Στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου αναμένεται να εγκριθούν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος που επεξεργάζονται από κοινού ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) στο πλαίσιο της συμφωνίας της 5ης Δεκεμβρίου. Ως το τέλος Ιανουαρίου το Διοικητικό Συμβούλιο του ESM προβλέπεται να έχει εγκρίνει την εφαρμογή των μέτρων και παράλληλα το Ελληνικό Δημόσιο και οι τράπεζες να έχουν καταλήξει στο πλαίσιο ανταλλαγής των ομολόγων EFSF που κατέχουν τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα.
Ταυτόχρονα έχει ξεκινήσει η συζήτηση για τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, καθώς, όπως εγκαίρως έχει γράψει «Το Βήμα» (11.12.2016, «Στον αέρα και η ένταξη στο πακέτο Ντράγκι»), για να εντάξει η ΕΚΤ τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), απαιτείται δέσμευση των Ευρωπαίων ότι θα προχωρήσουν στα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Και τούτο διότι η Φρανκφούρτη θεωρεί ανεπαρκή τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για να προχωρήσει σε Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους, η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αποδοχή των ελληνικών τίτλων στο QE. Ετσι, για να δώσει η Ευρωτράπεζα το «πράσινο φως» για την ένταξη της χώρας στο QE, εκτός από την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης θα πρέπει να υπάρχει έστω και λεκτική δέσμευση των Ευρωπαίων για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα.

Περίπλοκη διαδικασία
Αν και αυτά αφορούν κατά κύριο λόγο την επιστροφή των κερδών που έχουν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών-μελών της ευρωζώνης από τα ελληνικά ομόλογα που αγόρασαν στο πλαίσιο των προγραμμάτων SMP και ANFA της ΕΚΤ, η διαδικασία δεν είναι απλή.
Πρόκειται για ελληνικά ομόλογα που αγόρασαν οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες το 2010 προκειμένου να στηρίξουν την Ελλάδα. Στην ουσία στήριξαν τις γαλλικές και γερμανικές τράπεζες που «ξεφόρτωναν» τους «τοξικούς» ελληνικούς τίτλους. Τα ομόλογα αυτά εξαιρέθηκαν από το «κούρεμα» του PSI για να μην πληγούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, αλλά, επειδή είχαν αγοραστεί σε τιμή χαμηλότερη της ονομαστικής τους αξίας και στη λήξη τους το Ελληνικό Δημόσιο τα εξοφλούσε στην ονομαστική αξία, τον Νοέμβριο του 2012 είχε συμφωνηθεί στο Eurogroup οι κεντρικές τράπεζες να επιστρέψουν τα κέρδη τους στην Ελλάδα. Αυτό ήταν να γίνει στα τέλη του 2014. Ωστόσο οι Ευρωπαίοι αθέτησαν τη συμφωνία με το πρόσχημα ότι η Ελλάδα τότε βάδιζε σε εκλογές. Το ζήτημα επανήλθε και η επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών συμπεριελήφθη στην απόφαση του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου 2016.
Ωστόσο η σημερινή συγκυρία είναι διαφορετική από αυτήν του Νοεμβρίου του 2012. Ετσι αντικείμενο των διαπραγματεύσεων σήμερα είναι να προσδιοριστεί ποιες χώρες θα συμμετέχουν στην επιστροφή των κερδών. Και τούτο διότι κάποιες αγόρασαν ομόλογα αργότερα από κάποιες άλλες ή ορισμένες (Πορτογαλία, Ιρλανδία και Κύπρος) ήταν ήδη ή μπήκαν στην πορεία σε Μνημόνιο και άλλες έγραψαν τα κέρδη στους προϋπολογισμούς τους, τα ξόδεψαν και τώρα θα πρέπει να αναζητήσουν ισοδύναμα. Ολα αυτά περιπλέκουν την κατάσταση.
Οσον αφορά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, την περασμένη εβδομάδα το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ESM, Ολλανδός Κάλιν Ανεφ Γιάνσε δήλωσε ότι βρίσκονται σε «διαδικασία έγκρισης» και ότι «ο ESM αναμένεται να δώσει το «πράσινο φως» ως το τέλος Ιανουαρίου». Για να καλυφθούν οι επιπλέον ανάγκες σε ρευστότητα, που σχετίζονται με την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, είπε πως ο ESM αναμένεται να δανειστεί εφέτος 14% περισσότερα κεφάλαια από τις αγορές από ό,τι αρχικώς είχε προβλέψει.
Συμφωνία με τις τράπεζες
Επίσης ως το τέλος Ιανουαρίου αναμένεται να επέλθει συμφωνία με τις ελληνικές τράπεζες για τη συμμετοχή τους στα βραχυπρόθεσμα μέτρα με την ανταλλαγή των ομολόγων EFSF που κατέχουν με τα νέα που θα εκδώσει ο ESM. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς υπολογίζεται ότι από την ανταλλαγή των ομολόγων οι τράπεζες θα έχουν απώλειες από τη μελλοντική τους κερδοφορία ύψους 750 εκατ. ευρώ που προέρχεται από τη διαφορά επιτοκίων, καθώς τα ομόλογα EFSF που κατέχουν έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο σε βάθος χρόνου εκτιμάται ότι θα τους αποφέρει περισσότερα έσοδα από το χαμηλό σταθερό επιτόκιο των νέων ομολόγων. Οι τράπεζες ζητούν αποζημίωση και συγκεκριμένα οι τίτλοι που κατέχουν να αποτιμηθούν με τη μέθοδο mark to market, ενώ ο ESM με το book value. Σε κάθε περίπτωση, η όποια απόφαση θα πρέπει να είναι νομικά δικαιολογημένη και προς την κατεύθυνση αυτή δεν αποκλείεται να υπάρχει νομοθετική ρύθμιση αν επιλεγεί η αποζημίωση των τραπεζών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