Εντονότατες πιέσεις δέχθηκαν οι τραπεζικές μετοχές στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια από το άνοιγμα κιόλας των αγορών την περασμένη Δευτέρα, καθώς τα πρόσφατα stress tests της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΒΑ) δεν κατάφεραν να καθησυχάσουν τους επενδυτές. Παρά το γεγονός ότι τα αποτελέσματα ήταν γενικά καλύτερα από τα αναμενόμενα, δεν ήταν αρκετά ικανοποιητικά ώστε να εξαλείψουν τους φόβους ότι κάποια –ακόμη και τα μεγαλύτερα –χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ευρωπαϊκής οικονομίας θα μπορούσαν να αποτύχουν στην περίπτωση μιας δεύτερης οικονομικής κρίσης.
Ο δείκτης Euro Stoxx, που περιλαμβάνει τις κορυφαίες ευρωπαϊκές τράπεζες, σημείωσε μια γερή βουτιά 3% την πρώτη ημέρα της εβδομάδας και η πτώση συνεχίστηκε με μεγαλύτερη ένταση και την Τρίτη, που οι απώλειες έφτασαν στο -5%. Τα αρνητικά επιτόκια που πλήττουν τα έσοδα των ευρωπαϊκών τραπεζών και το ταλανιζόμενο ιταλικό τραπεζικό σύστημα ήταν οι δύο ουσιαστικοί παράγοντες που βάρυναν στις αποφάσεις των επενδυτών.
«Η έντονη ανησυχία για τις ευρωπαϊκές τράπεζες μόλις δύο ημέρες μετά το τεστ αντοχής της EBA επέστρεψε καλπάζοντας στην επιφάνεια αντικατοπτρίζοντας τόσο την υφέρπουσα ευπάθεια ορισμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όσο και τον μικρό βαθμό αξιοπιστίας που φέρουν πλέον αυτά τα stress tests για τις χρηματοπιστωτικές αγορές» σχολιάζει στους «Financial Times» o επικεφαλής αναλυτής του Τμήματος Οικονομικής Στρατηγικής της αμερικανικής εταιρείας Miller Tabak.
Στην πρώτη γραμμή


Στη δεινότερη θέση βρέθηκαν οι γερμανικές Commerzbank και Deutsche Bank, οι ελβετικές UBS και Credit Suisse, η βρετανική Barclays και οι ιταλικές UniCredit και Monte dei Paschi di Siena (MPS), με την τελευταία να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του πυρός. Ειδικότερα η μετοχή της Commerzbank βρέθηκε να διολισθαίνει στο χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών (-8,2%, στα 5,28 ευρώ/μετοχή), οι UBS και Credit Suisse εμφάνισαν πτώση άνω του 6%, ενώ η UniCredit σημείωσε απώλειες άνω του 5%.
Οι αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του σχεδίου διάσωσης της MPS που ανακοίνωσε την περασμένη Παρασκευή ο ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι οδήγησαν στην κατακρήμνιση της μετοχής της ιταλικής τράπεζας κατά 8,7%. Tα stress tests της ΕΒΑ κατέδειξαν ότι η γηραιότερη τράπεζα της Ευρώπης διαθέτει αρνητικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Η πρόσφατη συμφωνία για τη χρηματοδότηση μέρους των «προβληματικών» δανείων της MPS φαινομενικά απομακρύνει το σενάριο του bail-in, κάτι που θα στερούσε πολιτικό κεφάλαιο από τον ιταλό πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του.
Ικανοποίηση Ρέντσι


Σημειωτέον ότι βάσει των κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ενωσης που ισχύουν από εφέτος οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν δημόσιους πόρους για τη στήριξη τραπεζών προτού επιβληθεί «κούρεμα» σε ομολογιούχους και καταθέτες.
Ο Ρέντσι εξέφρασε την ικανοποίησή του για το σχέδιο διάσωσης της γηραιότερης τράπεζας της Ευρώπης, το οποίο προβλέπει την πώληση 9,2 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενων δανείων και άντληση κεφαλαίων 5 δισ. ευρώ. «Χωρίς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και με μια ξεκάθαρη στρατηγική πιστεύω ότι αυτή η τράπεζα θα είναι ένα πολύ καλό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στο μέλλον» επεσήμανε σε συνέντευξή του στο CNBC ο επικεφαλής της σοσιαλιστικής κυβέρνησης της Ιταλίας.
Παρά το γεγονός ότι οι επόμενες εθνικές εκλογές της χώρας τοποθετούνται στο 2018, το πολιτικό διακύβευμα είναι υψηλό για τον Ρέντσι. Οπως μάλιστα σχολιάζουν οι «Financial Times», μια παρατεινόμενη αβεβαιότητα για το μέλλον του εθνικού τραπεζικού συστήματος μπορεί να κλονίσει την εμπιστοσύνη των Ιταλών προς τον ίδιο και την κυβέρνησή του, τη στιγμή μάλιστα που βρίσκεται στα σκαριά η διεξαγωγή δημοψηφίσματος κατά πάσα πιθανότητα τον προσεχή Νοέμβριο σχετικά με την εφαρμογή συνταγματικών μεταρρυθμίσεων. Πέρυσι δε ο Ρέντσι βρέθηκε αντιμέτωπος με σκληρή κριτική όταν μέσω της διαδικασίας του bail-in προχώρησε στην αναδιάρθρωση τεσσάρων μικρών τραπεζών, πλήττοντας και ανίδεους επί των κινδύνων αποταμιευτές.
Η Deutsche Bank


