«Τι είναι το μυθιστόρημα είναι δύσκολο να πούμε… Πρόκειται για είδος που αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα ακριβούς ορισμού του» υποστηρίζει ο άγγλος θεωρητικός Τέρι Ιγκλετον (The English Novel: An Introduction, Wiley-Blackwell, 2004), διότι «το μυθιστόρημα κατασπαράσσει άλλους λογοτεχνικούς τρόπους και αναμειγνύει τα κομμάτια τους αδιακρίτως».
Απροσδιόριστες και οι αρχές του. Κατάγεται από το έπος, πρόγονοί του είναι τα ερωτικά – περιπετειώδη αρχαιοελληνικά μυθιστορήματα των ελληνιστικών χρόνων ή οι έμμετρες ερωτικές μυθιστορίες του Μεσαίωνα; Είναι μοιρασμένοι οι ιστορικοί του μυθιστορήματος. Μεγάλη διάδοση γνωρίζει η άποψη ότι πρόκειται για προϊόν της νεωτερικότητας, που εμφανίζεται στα τέλη του 17ου αιώνα ή αργότερα.
Στα δικά μας γράμματα, συστηματικά για το είδος ενδιαφέρεται ο Αδαμάντιος Κοραής που εξελίσσεται στον πρώτο ιστορικό και θεωρητικό του νεοελληνικού μυθιστορήματος, προτείνοντας το 1804 τον όρο «μυθιστορία» για να ονοματίσει το είδος που οι Γάλλοι αποκαλούν «roman», αντί των μεταφραστικών δανείων «ρωμάντζον» και «ρωμανόν».
Την πορεία του είδους στα χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους εκθέτουν αναλυτικά σήμερα ο Νάσος Βαγενάς και η Σοφία Ντενίση.
Το ερώτημα βέβαια είναι πόσοι γνωρίζουν τον Λέανδρο (1834) του Παναγιώτη Σούτσου –έχει θεωρηθεί το πρώτο νεοελληνικό μυθιστόρημα –ή τη σπαρταριστή και καυστική πρωτοπρόσωπη Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι (1870) του υπαξιωματικού Χ. Δημόπουλου, που περιγράφει με οξυδέρκεια στοιχεία του προσώπου της ελληνικής κοινωνίας απαράλλαχτα ως σήμερα;
ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ
Η ηρωική εποχή της πεζογραφίας μας
Η μυθοπλασιακή παραγωγή των πρώτων πενήντα χρόνων του ελληνικού κράτους είναι σήμερα λιγότερο ασήμαντη απ’ ό,τι πιστευόταν και λιγότερο διαφορετική από εκείνη που ακολούθησε μετά το 1880. Ωστόσο επί έναν περίπου αιώνα, ως το τέλος της δεκαετίας του 1980, βρισκόταν σε ανυποληψία εξαιτίας του γλωσσικού προβλήματος και της πεποίθησης ότι τα λογοτεχνικά έργα αυτής της εποχής γράφονταν σε μια γλώσσα τεχνητή: «Ο,τι λογοτεχνικό γράφθηκε στην καθαρεύουσα», σημείωνε το 1939 ο Κ. Θ. Δημαράς, «μένει έξω από τη ζωντανή γραμματεία».
