Το να βιώνεις δύο Παγκόσμιους Πολέμους, να σε καταδίδει η ίδια η μητέρα σου και να βρίσκεσαι σε στρατόπεδο συγκέντρωσης δεν είναι από εκείνα τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τον πιο ευτυχισμένο και ήρεμο βίο. Κι όμως, ο ξεχωριστός Εργουιν Μπλούμενφελντ κατάφερε να επιβιώσει, να λάμψει, να γευτεί τη ζωή και την επιτυχία, να ερωτευτεί, να πάρει το ρίσκο των αποφάσεών του, να «προπονηθεί» στον θάνατο και τελικά να τον προκαλέσει. Η ζωή του εκκεντρικού φωτογράφου θα μπορούσε να χωριστεί σε τέσσερις περιόδους, όσες ακριβώς και οι πόλεις όπου έζησε λόγω ευχάριστων ή δυσάρεστων συγκυριών. Λάτρης της γυναίκας, χωρίς πάθη και εμμονές. Λάτρης και της φωτογραφίας, χωρίς εύκολες και αναμενόμενες λύσεις. Δύο αγάπες που ένωσε και κατάφερε να αναδειχθεί σε έναν από τους σπουδαιότερους φωτογράφους του 20ού αιώνα. Με το έργο του να κάνει ακόμη και σήμερα τον γύρο του κόσμου, με εκθέσεις όπως αυτή που θα ανοίξει τις πύλες της στη Cité de la Mode et du Design στις όχθες του Σηκουάνα σε λίγες ημέρες με τίτλο «Studio Blumenfeld: New York, 1941-1960», μια ανθολογία με περισσότερα από 200 έργα –ανάμεσά τους 30 μη δημοσιευμένες φωτογραφίες -, το στήσιμο της οποίας επιμελείται ο αρχιτέκτων και installation designer Βασκέν Γεγκιαγιάν. Η έκθεση έχει στόχο να αναδείξει τη σχέση του Μπλούμενφελντ με τη μόδα προσκαλώντας τους επισκέπτες να ανακαλύψουν την καλλιτεχνική διαδρομή μιας δημιουργικής ιδιοφυΐας τα καρέ της οποίας επηρέασαν τη φωτογραφία και έφεραν επανάσταση τις δεκαετίες του ’40 και του ’50.
Ο Εργουιν Μπλούμενφελντ γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1897, γόνος μεσοαστικής εβραϊκής οικογένειας. Μόλις στα 10 του χρόνια ο θείος του τού χάρισε μια φωτογραφική μηχανή. Την αξιοποίησε άμεσα τραβώντας πρώιμες selfies –μια συνήθεια και ένας πειραματισμός που τελικά διήρκεσαν σε όλη του τη ζωή –και μάλιστα πολλές φορές δοκιμάζοντας διάφορες μεταμφιέσεις, ιδιαίτερα αυτή του Πιερότου. Το 1921 θα παντρευτεί τη Λένα Σιτροέν, ξαδέλφη του αγαπημένου του φίλου Πολ Σιτροέν, και δύο χρόνια αργότερα, αφού γεννήθηκε και η κόρη τους Λιζέτε, θα μετακομίσουν στο Αμστερνταμ. Κάτι που ήθελε να κάνει πολλά χρόνια νωρίτερα εγκαταλείποντας Βερολίνο και στρατό, όπου εργαζόταν ως οδηγός ασθενοφόρου, αλλά η μητέρα του –φανατική και πιστή Πρωσίδα Εβραία –το θεώρησε προδοσία προς την πατρίδα. Αποκάλυψε στις Αρχές τα σχέδια του γιου της και έτσι ο Εργουιν φοβούμενος μην τιμωρηθεί ως λιποτάκτης και βρεθεί στο Μέτωπο, όπου είχε ήδη σκοτωθεί ο αδελφός του, υπάκουσε και υπέμεινε.
