Παρότι ο πόλεμος μαίνεται γύρω τους, αρκετοί από τους κατοίκους της Δαμασκού αναζητούν απεγνωσμένα τρόπους για να ξεχάσουν τη φρίκη του εμφύλιου σπαραγμού και εμφανίζονται πρόθυμοι ακόμα και να διασκεδάσουν, όσο αυτό είναι εφικτό, πηγαίνοντας «βόλτα» για ψώνια ή παρακολουθώντας μια όπερα, όπως αναφέρουν σε εκτενές κείμενό τους οι Φριτζ Σάαπ και Κρίστιαν Βέρνερ, της γερμανικής επιθεώρησης Der Spiegel, έπειτα από ένα οδοιπορικό που πραγματοποίησαν στην εμπόλεμη Συρία. Σύμφωνα με τους γερμανούς δημοσιογράφους, στην πρωτεύουσα της χώρας, πέρα από την απελπισία, κυριαρχεί η ανάγκη για ηδονή. Κάθε είδους και ανεξάρτητα από το εάν είναι απατηλή.
Και όμως «Αγαπώ τη Δαμασκό»
Με μια πρώτη ματιά, η ζωή στη Δαμασκό, 330 χιλιόμετρα από την κόλαση του Χαλεπίου, φαίνεται να κυλά ομαλά. Στο κέντρο της πόλης το μοναδικό που υπενθυμίζει στους κατοίκους της ότι διανύουν το έκτο έτος ενός πολέμου που έχει ήδη αφαιρέσει 400.000 ανθρώπινες ζωές και καταστρέψει εκατομμύρια άλλες είναι τα δεκάδες σημεία ελέγχου και οι τεράστιες αφίσες με τα πρόσωπα «μαρτύρων», ανθρώπων που θυσιάστηκαν στο όνομα του προέδρου της Συρίας Μπασάρ Αλ Ασαντ.
Οι αγορές είναι κατάμεστες από κόσμο. Στις βιτρίνες των καταστημάτων υπάρχουν χαλιά και θήκες για κινητά τηλέφωνα ενώ πωλείται επίσης ασήμι και χρυσός, δίπλα από πάγκους οι ιδιοκτήτες των οποίων βγάζουν τα προς το ζην πουλώντας δαντελωτά εσώρουχα και στηθόδεσμους που ανοίγουν με ένα χτύπημα των χεριών!
Οι μάγειροι στην Παλιά Πόλη ψήνουν τα περίφημα κεμπάμπ τους και προσκυνητές εξακολουθούν να συρρέουν στη Δαμασκό για να επισκεφθούν το τέμενος Ουμαγιάντ. Ολοι όσοι επισκέπτονται την πολυτελή όπερα φορούν καλοραμμένα κοστούμια, οι άνδρες, και βραδινές τουαλέτες, οι γυναίκες, ενώ οι ανακοινώσεις εξακολουθούν να γίνονται στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα αραβικά, σχεδόν σαν να εξακολουθεί να είναι η Δαμασκός η κοσμοπολίτική μητρόπολη που υπήρξε –ιστορικά και προπολεμικά.
Στην πλατεία μπροστά από το κτίριο της όπερας κυριαρχεί μια γιγάντια αφίσα πάνω στην οποία αναγράφεται η φράση «Αγαπώ τη Δαμασκό». Τοποθετήθηκε εκεί από μια ειδική επιτροπή στο πλαίσιο διαφημιστικής εκστρατείας με στόχο την ανάδειξη της πόλης ενώ αναμένεται να διοργανώσει και έναν μαραθώνιο αγώνα δρόμου.
Η πρωτεύουσα της Συρίας αποτελεί το φρούριο του προέδρου Αλ Ασαντ και το κύριο όπλο του στον πόλεμο της προπαγάνδας. Και το μήνυμα που επιδιώκει να μεταδώσει με κάθε μέσο είναι ξεκάθαρο: η ζωή στη Δαμασκό και όπου αλλού επικρατούν οι καθεστωτικές δυνάμεις κυλά, υποτίθεται, με ρυθμούς φυσιολογικούς.
Εντύπωση προκαλεί στους γερμανούς δημοσιογράφους η απουσία ερειπίων, τουλάχιστον στους δρόμους και στις λεωφόρους της κεντρικής Δαμασκού. Κάθε φορά που τα πυρά των αντικαθεστωτικών πλήττουν την Παλιά Πόλη και τα πέριξ, εργάτες καταφθάνουν στο σημείο σκαρφαλωμένοι στις οροφές των ασθενοφόρων για να καλύψουν τα ορατά σημάδια του αιματηρού πολέμου. Ο Μπασάρ Αλ Ασαντ κάνει ό,τι μπορεί για παρουσιάσει τη Δαμασκό ως μια πόλη που ακμάζει στα ερείπια μιας χώρας που ήταν κάποτε η Συρία. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι εντελώς διαφορετική.
Χαοτική οικονομία, διαλυμένο κράτος
Η κατάσταση της οικονομίας είναι χαοτική, ακόμη και στην πρωτεύουσα, με τους εμπόρους να παραπονιούνται για την κατακόρυφη πτώση των εσόδων τους. Την ίδια ώρα, οι σχεδόν δύο εκατομμύρια πρόσφυγες που έχουν βρει καταφύγιο στην πόλη και τα περίχωρά της αγωνιούν για το πώς θα περάσει ο χειμώνας. Ελάχιστοι από αυτούς έχουν την οικονομική δυνατότητα να προμηθευτούν πετρέλαιο ή ξύλα για τις μικρές μεταλλικές σόμπες που χρησιμοποιούν οι φτωχοί κάτοικοι της Δαμασκού για να ζεσταθούν. Σε κάποιες από τις μονοκατοικίες της Παλιάς Πόλης ζουν έως και δέκα οικογένειες.
Τις νυχτερινές ώρες στους δρόμους κυριαρχεί ο ήχος των γεννητριών εξαιτίας των συχνών διακοπών στην ηλεκτροδότηση και στις φτωχογειτονιές οι άνθρωποι συγκεντρώνουν την ελάχιστη ηλεκτρική ενέργεια που τους παρέχεται σε μπαταρίες αυτοκινήτων από την Ταϊβάν. Ο πληθωρισμός καλπάζει καταστρέφοντας τα μέλη της μεσαίας τάξης με τη συριακή λίρα να έχει μόλις το ένα δέκατο της αξίας που είχε προπολεμικά.
«Οσο εξωφρενικό και αν ακούγεται, η Δαμασκός εξακολουθεί να είναι μια όμορφη πόλη, μια σχεδόν λειτουργική πόλη, τουλάχιστον επιφανειακά. Κάτω από την επιφάνεια, ωστόσο, αιμορραγεί μέχρι θανάτου με τους κατοίκους της είτε να συσπειρώνονται φοβισμένοι γύρω από τον δικτάτορά τους είτε να εγκαταλείπουν την πατρίδα τους είτε να πεθαίνουν» καταλήγουν οι ρεπόρτερ του «Spiegel».