Τρεις παραδοσιακές οικογένειες της ελληνικής βιομηχανίας στο τέλος του 2016 θα κληθούν να λάβουν σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον των εταιρειών τους. Η οικογένεια του κ. Νίκου Στασινόπουλου της Σιδενόρ, η οικογένεια του κ. Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου της Χαλυβουργικής και η οικογένεια του κ. Νίκου Μάνεση της Χαλυβουργίας Ελλάδος θα βρεθούν αντιμέτωπες με τη σκληρή πραγματικότητα της αγοράς και τη βούληση των τραπεζών να μειωθεί η παραγωγή ώστε να ανταποκριθεί στη ζήτηση και να διαμορφωθούν βιώσιμα σχήματα.
Οποια επιχείρηση διαθέτει τις πιο αποδοτικές μονάδες και κυρίως όποιος μέτοχος στηρίξει με κεφάλαια την εταιρεία του θα έχει προβάδισμα για να είναι παρών και την επόμενη ημέρα του κλάδου.
Η αλήθεια είναι ότι ο κλάδος της χαλυβουργίας στην Ελλάδα επλήγη όσο κανείς άλλος στα χρόνια της κρίσης και η εικόνα του σήμερα δείχνει ότι δεν είναι ανατάξιμος.
Τα δάνεια των τριών χαλυβουργικών επιχειρήσεων προσεγγίζουν το 1,2 δισ. ευρώ, ενώ οι σωρευτικές ζημιές τα χρόνια της κρίσης ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ.
Η εγχώρια ζήτηση από 2,5 εκατ. τόνους το 2007 έχει κατακρημνιστεί στους 300.000 τόνους λόγω της πτώσης της οικοδομής και της στασιμότητας των μεγάλων δημοσίων έργων.
Επίσης οι εξαγωγές δεν είναι αποδοτικές, αφού ο ελληνικός χάλυβας, ενώ σε ποιότητα είναι εφάμιλλος ή και καλύτερος του ευρωπαϊκού, δεν είναι ανταγωνιστικός εξαιτίας του υπέρογκου λειτουργικού κόστους που οφείλεται στις αυξημένες τιμές ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου που πληρώνουν οι έλληνες χαλυβουργοί σε σχέση με τους ευρωπαίους σιδεράδες.
Αποτέλεσμα είναι να έχει κλείσει το εργοστάσιο της Χαλυβουργίας Ελλάδος στον Ασπρόπυργο και μονάδα της Χαλυβουργικής στην Ελευσίνα να λειτουργεί περιστασιακά ελάχιστες ημέρες τον χρόνο.
Ουσιαστικά λειτουργούν τρεις μονάδες (μία της Χαλυβουργίας Ελλάδος στον Βόλο και δύο της Σιδενόρ σε Θεσσαλονίκη και Αλμυρό) αλλά μόνο μία βάρδια και αυτή βράδυ για να έχουν χαμηλό ενεργειακό κόστος. Ακόμη και στις εν λειτουργία μονάδες ακολουθούνται προγράμματα εθελουσίας εξόδου και εκ περιτροπής εργασίας.
Οι εταιρείες τη δεκαετία του 2000 εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων αλλά και της οικοδομικής έξαρσης είχαν προχωρήσει σε μεγάλες επενδύσεις για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στη ζήτηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η παραγωγική δυναμικότητα των μονάδων φθάνει τα 4 εκατ. τόνους ετησίως (2 εκατ. η Σιδενόρ και από 1 εκατ. η Χαλυβουργική και η Χαλυβουργία Ελλάδος), ενώ, όπως προαναφέρθηκε, η εγχώρια ζήτηση έχει υποστεί καθίζηση στους 300.000 τόνους.
