξη ότι –παρά τις καταστροφές και τα δράματα –τη ζωή αξίζει να τη ζει κανείς. Για τούτο λ.χ. και από τις πολλές αναφορές στον Μαρσέλ Ντισάν και άλλους σύγχρονους καλλιτέχνες αναδύεται μια αίσθηση ρομαντισμού, αίσθηση νοσταλγίας και περιπέτειας, ελαφράς απογοήτευσης αλλά και προσδοκίας.
Ολα τούτα φυσικά μέσω του χιούμορ, που ο Βίλα-Μάτας δεν το χρησιμοποιεί μόνο για τους άλλους, αλλά και για τον εαυτό του, καταφέρνοντας αστειευόμενος να μιλάει σοβαρά. Τις λεγόμενες μεγάλες ιδέες, αν δεν θέλουμε να τις παρουσιάζουμε ως κοινοτοπίες, δηλαδή αν θέλουμε να τις κάνουμε ελκυστικές στον αναγνώστη, θα πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε με ευχάριστο τρόπο.
Η ζωή: καλλιτεχνική εμπειρία
Την Ντοκουμέντα είχε επισκεφθεί το 2012 και ο ίδιος ο Βίλα-Μάτας. Αλλά η έκθεση αυτή, που διαρκεί εκατό ημέρες, είναι η νεότερη ταυτότητα της πόλης. Το Κάσελ υπήρξε σημαντικό βιομηχανικό κέντρο, το οποίο παρήγε πολεμικό υλικό ως το 1943 που το βομβάρδισαν οι Σύμμαχοι και το κατέστρεψαν κατά 90%. Μεταπολεμικά από βιομηχανικό κέντρο μετατράπηκε σε πολιτιστικό.
Δεν είναι ως εκ τούτου περίεργο που ο συγγραφέας αναφέρεται στο δίλημμα το οποίο σφραγίζει το συνειδησιακό ερώτημα των Γερμανών: να θυμούνται τις θηριωδίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ή να «ξεχάσουν»; Ο Βίλα-Μάτας το αντικαθιστά με ένα διαφορετικό ερώτημα: έχει νόημα η σύγχρονη τέχνη; Και απαντά: η τέχνη είναι μια χαρά –και ας καταρρέει ο κόσμος. Και τούτο το διαπιστώνεις στη σύγχρονη Γερμανία που συνδυάζει «την ευφυΐα και τη βαρβαρότητα». Είναι όμως αμφίθυμος –και άρα όσο χρειάζεται αινιγματικός όσον αφορά το δικό του ερώτημα αν μπορεί να ειπωθεί κάτι που δεν έχει ως τώρα ειπωθεί. Στο αφηγηματικό πεδίο τούτο εκφράζεται με την αλλαγή των διαθέσεών του: τη μέρα είναι αισιόδοξος και ανακαλύπτει μικρά θαύματα, ποικίλα ερεθίσματα που προέρχονται από τα εκθέματα και τους ανθρώπους που συναντά. Το βράδυ τον καταλαμβάνει άγχος. Και τότε καταφεύγει στα βιβλία των άλλων.
Αν τα παραπάνω τα δει κανείς ως τις δύο όψεις του ίδιου πράγματος, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ζωή είναι καλλιτεχνική εμπειρία. Η πρωτοτυπία αυτού του ευρηματικού συγγραφέα είναι πως την παρουσιάζει ως αντίφαση. Και άρα για να απαλλαγεί κανείς από τις συνέπειες της εμπειρίας πρέπει να τη μεταμορφώσει σε κάτι άλλο. Γι’ αυτό και «στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική», δηλαδή δεν είναι η αιτία των πραγμάτων που μας καθορίζει αλλά ο κόσμος που ανοίγεται μπροστά μας, η αθέατη πλευρά τους, η δύναμή τους να μας κάνει να ανακαλούμε όσα γνωρίζουμε και να τα ερμηνεύουμε μέσω της νέας πραγματικότητας που δημιουργούν. Οταν περπατάς και παρατηρείς, για παράδειγμα, και κυρίως όταν συζητάς περπατώντας, λες πράγματα απροσδόκητα και παρατηρώντας και περιγράφοντας τα έργα που βλέπεις είναι σαν να δημιουργείς τα δικά σου.
Για όλα αυτά φυσικά ο μυθιστοριογράφος αυτός, που είναι και ικανότατος δοκιμιογράφος, θα μπορούσε να γράψει ένα δοκίμιο. Προτίμησε το μυθιστόρημα που του δίνει τη δυνατότητα να κρατά τον αναγνώστη στη σελίδα, γοητευμένο από τα όσα προηγούνται και όσα έπονται. Το είδος αυτό της μυθοπλασίας πολλοί το ονομάζουν μετα-μυθιστόρημα. Δεν έχει τελικά σημασία. Ο αναγνώστης προσλαμβάνει τα πάντα ως συμβάντα, μέσα σε ένα γίγνεσθαι δηλαδή (και αυτό είναι προϋπόθεση κάθε είδους μυθοπλασίας), και διαβάζει το βιβλίο με αμείωτο ενδιαφέρον από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