Στο επίκεντρο των συζητήσεων βρέθηκε κι ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο για την ευρωπαϊκή οικονομία: οι γερμανικές τράπεζες. Οι Deutsche Bank και Commerzbank, οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας, κατέλαβαν αμφότερες μια θέση στη λίστα με τις 12 πιο αδύναμες τράπεζες που κατέδειξε τo stress test. «Στο τελευταίο αυτό τεστ» επισημαίνει η Deutsche Welle «δεν ετίθετο θέμα επιτυχίας ή αποτυχίας των τραπεζών. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν τράπεζες που «πέρασαν» ή «κόπηκαν» στην άσκηση».

«Δεν ήταν ένα πραγματικό τεστ αντοχής. (…) Δεν μπορώ, για παράδειγμα, να καταλάβω γιατί η Deutsche Bank τα πήγε αυτή τη φορά καλύτερα στο stress test από ό,τι πριν από δύο χρόνια, τη στιγμή που έχουν επιδεινωθεί οι οικονομικές της επιδόσεις, έχει αποθεματικά δισεκατομμυρίων για δικαστικές διαμάχες, ενώ είναι τόσο ευάλωτη έναντι των αγορών πρώτων υλών αλλά και των αναδυόμενων οικονομιών»
σχολίασε προς τη Γερμανική Ραδιοφωνία Deutschlandfunk ο ευρωβουλευτής του γερμανικού κόμματος Η Αριστερά Φάμπιο ντε Μάζι.
Η Deutsche Bank παρακολουθείται στενά από τις αγορές και τους επενδυτές λόγω των πολλών προβλημάτων που έχουν βγει στην επιφάνεια. Πολλοί αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα αδύναμα κέρδη σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος αναδιάρθρωσης, τις όλο και αυστηρότερες τραπεζικές ρυθμίσεις αλλά και τους διαφαινόμενους νομικούς κινδύνους από τις δικαστικές διαμάχες στις οποίες έχει εμπλακεί θα οδηγήσουν αναπόφευκτα τη γερμανική τράπεζα στην αναζήτηση κεφαλαίων. Ωστόσο η διοίκηση της Deutsche Bank έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι δεν προτίθεται να προχωρήσει σε έκδοση νέων μετοχών.


ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΙ
Ωρολογιακή βόμβα τα «κόκκινα» δάνεια

Με αφορμή την περίπτωση της Monte dei Paschi και των ιταλικών τραπεζών εν γένει, ήρθε για ακόμη μία φορά στην επιφάνεια το πρόβλημα της επιβάρυνσης των ισολογισμών των ευρωπαϊκών τραπεζικών ιδρυμάτων με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Σύμφωνα με το Bloomberg, στη ζώνη του ευρώ το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων ανέρχεται σε 5,7% του συνόλου σε σύγκριση με 1,4% στη Βρετανία και 1,5% στις ΗΠΑ.
Ο ευρωβουλευτής του γερμανικού κόμματος Η Αριστερά Φάμπιο ντε Μάζι αποδίδει αυτή τη δυσχερή κατάσταση σε ένα ευρύτερο πρόβλημα: την αποτυχημένη οικονομική πολιτική της ευρωζώνης.

«Ενας από τους λόγους που οι τράπεζες δεν διαθέτουν δάνεια είναι το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν επαρκώς. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να απαλλαγούν από αυτά τα παλιά, «κόκκινα» δάνεια διότι δεν έχουν νέα και προσοδοφόρα επενδυτικά πρότζεκτ. Αυτό είναι μέρος του προβλήματος, κυρίως στη Νότια Ευρώπη. Εκεί θα πρέπει να μειωθούν τα «κόκκινα» δάνεια. Στην Ιταλία δεν έχει γίνει τίποτα επ’ αυτού και γι’ αυτόν τον λόγο πρόκειται για μια ωρολογιακή βόμβα»
δηλώνει χαρακτηριστικά στο κρατικό ενημερωτικό δίκτυο ο γερμανός ευρωβουλευτής.
Γι’ αυτό και πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι η ελάφρυνση των τραπεζικών ισολογισμών θα έχει πάνω απ’ όλα πολιτικό κόστος για τις εθνικές κυβερνήσεις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