Στην ολλανδική πρωτεύουσα, ακολουθώντας το εμπορικό πνεύμα του πατέρα του, ο οποίος πωλούσε ομπρέλες, θα ανοίξει το δικό του μαγαζί με γυναικείες τσάντες χωρίς να επιδείξει ταλέντο ως πωλητής. Καθόταν με τις ώρες και έγραφε ιστορίες ενώ ανακάλυψε στο κτίριο έναν πλήρως εξοπλισμένο σκοτεινό θάλαμο, κληρονομιά από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες. Ως έμπορος δεν σαγήνευε αλλά είχε τον τρόπο του με τις γυναίκες, οπότε έπειθε τις πελάτισσές του να φωτογραφίζονται και σιγά σιγά ακόμη και τις κυρίες της καλλιτεχνικής ζωής της Ολλανδίας.
Ο Εργουιν έκανε εκθέσεις φωτογραφίας στο κατάστημά του και σταδιακά άρχισε να αποκτά κοινό και αναγνώριση. Λίγο πριν πτωχεύσει η επιχείρησή του, το 1936, γνωρίζει την οδοντίατρο Ζενεβιέβ Ρουό, κόρη του ζωγράφου Ζορζ Ρουό, η οποία θα εντυπωσιαστεί από τη δουλειά του και θα του προτείνει ορισμένα από τα έργα του να κοσμήσουν την αίθουσα αναμονής στο ιατρείο της στο Παρίσι. Τον σύστησε στον πατέρα της και στον καλό του φίλο Ανρί Ματίς με τον οποίο αντάλλασσαν πορτρέτα για σκίτσα. Η δουλειά του Εργουιν θα δημοσιευθεί το 1937 στο περιοδικό «Verve» με εξώφυλλο του ίδιου του Ματίς. Την ίδια χρονιά θα έρθει και το συμβόλαιο με τη γαλλική «Vogue».
Δύο χρόνια αργότερα –και αφού το συμβόλαιο δεν ανανεώθηκε –ταξίδεψε στην Αμερική ξεκινώντας συνεργασία με το «Harper’s Bazaar» ως «ανταποκριτής» της γαλλικής μόδας. Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η δίωξη των Εβραίων θα διακόψει τη συνεργασία, η οικογένειά του θα βρεθεί στη Βρετάνη και εκείνος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. «Στην απομόνωση για εννέα μήνες και καταδικασμένος στις πιο απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, άρχισα να μαθαίνω πώς είναι να πεθαίνεις» θα δηλώσει αργότερα.
Η οικογένεια αναζήτησε καταφύγιο σε ένα παλιό κάστρο και ο Εργουιν αφού αφέθηκε ελεύθερος –και 20 κιλά πιο αδύνατος –επικέντρωσε τις προσπάθειές του στο να εξασφαλίσει βίζα για να διαφύγουν στις ΗΠΑ. Εφτασε στη Μασσαλία και χρησιμοποιώντας τη δημοσιογραφική κάρτα που του είχε δοθεί προσπέρασε μια ουρά 2.000 ατόμων και έπεσε πάνω στον πρόξενο Ολιβερ Χις, λάτρη της φωτογραφίας. Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, «Eye to I», ο Εργουιν αναφέρει ότι διέκοψε τον πρόξενο ενώ «χαριεντιζόταν» με μια κυρία την οποία ο ίδιος γνώρισε λίγο παραπάνω από καλά την εποχή των Παρισίων. Εκείνη ήταν αρκετά πειστική όταν ξετύλιξε το ταλέντο του Μπλούμενφελντ. Στις 22 Ιουνίου του 1941 ο Εργουιν ταξίδευε αισίως με την οικογένειά του για τη Νέα Υόρκη.
