Εντείνονται οι ανησυχίες σε κοινοτικούς κύκλους για το αν η Ελλάδα θα μπορέσει να επιστρέψει στην κανονικότητα, δηλαδή να ξαναβγεί στις αγορές και να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της αντλώντας κεφάλαια από ιδιώτες επενδυτές, που είναι ο στόχος των μνημονίων. Και τούτο διότι οι συνεχείς καθυστερήσεις στην υλοποίηση του προγράμματος, η αδυναμία υλοποίησης των στόχων που θα επιτρέψουν στους επενδυτές να εμπιστευθούν εκ νέου τα ελληνικά ομόλογα και η επαναλαμβανόμενη συζήτηση περί παραμονής ή όχι του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, το οποίο εγγυάται την αξιοπιστία των στοιχείων, απομακρύνουν το ενδεχόμενο η χώρα να είναι σε θέση το 2018, μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, να καλύπτει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες από τις αγορές.

Αβεβαιότητα
Επιπλέον, η καθυστέρηση στο κλείσιμο της αξιολόγησης και η ενίσχυση της αβεβαιότητας λειτουργούν ανασταλτικά στη μείωση των «κόκκινων» δανείων, που αποτελούν βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος.

«Για να μην πάει η Ελλάδα σε νέο μνημόνιο και νέα χρηματοδότηση από τις χώρες της ευρωζώνης, θα πρέπει να επιστρέψει στις αγορές»
εξηγούν κοινοτικές πηγές και προσθέτουν ότι «αυτό θα πρέπει να γίνει σταδιακά, πριν λήξει το τρέχον πρόγραμμα. Και για να βγει στις αγορές θα πρέπει να «δουλεύει» το πρόγραμμα και οι ελληνικοί τίτλοι να μπουν στο QE. Αυτή τη στιγμή το πρόγραμμα είναι στον αέρα γιατί δεν έχουν γίνει τα προαπαιτούμενα και η μη έγκαιρη και ομαλή υλοποίησή του δυσκολεύει τον στόχο για επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα». Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, οι επιλογές της κυβέρνησης στην παρούσα φάση είναι τρεις, όσα και τα πιθανά σενάρια.
Πρώτον, αποδέχεται τα μέτρα που ζητούν οι πιστωτές για αφορολόγητο, συντάξεις και εργασιακά, συμφωνεί τα πρωτογενή πλεονάσματα για μετά το 2018, κλείνει την αξιολόγηση μέχρι το Eurogroup του Μαρτίου, ταυτόχρονα ξεκινά η συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, τα ελληνικά ομόλογα εντάσσονται στο QE, ολοκληρώνεται η τρίτη αξιολόγηση μέχρι τον Ιούλιο ώστε να πληρωθούν τα ομόλογα που λήγουν, η χώρα προετοιμάζεται και βγαίνει δοκιμαστικά στις αγορές μέχρι το τέλος του 2017.
Δεύτερον, η κυβέρνηση δεν κλείνει τη δεύτερη αξιολόγηση και οδηγεί τη χώρα σε εκλογές τον Μάρτιο. Η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει ολοκληρώνει τη αξιολόγηση σε σύντομο χρονικό διάστημα, πετυχαίνει την ένταξη στο QE και η χώρα βγαίνει δοκιμαστικά στις αγορές μέχρι το τέλος του 2017. Τρίτον, η αξιολόγηση παραμένει ανοικτή, είτε γίνουν είτε δεν γίνουν εκλογές, η αβεβαιότητα εντείνεται καθώς αρχίζουν οι εκλογικές αναμετρήσεις τον Μάρτιο στην Ολλανδία και τον Απρίλιο-Μάιο στη Γαλλία και πλησιάζει ο Ιούλιος, όταν θα πρέπει να πληρωθούν τα ομόλογα.
Το τρίτο σενάριο είναι καταστροφικό και οι Βρυξέλλες προετοιμάζονται γι’ αυτό. Και τούτο διότι όχι μόνο θα ξεκινήσει και πάλι η συζήτηση για το Grexit αλλά επιπλέον θα έχει επίπτωση στην οικονομία, με αποτέλεσμα να αυξηθούν τα «κόκκινα» δάνεια.
Η ανησυχία αυτή ενισχύεται από την αναβλητικότητα της κυβέρνησης τις εκκρεμότητες που αφορούν το πλαίσιο ρύθμισης των «κόκκινων» δανείων. Ειδικότερα, να νομοθετήσει την απαλλαγή από ποινικές ευθύνες των τραπεζικών στελεχών που βάζουν την υπογραφή τους σε περιπτώσεις ρύθμισης ή διαγραφής χρεών καθώς συνδέει την ψήφιση της σχετικής ρύθμισης με το αποτέλεσμα της αξιολόγησης. Δηλαδή αν συμφωνήσει με τους πιστωτές στα βασικά θέματα όπως το αφορολόγητο, οι συντάξεις, τα πρωτογενή πλεονάσματα κ.λπ. θα την προωθήσει, διαφορετικά θεωρεί ότι δεν έχει λόγο να το κάνει. Αντίστοιχη στάση κρατάει και στο ζήτημα της θεσμοθέτησης του αναβαλλόμενου φόρου για τον συμψηφισμό ζημιών από «κόκκινα» δάνεια για διάστημα 20 ετών που ζητούν οι τράπεζες, προκειμένου να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το μεγάλο πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων.
Ο χρόνος πιέζει
Οι τράπεζες ζητούν το διάστημα συμψηφισμού να είναι μεγάλο ώστε να μπορέσουν να επιτύχουν την αναγκαία κερδοφορία για να καταφέρουν να συμψηφίσουν τις ζημίες με αντίστοιχους φόρους. Σε διαφορετική περίπτωση θα αναγκαστούν να «γράψουν» ζημιές πολλών δισ. ευρώ με αποτέλεσμα να απαιτηθεί νέα ανακεφαλαιοποίηση. Αν λοιπόν δεν ψηφιστούν έγκαιρα οι ρυθμίσεις αυτές και αν παραταθεί η πολιτική αβεβαιότητα, τότε εκτιμάται ότι οι τράπεζες δεν θα μπορέσουν να πιάσουν τους στόχους για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων με αποτέλεσμα να αποτύχουν στα stress tests που θα γίνουν το 2018 με βάση τα αποτελέσματα του 2017. Τυχόν νέα ανάγκη για περαιτέρω κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, θα οδηγήσει σε bail in, δηλαδή σε «κούρεμα» καταθέσεων μετά το «κούρεμα» των μετόχων και των ομολογιούχων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