Τα υπέρογκα ποσά των δανείων χρηματοδότησαν αυτές τις επενδύσεις, οι οποίες λόγω της κρίσης δεν ήταν ανταποδοτικές. Το αντίθετο μάλιστα. Πλέον τα κόστη χρηματοδότησης είναι δυσβάστακτα και πολλές φορές μη εξυπηρετήσιμα. Οι εταιρείες έχουν προχωρήσει σε κάποιες ρυθμίσεις και πληρώνουν μόνο τόκους. Μια «άρρωστη» κατάσταση που επιτρέπει στις χορηγήσεις να μην «κοκκινίζουν» αλλά σε καμία περίπτωση δεν βγάζει από το αδιέξοδο.
«Από τον κλάδο γνωρίζουμε πως θα χάσουμε λεφτά. Στην καλύτερη περίπτωση η ζήτηση στην Ελλάδα με την επανεκκίνηση των μεγάλων έργων ίσως να φτάσει τους 700.000 τόνους. Οι εξαγωγές επίσης φέρνουν ζημιές. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο ανοχής με τις εταιρείες και δεν έχουμε καταγγείλει δάνεια. Κάποια αιτήματα για νέες χορηγήσεις έχουν απορριφθεί» αναφέρει στο «Βήμα της Κυριακής» τραπεζίτης που διαχειρίζεται τα δάνεια των χαλυβουργιών.
Στο πλαίσιο αυτό οι τέσσερις συστημικές τράπεζες αποφάσισαν να αναλάβουν πρωτοβουλίες με στόχο τη βιωσιμότητα του κλάδου ώστε να ανακτήσουν στο μέλλον κάποια από τα δανειακά κεφάλαια που έχουν χορηγήσει. Εχουν αναθέσει στην εταιρεία Alvarez & Marsal να εκπονήσει μια μελέτη βιωσιμότητας για τον κλάδο. Στελέχη της Alvarez & Marsal θα επισκεφθούν τις μονάδες και των τριών εταιρειών για να συλλέξουν στοιχεία και οι διοικήσεις τους έχουν διαμηνύσει ότι θα συνεργαστούν μαζί τους. Στόχος είναι να αναδειχθούν τα αποδοτικότερα εργοστάσια, αυτά δηλαδή που παράγουν ποιοτικό προϊόν με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Αμέσως μετά θα κληθούν από τους τραπεζίτες οι βασικοί μέτοχοι για να βρουν μια λύση που εκ των πραγμάτων θα είναι επώδυνη για κάποιους.
«Κάποιος θα πρέπει να κλείσει. Η αγορά δεν τους χωράει όλους. Οποιος βεβαίως βάλει λεφτά στην εταιρεία του θα έχει το προβάδισμα. Σε καμία περίπτωση οι τράπεζες δεν θα αναλάβουν μετοχικό έλεγχο. Θα αξιώσουμε και θα προωθήσουμε συγχωνεύσεις και συνεργασίες ή ακόμη και κλείσιμο μονάδων. Η προσφορά πρέπει να μειωθεί. Αλλιώς όλοι θα καταστραφούν και το γνωρίζουν και οι ίδιοι επιχειρηματίες» επισημαίνει στο «Βήμα» η ίδια τραπεζική πηγή.
Βεβαίως το εγχείρημα δεν θα είναι εύκολο και για τις ίδιες τις τράπεζες. Εκτός του ότι θα πρέπει να διαγράψουν δάνεια και να υποστούν τη ζημιά, θα παιχθεί μεταξύ τους και ένα power game για το ποιον θα σώσουν και ποιον όχι. Και αυτό γιατί κάθε τράπεζα έχει διαφορετική έκθεση δανείων ανά εταιρεία. Για παράδειγμα, τα περισσότερα δάνεια στη Χαλυβουργική έχουν δοθεί από Πειραιώς και Εθνική και στη Χαλυβουργία Ελλάδος από την Alpha. H ουσία όμως είναι ότι και οι τέσσερις τράπεζες –οι τρεις προαναφερόμενες και η Eurobank –έχουν άμεσο συμφέρον να γίνει ένα ξεκαθάρισμα στον κλάδο. Η μελέτης της Alvarez & Marsal για τον κλάδο, στον οποίο σήμερα απασχολουνται περίπου 2.000 εργαζόμενοι, θα παραδοθεί τέλος Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου.
