Ο Ντόναλντ Τραμπ κάνει τελευταίως τα πάντα ώστε να δυσκολευτούν να τον ψηφίσουν πάρα πολλοί παραδοσιακοί Ρεπουμπλικανοί, δηλώνει μιλώντας στο «Βήμα» ο Μαρκ Πέτερσον, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και πρόεδρος του Τμήματος Δημόσιας Πολιτικής, Πολιτικών Επιστημών και Δικαίου στη Σχολή Δημόσιων Υποθέσεων Luskin του UCLA, τρεις μήνες πριν από τις εκλογές της 8ης Νοεμβρίου για την ανάδειξη του νέου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών.
«Ο σκληρός πυρήνας των ψηφοφόρων του Ντόναλντ Τραμπ αποτελείται από ένα σημαντικό και ως επί το πλείστον ακραία συντηρητικό τμήμα της εκλογικής βάσης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, παρότι κάποιες από τις θέσεις και τις ενέργειές του θα μπορούσαν υπό κανονικές συνθήκες να αποξενώσουν κάποιους από αυτούς, όπως τους ευαγγελικούς χριστιανούς. Και φυσικά υπάρχουν ολοένα και περισσότερες ενδείξεις ότι λαμβάνει ισχυρή υποστήριξη από λιγότερο μορφωμένους λευκούς, κυρίως άνδρες, οι οποίοι είναι –και πλέον το εκφράζουν ανοιχτά –ρατσιστές και μισαλλόδοξοι, αλλά και από όλους όσοι φοβούνται τους μετανάστες και τους τρομοκράτες καθώς πιστεύουν πως η λύση έγκειται στη βούληση ενός αυταρχικού ηγέτη. Αλλά υπάρχουν και πολλοί άλλοι που είναι τυπικοί Ρεπουμπλικανοί ή και μη υποστηρικτές του κόμματος που θεωρούν ότι πρέπει να αλλάξει το στάτους κβο ψηφίζοντας τον Τραμπ. Αναγνωρίζουν ότι είναι ακραίος αλλά πιστεύουν πως μπορεί να συμμαζευτεί» είπε ο κ. Πέτερσον.


Ιδεολογικός διχασμός

Ερωτώμενος για την εκλογική βάση των δύο υποψηφίων ο αμερικανός ακαδημαϊκός επεσήμανε ότι το πρώτο πράγμα που πρέπει να σημειωθεί είναι πως κατά τα τελευταία χρόνια στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ επικρατεί ένας ιδεολογικός διχασμός, γεγονός το οποίο ευνοεί τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο.
«Τα δύο πολιτικά κόμματα είναι αμφότερα περισσότερο ομοιογενή εσωτερικά. Οι Δημοκράτες είναι φιλελεύθεροι και οι Ρεπουμπλικανοί συντηρητικοί, ενώ έχει μειωθεί σημαντικά και ο αριθμός των φιλελεύθερων Ρεπουμπλικανών και των συντηρητικών Δημοκρατικών σε σχέση με το παρελθόν. Ταυτόχρονα τα χωρίζει μεγάλη απόσταση, με τους Δημοκράτες να παραμένουν στον χώρο της Κεντροαριστεράς και τους Ρεπουμπλικανούς να στρέφονται, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται από τους ηγέτες τους και τα μέλη του Κογκρέσου, περισσότερο προς τα δεξιά, σε σύγκριση, για παράδειγμα, με τη δεκαετία του 1990» εξήγησε.
Και προσδιόρισε πως «αυτή η ιδεολογική βάση των κομμάτων σημαίνει ότι ο εκάστοτε υποψήφιος του κάθε κόμματος κατέχει ήδη ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό του εκλογικού σώματος ως σταθερή βάση και κατ’ επέκταση θα ήταν εξαιρετικά απίθανο να σημειωθεί τον Νοέμβριο κάποια σαρωτική νίκη, όπως συνέβη το 1972, όταν ο Ρίτσαρντ Νίξον κατατρόπωσε τον γερουσιαστή Τζορτζ Μακ Γκόβερν, ή το 1984, όταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν κέρδισε σχεδόν κάθε Πολιτεία στη χώρα από τον αντιπρόεδρο Γουόλτερ Μοντέιλ. Οπότε ακόμη και ένας Ντόναλντ Τραμπ, ένας πραγματικά πρωτόγνωρος υποψήφιος ενός μεγάλου κόμματος που παραβαίνει όλους τους κανόνες που διέπουν την πολιτική και το αξίωμα της προεδρίας, ενδέχεται να επικρατήσει σε πολλές Πολιτείες λαμβάνοντας σημαντικό μέρος της λαϊκής ψήφου. Την ίδια ώρα πάρα πολλοί Ρεπουμπλικανοί θεωρούν πως η Χίλαρι Κλίντον, ως υποψήφια των Δημοκρατικών, βρίσκεται πολύ μακριά από αυτό που θεωρούν αποδεκτό και οι περισσότεροι δεν θέλουν να «σπαταλήσουν» την ψήφο για υποψηφίους μικρότερων κομμάτων που δεν θα κερδίσουν ούτε μία Πολιτεία. Αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ το τελευταίο διάστημα κάνει τα πάντα ώστε να δυσκολευτούν να τον υποστηρίξουν παρά πολλοί παραδοσιακοί Ρεπουμπλικανοί».