Καθαρότερη εικόνα

Ηταν κυρίως οι πολιτισμικές ζυμώσεις της πρώτης δεκαετίας της Μεταπολίτευσης, με την υπέρβαση των ακροτήτων του δημοτικιστικού αγώνα, εκείνο που επέτρεψε σε μια νεότερη γενιά μελετητών να ερευνήσει και να περιγράψει με καθαρότερη ματιά την εικόνα της πεζογραφίας αυτής της περιόδου. Τέσσερα είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της εικόνας που οι έρευνες αυτές έχουν τροποποιήσει: α) η άποψη περί ισχνής μυθοπλασιακής παραγωγής· β) η πεποίθηση ότι η μυθιστοριογραφία της περιόδου αρχίζει με το ιστορικό μυθιστόρημα, και ότι το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί το κυρίαρχο είδος της· γ) η διαπίστωση ότι ο σύγχρονος κοινωνικός προβληματισμός και το ρεαλιστικό στοιχείο δεν εμφανίζονται παρά στα μέσα της δεκαετίας του 1850· και δ) η βεβαιότητα ότι η γλώσσα των μυθιστορημάτων της περιόδου είναι καθ’ ολοκληρίαν τεχνητή, διαφορετική από την ομιλουμένη, και ότι η ζωντανή γλώσσα μπαίνει σε αυτά μόνο μετά το 1870, με τους διαλόγους που περιέχουν.
Ως προς το πρώτο: ο αριθμός των αυτοτελώς εκδεδομένων μυθιστορηματικών έργων, ποικίλης εκτάσεως, δεν ήταν περίπου 30, όπως συναγόταν από τις απαριθμήσεις τους στις Ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας και στις μελέτες για την πεζογραφία της περιόδου, αλλά περίπου 120 (Σοφία Ντενίση). Ως προς το δεύτερο: το ιστορικό μυθιστόρημα εμφανίζεται το 1850 με τον Αυθέντη του Μωρέως του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή (τα έως τότε δημοσιευόμενα μυθιστορήματα δεν είναι ιστορικά, όπως και αν ορίσουμε την έννοια του είδους), γνωρίζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξή του κατά τη δεκαετία του 1860, και δεν αποτελεί το κυρίαρχο είδος της πεντηκονταετίας. Οσο για τον ρεαλισμό, αυτός εμφανίζεται σε ορισμένα προ του 1855 μυθιστορήματα, ενώ προσεκτικότερη εξέταση δείχνει ότι η πεζογραφική γλώσσα ήταν σε σημαντικό βαθμό ζωντανή, με ένα ευρύ φάσμα μορφικών τύπων, ο γενικός χαρακτηρισμός των οποίων με τον όρο καθαρεύουσα είναι περιοριστικός (αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν καθαρεύουσα έχαιρε τότε ενός σημαντικού βαθμού προφορικότητας).
Θεματική ποικιλία

Η διάλυση της βεβαιότητας περί ολιγάριθμων πεζογραφικών έργων έκανε περισσότερο ευδιάκριτη τη θεματική ποικιλία της περιόδου. Παρότι θα μπορούσαμε, γενικεύοντας, να ονομάσουμε την όλη παραγωγή ρομαντική και να διακρίνουμε χοντρικά τρεις θεματικές κατευθύνσεις (ρομαντική-«ηθογραφική», ρομαντική-ιστορική και ρομαντική-ερωτική), οι προσμίξεις στοιχείων μεταξύ των τριών κατευθύνσεων και η προσθήκη άλλων στοιχείων (λ.χ. του πολιτικού) δυσκολεύουν την ειδολογική ταξινόμηση των έργων. Πάντως η προσπάθεια απεικόνισης της σύγχρονης πραγματικότητας εμφανίζεται ισχυρότερη από την επιθυμία φυγής από την πραγματικότητα, η οποία εθεωρείτο το κυρίαρχο μυθοπλασιακό αίσθημα, εκφραζόμενο από την, υποτιθεμένως ως επί το πλείστον ιστορική, μυθιστοριογραφία της περιόδου. Η προσπάθεια αυτή, που εμφανίζεται κυρίως με τα «ηθογραφικά» πεζογραφήματα, με εκείνα δηλαδή που επιχειρούν να περιγράψουν κοινωνικά ήθη της εποχής, προσλαμβάνει συχνά εκείνα τα χαρακτηριστικά που αργότερα θα ονομαστούν ρεαλισμός.
