Ακούγεται συχνά ότι δεν έρχονται επενδύσεις στην Ελλάδα επειδή η φορολογία, οι αμοιβές και οι ασφαλιστικές εισφορές διαμορφώνονται σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με άλλες χώρες. Και πως αν μειωθούν η χώρα θα προσελκύσει επενδύσεις. Χωρίς αμφιβολία κάθε επενδυτής που εξετάζει την Ελλάδα λαμβάνει υπόψη του αυτά τα στοιχεία. Ομως η απόφασή του δεν κρίνεται από το αν η Ελλάδα έχει ή δεν έχει υψηλότερους φόρους, εισφορές και μισθούς από άλλες χώρες.

Οι παράμετροι αυτές λαμβάνονται υπόψη, τιμολογούνται, μπαίνουν στην εξίσωση μαζί με άλλες παραμέτρους και η τελική απόφαση θα ληφθεί από το κατά πόσο προκύπτει ή όχι το επιθυμητό κέρδος. Αν δεν προκύπτει, ο επενδυτής θα εξετάσει την επόμενη αγορά. Αν προκύπτει, η λογική λέει ότι θα προχωρήσει την επένδυση στην Ελλάδα.

Δυστυχώς όμως το επιχειρείν στην Ελλάδα ξεκινά εκεί που τελειώνει η λογική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η παραχώρηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων στη Fraport.

Ο σχετικός διεθνής διαγωνισμός και η επιλογή της διαχειρίστριας εταιρείας ολοκληρώθηκε με επιτυχία τον Νοέμβριο του 2014. Μεσολάβησαν οι εκλογές του 2015 και η αρνητική στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην επένδυση, η οποία τελικά άλλαξε το καλοκαίρι του 2015, μετά την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου. Τον Νοέμβριο του 2015 ο πρόεδρος της Fraport Στέφαν Σούλτε δήλωνε αισιόδοξος ότι η συναλλαγή θα ολοκληρωθεί σε έναν χρόνο και πως η εταιρεία θα «έμπαινε» στα αεροδρόμια το τέταρτο τρίμηνο του 2016, έτσι ώστε να τα προετοιμάσει για το καλοκαίρι του 2017. Δηλαδή να είναι σε θέση να δεχθεί 700.000 περισσότερους τουρίστες τον χρόνο όπως υπολογίζει.

Ομως η συναλλαγή ολοκληρώθηκε μόλις την περασμένη εβδομάδα, σχεδόν με ένα εξάμηνο καθυστέρηση, εξαιτίας πολιτικών και γραφειοκρατικών προβλημάτων και εμποδίων. Τι σημαίνει αυτό; Πρώτον, χάθηκε η εφετινή τουριστική σεζόν. Δεύτερον, θα μπορούσαμε να είχαμε εισπράξει γρηγορότερα το εφάπαξ τίμημα των 1,23 δισ. ευρώ, το οποίο δεν άλλαξε, ούτε και οι όροι της παραχώρησης, όπως έχει δηλώσει η Fraport χωρίς να διαψευσθεί. Ενδεχομένως και δύο χρόνια γρηγορότερα εάν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί ομαλά, πράγμα που θα έδινε άλλον «αέρα» στα δημοσιονομικά και ώθηση στην οικονομία.
Τρίτον, θα είχαμε στείλει άλλο μήνυμα στους δανειστές και στις αγορές. Τέταρτον, θα είχαν ήδη δημιουργηθεί οι θέσεις εργασίας (20.000 συνολικά) που προβλέπονται από τα έργα βελτίωσης των αεροδρομίων (νέοι τερματικοί σταθμοί, επέκταση άλλων, ανακαίνιση διαδρόμων προσγείωσης-απογείωσης κ.λπ.) και την έλευση περισσότερων τουριστών. Πέμπτον, θα είχε τονωθεί η τουριστική αγορά και το ΑΕΠ που είναι σημαντικός παράγοντας στις διαπραγματεύσεις για το χρέος και την εξέλιξή του όσον αφορά το ύψος του ως ποσοστό του ΑΕΠ. Εκτον, θα είχαν αρχίσει να τρέχουν τα ετήσια έσοδα που προβλέπονται στη σύμβαση.
Αν στο θέμα των περιφερειακών αεροδρομίων έχουμε χάσει από τις καθυστερήσεις όλα αυτά, οι απώλειες είναι πολλαπλάσιες στην περίπτωση του Ελληνικού. Η πρόοδος που έχει σημειωθεί για την ενεργοποίηση της επένδυσης, συνολικού ύψους πάνω από 8 δισ. ευρώ, είναι σχεδόν μηδενική. Ούτε καν το ειδικό Γραφείο Ελληνικού που έχει συσταθεί από το υπουργείο Οικονομικών για τη διαχείριση της επένδυσης δεν έχει στελεχωθεί ακόμα, πόσω μάλλον οι περίπου 3.000 άδειες που απαιτούνται για να βάλουν μπροστά τις μηχανές οι μπουλντόζες.
Αυτά βλέπουν οι επενδυτές και δεν προχωρούν σε επενδύσεις. Και όχι τη φορολογία, τις εισφορές και τους μισθούς. Και όσοι τολμούν να επενδύσουν, δυστυχώς βάζουν πολύ χαμηλές τιμές για να βγει η επένδυση. Με άλλα λόγια, μας αντιμετωπίζουν ως χώρα-μπανανία. Και εμείς τους υποδεχόμαστε μετά βαΐων και κλάδων…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