Ανάγκη για αισιοδοξία

Οσον αφορά το στρατόπεδο των Δημοκρατικών και την πρώην υπουργό Εξωτερικών και πρώην πρώτη κυρία των Ηνωμένων Πολιτειών ο κ. Πέτερσον ανέφερε πως η σημαντική ανάκαμψη της Χίλαρι Κλίντον στις δημοσκοπήσεις οφείλεται σε πολλούς παράγοντες.
Δέχτηκε μια σφοδρή επίθεση και πέρα από κάθε όριο κατά τη διάρκεια του εθνικού συνεδρίου των Ρεπουμπλικανών καθώς δεν συνηθίζεται κατά τη διάρκεια του συνεδρίου του ενός κόμματος ο προεδρικός υποψήφιος να φωνάζει πως πρέπει να φυλακιστεί ο υποψήφιος του άλλου κόμματος. Αλλά από τότε συνέβησαν δύο πράγματα.
Πρώτον, «οι Δημοκρατικοί κατάφεραν να διοργανώσουν το δικό τους συνέδριο με ουσιαστικό τρόπο και εμφανίστηκαν περισσότερο ενωμένοι και αποφασισμένοι από όσο είχε προβλεφθεί. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, η Μισέλ Ομπάμα και πολλοί άλλοι συνέβαλαν στο να εξασφαλίσει η Χίλαρι Κλίντον την υποστήριξη των ψηφοφόρων που απαρτίζουν την εκλογική βάση των Δημοκρατικών. Ταυτόχρονα η θετική έκβαση του συνεδρίου περιόρισε και τους ενδοιασμούς ανεξάρτητων ψηφοφόρων για μια ενδεχόμενη κυβέρνηση υπό την ηγεσία της κυρίας Κλίντον. Επιπλέον, σπάνια η πλειονότητα των ψηφοφόρων υποστηρίζει έναν υποψήφιο ο οποίος μιλάει μόνο για κατήφεια, καταστροφή και απελπισία και επιλέγει τον ψηφοφόρο που έχει φιλοδοξίες και κάποιο ελπιδοφόρο μήνυμα. Η ομιλία μέσω της οποίας αποδέχτηκε το προεδρικό χρίσμα ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν μία από τις πιο σκοτεινές στην ιστορία των ΗΠΑ, ενώ της Χίλαρι Κλίντον, παρότι δεν μπορεί να συγκριθεί με τις ομιλίες του Ρόναλντ Ρίγκαν ή του Μπαράκ Ομπάμα, ήταν αναμφισβήτητα θετική και είχε ενθαρρυντική χροιά».

Δεύτερον, «ο Ντόναλντ Τραμπ έχει κάνει σχεδόν τα πάντα από την ολοκλήρωση των συνεδρίων και μετά για να πανικοβάλει τους πάντες πέρα από τους πραγματικά αφοσιωμένους υποστηρικτές του και τους Ρεπουμπλικανούς που δεν μπορούν να μην ψηφίσουν τον υποψήφιο του κόμματός τους. Παρά τις όποιες αδυναμίες της, η Χίλαρι Κλίντον τόνισε τις γνώσεις και την εμπειρία που απέκτησε κατά τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση Ομπάμα, σε αντίθεση με τον κ. Τραμπ, και εξακολουθεί να υπάρχει ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος για το οποίο έχουν σημασία αυτά τα πράγματα» κατέληξε ο κ. Πέτερσον.

HeliosPlus