«Beauty is not pretty». Αυτή είναι μια από τις αγαπημένες ατάκες του άνδρα που πραγματικά γοητευόταν από τις γυναίκες και που ενώ επέλεγε ανατρεπτικές τεχνικές σκοπός του ήταν πάντα να αναδεικνύει την ομορφιά τους. Το μοντέλο για τον Εργουιν βρισκόταν στο επίκεντρο, ήταν αυτό που καθόριζε όλο το ύφος του φωτογραφικού σκηνικού. Μάλιστα, του άρεσε να χρησιμοποιεί πρόσωπα που δεν ακολουθούσαν τα αμερικανικά πρότυπα ομορφιάς, ενώ συχνά προτιμούσε να απαθανατίζει άγνωστες γυναίκες –όπως τότε στο μικρό κατάστημα στο Αμστερνταμ.
Εβρισκε ιδιαίτερα προκλητικό να παρεμβαίνει στην πραγματικότητα αξιοποιώντας τον φωτογραφικό φακό, επιδιδόμενος σε ένα συνεχές παιχνίδισμα με τις κλίμακες, διαστρεβλώνοντας δεδομένες αναλογίες. Καθρέφτες και αραχνοΰφαντα υφάσματα ήταν ακόμη μερικά από τα μυστικά του για να διαιρεί τον φωτογραφικό του χώρο και να μεταμορφώνει τα μοντέλα και τα ρούχα τους σε στοιχεία ενός περίεργου κολάζ. Μια τεχνική που είχε αναπτύξει στην ερασιτεχνική ακόμη φάση του ως φωτογράφος στη λέσχη των ντανταϊστών στην οποία τον είχε μυήσει ο ζωγράφος Τζορτζ Γκρος μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε συνέρραφε τις δικές του φωτογραφίες με εκείνες που έβρισκε στα περιοδικά.
Στους κύκλους των ντανταïστών γνώρισε και τον πρωτοπόρο φωτογράφο της εποχής Μαν Ρέι, ο οποίος και επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο αποτύπωνε στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του τα γυμνά γυναικεία κορμιά. Η γυναίκα του Λένα έδειχνε θαυμαστή κατανόηση και ανεκτικότητα. Θεωρούσε ότι ο άνδρας της είχε το δικαίωμα να «φλερτάρει», προβάλλοντας μάλιστα ως «δεδικασμένο» την άστατη ζωή του μεγάλου ζωγράφου Πικάσο. Χαρακτηριστική η στάση της απέναντι στον επταετή δεσμό του με τη νεαρή photo editor και στυλίστρια Καθλίν Λέβι-Μπαρνέτ, η οποία πήγε ως βοηθός στο στούντιό του στη Νέα Υόρκη. Η Καθλίν τελικά παντρεύτηκε –με τις ευλογίες του Εργουιν –τον μεσαίο γιο του, Χένρι. Στα 64 του, το 1961, ο φωτογράφος ξεκίνησε μια σχέση με τη 19χρονη βοηθό του Μαρίνα Σιντς. Ο δεσμός αυτός λύγισε τις αντοχές της Λένας, ίσως λόγω άνισου ανταγωνισμού, ίσως γιατί ο πατέρας της νεαρής ερωμένης ήταν διαπρεπής παθολόγος στην Ελβετία ο οποίος είχε κουράρει τον Χίτλερ.
Οσο ανεξάντλητες ήταν οι ερωτικές του ορμές, άλλο τόσο ήταν και η μανία του να αναζητά συνεχώς το διαφορετικό, να παρασύρεται σε πειραματισμούς. Στις φωτογραφίες του μπορεί κανείς να διακρίνει αναγεννησιακούς πίνακες ζωγραφικής, ιμπρεσιονιστικές επιρροές, στοιχεία του ντανταϊσμού, κινηματογραφικές εικόνες. Στη δεξιοτεχνία του συνδυασμού έγκειται και ο μοναδικός χαρακτήρας των φιλμ που έφτιαχνε προσεγγίζοντας με καλλιτεχνική ματιά ένα εμπορικό περιεχόμενο δημιουργώντας τελικά διαφημίσεις ομορφιάς –ακόμη μία από τις καινοτομίες του. Ο Γουίλιαμ Γιούινγκ, καλλιτεχνικός επιμελητής και ειδικός στη φωτογραφία, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εφέ διπλής και τριπλής έκθεσης, solarisation, εκτύπωση υψηλής αντίθεσης… Είναι γνωστός ο Εργουιν για την άρνησή του να σέβεται τους κανόνες. Αν κάπου διάβαζε «σε θερμοκρασία δωματίου», θα επέλεγε τη θερμοκρασία του σημείου βρασμού!».