Ενεργειακό κόστος
Ανισος ανταγωνισμός με τους Ευρωπαίους
Οι ελληνικές βιομηχανίες –και όχι μόνο οι χαλυβουργίες –πληρώνουν το ηλεκτρικό ρεύμα ως 60 ευρώ τη μεγαβατώρα έναντι 35-40 ευρώ των ευρωπαίων ανταγωνιστών τους, ενώ και η τιμή του φυσικού αερίου είναι κατά 40% πάνω σε σχέση με το εξωτερικό. Η διαφορά αυτή οφείλεται κυρίως στους αυξημένους φόρους που έχει βάλει το κράτος για να αντιμετωπίσει το δημοσιονομικό κενό αλλά και στις μονομερείς αυξήσεις της ΔΕΗ η οποία δεν μπορεί να ελέγξει τα δικά της κόστη. Από το τέλος του 2010 οι ενεργοβόρες βιομηχανίες είχαν λάβει διαβεβαιώσεις ότι θα μειωθούν οι φόροι, γι’ αυτό ξεκίνησαν εξαγωγές. Τα πήγαν πολύ καλά τη διετία 2010-2011. Πωλούσαν βέβαια με ζημιές γιατί ήθελαν να κερδίσουν μερίδια αγοράς, καθώς δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τους ιταλούς, ισπανούς και πορτογάλους σιδεράδες που είχαν πολύ χαμηλότερα ενεργειακά κόστη. Οι υποσχέσεις όμως δεν τηρήθηκαν και υποχρεώθηκαν να διακόψουν τη ζημιογόνα αυτή δραστηριότητα.
Ενεργειακό κόστος
Ανισος ανταγωνισμός με τους Ευρωπαίους
Οι ελληνικές βιομηχανίες –και όχι μόνο οι χαλυβουργίες –πληρώνουν το ηλεκτρικό ρεύμα ως 60 ευρώ τη μεγαβατώρα έναντι 35-40 ευρώ των ευρωπαίων ανταγωνιστών τους, ενώ και η τιμή του φυσικού αερίου είναι κατά 40% πάνω σε σχέση με το εξωτερικό. Η διαφορά αυτή οφείλεται κυρίως στους αυξημένους φόρους που έχει βάλει το κράτος για να αντιμετωπίσει το δημοσιονομικό κενό αλλά και στις μονομερείς αυξήσεις της ΔΕΗ η οποία δεν μπορεί να ελέγξει τα δικά της κόστη. Από το τέλος του 2010 οι ενεργοβόρες βιομηχανίες είχαν λάβει διαβεβαιώσεις ότι θα μειωθούν οι φόροι, γι’ αυτό ξεκίνησαν εξαγωγές. Τα πήγαν πολύ καλά τη διετία 2010-2011. Πωλούσαν βέβαια με ζημιές γιατί ήθελαν να κερδίσουν μερίδια αγοράς, καθώς δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τους ιταλούς, ισπανούς και πορτογάλους σιδεράδες που είχαν πολύ χαμηλότερα ενεργειακά κόστη. Οι υποσχέσεις όμως δεν τηρήθηκαν και υποχρεώθηκαν να διακόψουν τη ζημιογόνα αυτή δραστηριότητα.
Παράλληλα, οι μειώσεις της τάξης του 10% που είχε δώσει η ΔΕΗ το 2014 καταργήθηκαν με το τελευταίο Μνημόνιο. Ενδεικτικό των άνισων όρων του ανταγωνισμού είναι ότι ο ιταλός βιομήχανος, αν το κόστος της ενέργειας ξεπεράσει το 3% του τζίρου, παίρνει επιδότηση από το ιταλικό Δημόσιο, ενώ πρόσφατα η ΕΕ έδωσε το πράσινο φως στη Βρετανία προκειμένου να επιδοτήσει τις αγορές ενέργειας των βιομηχανιών της σε ποσοστό ως 70% του συνολικού κόστους.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