Τα έργα

Τα σημαντικότερα έργα αυτής της περιόδου συγκροτούν μιαν αξιόλογη μυθιστορηματική παράδοση προλειαίνοντας το έδαφος γι’ αυτό που θα ακολουθήσει μετά το 1880. Τον δρόμο ανοίγουν οι αδελφοί Σούτσοι, με τον Λέανδρο ο Παναγιώτης (1834) και με τον Εξόριστο του 1831 ο Αλέξανδρος (1835). Ερωτικοπατριωτικό το πρώτο και ρεαλιστικό το δεύτερο, εκφράζουν τα αισθήματα των συγγραφέων τους για την κατάσταση των πρώτων χρόνων του νεοσύστατου κράτους, με ευδιάκριτες ουτοπικο-σοσιαλιστικές (σαινσιμονικές) αναζητήσεις. Πικαρικά (μυθιστορήματα της περιπετειώδους περιπλάνησης) με ισχυρά (εν οις σατιρικά) στοιχεία κοινωνικής κριτικής είναι ο Πολυπαθής του Γρηγορίου Παλαιολόγου (1839) και ο Πίθηκος Ξουθ του Ιακώβου Πιτσιπίου (1848), ενώ ο Ζωγράφος του πρώτου (1842) δίνει μιαν εναργή εικόνα των ηθών «εις την πατόκορφα εξευρωπαϊσθείσαν Ελλάδα». Με τον Αυθέντη του Μωρέως ο Ραγκαβής, στην έξαψη της Μεγάλης Ιδέας, αναπλάθει εθνικορομαντικά ένα ιστορικό επεισόδιο της φραγκοκρατούμενης Πελοποννήσου. Στο πλαίσιο της διαπλοκής του αστικού στοιχείου με τον αγροίκο κόσμο της υπαίθρου (στην οποία σημαίνοντα ρόλο διαδραματίζει το πρόβλημα της ληστείας) ο Θάνος Βλέκας του Πάνου Καλλιγά (1855) απεικονίζει με ρεαλιστική ματιά φλέγοντα ζητήματα της εποχής. Με εμφανείς σατιρικές αναφορές στη σύγχρονή του ελληνική πραγματικότητα συντάραξε την Αθήνα του 1866 η ιδιοφυής «μεσαιωνική μελέτη» της Πάπισσας Ιωάννας του Εμμανουήλ Ροΐδη, ενώ στους γραμμένους μετά την κρητική επανάσταση του 1866 Κρητικούς γάμους ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1871) ζωντανεύει εθνικοφρονηματικά την αποτυχημένη κρητική επανάσταση του 1570 της ενετοκρατούμενης Κρήτης. Απομνημονευματικής φύσεως ο Λουκής Λάρας του Δημητρίου Βικέλα (1879) αφηγείται με αντιηρωική, πραγματιστική διάθεση, τον περιπετειώδη αγώνα επιβίωσης, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1870, ενός χιώτη εμπόρου.
Στην περίοδο αυτή, παρότι δημοσιεύτηκε το 1882, ανήκει ο, κατά βάσιν αυτοβιογραφικός, Αλί Χουρσίντ μπέης του Βασιλείου Νικολαΐδη, που μυθιστορεί τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός υιοθετημένου από έναν τούρκο πασά ελληνόπουλου που θα γίνει αξιωματικός του ελληνικού στρατού.