Δουλεύοντας για τα «Vogue» και «Bazaar» στην Αμερική, όπου η έγχρωμη φωτογραφία είχε ήδη αναπτυχθεί αρκετά, ο Εργουιν Μπλούμενφελντ εισήγαγε το χρώμα στα καρέ του δείχνοντας αδυναμία στο πορτοκαλί και στο μπλε, που όμως και πάλι έμοιαζαν σαν να έβγαιναν μέσα από ένα βαθύ σκοτάδι. Από το ψηλοτάβανο στούντιό του στο Σέντραλ Παρκ –σπάνια φωτογράφιζε σε εξωτερικούς χώρους –πέρασαν οι πιο γνωστές κυρίες της εποχής: Μαρλένε Ντίτριχ, Οντρεϊ Χέπμπορν, Γκρέις Κέλι. Αγαπημένη του ήταν η, 85χρονη σήμερα, Κάρμεν ντελ Ορεφίτσε. Το διάσημο μοντέλο λέει για εκείνον στο ντοκιμαντέρ του BBC «The Man Who Shot Beautiful Women»: «Ηταν τέτοιος καλλιτέχνης που κάθε φορά που με υποδεχόταν ένιωθα σαν επίτιμη καλεσμένη που του έκανα την τιμή να βρεθώ στον χώρο του. Απλά με έκανε να αισθάνομαι ξεχωριστή, όμορφη, έξυπνη».
Το τέλος της ζωή του γράφτηκε στη Ρώμη. Στις 4 Ιουλίου του 1969, στα 73 του χρόνια, σε μια προσπάθεια να προκαλέσει καρδιακή προσβολή, έτρεχε πάνω-κάτω στα Ισπανικά Σκαλοπάτια, αφού για καιρό αρνιόταν να λαμβάνει τα φάρμακα για την καρδιά του. «Νόμιζε ότι είχε προστάτη» αναφέρει ο γιος του Γιόρικ στο ντοκιμαντέρ «The Man Who Shot Beautiful Women» προσθέτοντας: «Σε κάθε περίπτωση, δεν ήθελε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση ή να υποστεί μια παρατεταμένη ταλαιπωρία μέχρι να πεθάνει. Ηθελε απλά να πεθάνει».
Ο Εργουιν Μπλούμενφελντ δεν αντιλήφθηκε ποτέ το ιδιαίτερο ταλέντο του, δεν συνειδητοποίησε την επιρροή που άσκησε σε μετέπειτα επιτυχημένους φωτογράφους (Ιρβινγκ Πεν, Ρίτσαρντ Αβεντον, Γουίλιαμ Κλάιν). Κοινώς, δεν πήρε ποτέ στα σοβαρά τον εαυτό του και αυτό –κατά πολλούς σπουδαίους –είναι ίδιον γνώρισμα των σπουδαίων. «Ημουν ένας ερασιτέχνης. Είμαι ερασιτέχνης. Και σκοπεύω να μείνω ένας ερασιτέχνης. Για εμένα αυτό σημαίνει ότι είμαι ένας φωτογράφος ερωτευμένος με τη φωτογραφία, μια ελεύθερη ψυχή που μπορεί να φωτογραφίζει ό,τι του αρέσει και που του αρέσει αυτό που φωτογραφίζει».
«Studio Blumenfeld: New-York, 1941-1960»: Cité de la Mode et du Design, Παρίσι, 3 Μαρτίου-4 Ιουνίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