Η ανάπτυξη του μυθιστορήματος προϋποθέτει την ανάπτυξη αστικών κοινωνιών. Αν σκεφτεί κανείς ότι το σύνολο των κατοίκων της Αθήνας και του Πειραιά ήταν το 1834 12.500, το 1850 30.044 και το 1870 55.473, δεν μπορεί να μη διαπιστώσει ότι τα έργα της μυθοπλασιακής πεζογραφίας της Ρομαντικής μας περιόδου υπερβαίνουν, ως προς τον αριθμό και την ποιότητα όχι λίγων από αυτά, τις υλικές συνθήκες της παραγωγής τους.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΣΟΦΙΑ ΝΤΕΝΙΣΗ
«Συ κύριε έγραψες μυθιστορίας…»

Ο 19ος αιώνας κατέχει αναμφισβήτητα τα πρωτεία στον χώρο των λογοτεχνικών «μύθων» σε μια χώρα γνωστή ούτως ή άλλως παγκοσμίως για τη μυθολογία της. Ως τις ημέρες μας επιβιώνει ο μύθος της καθυστερημένης έλευσης του μυθιστορήματος, είδους που απαιτεί προηγμένες κοινωνικές δομές τις οποίες δεν διέθετε η «καθυστερημένη» ελληνική κοινωνία. Αλλά και κάποιοι που δεν υιοθέτησαν την παραπάνω άποψη υποστήριξαν ή υποστηρίζουν ακόμη πως το πρώτο είδος που καλλιεργήθηκε ήταν αυτό του ιστορικού μυθιστορήματος ή πως η μυθιστορηματική παραγωγή ως το 1880 ήταν αναιμική και υπηρετούσε πατριωτικά, εθνεγερτικά και ψυχωφελή ιδεώδη, αντιλήψεις που έχουν καταρριφθεί ήδη από τη δεκαετία του 1990. Υπάρχουν όμως και άλλοι μύθοι σε σχέση με την πεζογραφική παραγωγή του 19ου αιώνα, όπως αυτός της ανυπαρξίας διηγήματος πριν από τη δεκαετία του 1880 ή αυτός της κυριαρχίας της ηθογραφίας κατά την ίδια δεκαετία.
Γιατί δημιουργήθηκαν αυτοί οι μύθοι; Οι προφανείς λόγοι είναι η ως πρόσφατα έλλειψη βιβλιογραφικών εργαλείων που να διαφωτίζουν την εν λόγω περίοδο, καθώς και οι δύσκολες ερευνητικές συνθήκες στις ελληνικές βιβλιοθήκες. Λόγοι που τείνουν τώρα να εκλείψουν αφενός με την έκδοση και την ηλεκτρονική διάθεση αξιόπιστων βιβλιογραφικών εργαλείων για τον 19ο αιώνα, καθώς και με την ψηφιακή διάθεση μεγάλου μέρους του υλικού του προπερασμένου αιώνα από τις βιβλιοθήκες.
Ο Παλαμάς και το μυθιστόρημα

Υπάρχει όμως επιπλέον και ένας «κεκρυμμένος» λόγος, πολυπλοκότερος, ο οποίος χρήζει ερμηνείας. Στην ανίχνευσή του θα μας βοηθήσει το σχόλιο του Mario Vitti πως «ο Παλαμάς ξεκινά για μια επανάκτηση του παρελθόντος επιλέγοντας συστηματικά τους προγόνους του», καθώς και η διαπίστωσή του πως «προσδιορίζει το έτος 1880 ως αφετηρία μιας νέας ιστορικής εποχής» (Μ. Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Οδυσσέας, 2008, σελ. 292). Και εκεί βρίσκεται ενδεχομένως το κλειδί για την επικράτηση της αντίληψης πως τίποτα δεν υπήρχε στο πεδίο της πεζογραφίας πριν από τη δεκαετία του 1880. Αν μελετήσει κανείς τις απόψεις της κριτικής της γενιάς του Παλαμά θα ανακαλύψει πως σε αυτήν οφείλονται οι βασικοί μύθοι οι σχετικοί με την απαξίωση της πεζογραφικής παραγωγής που προηγήθηκε. Και οι λόγοι είναι πολλοί και πολυσύνθετοι.
Αφενός η χαμηλή υπόληψη του μυθιστορηματικού είδους έναντι της υψηλής θέσης της ποίησης, υπόληψη η οποία μειώνεται ακόμη περισσότερο λόγω των ηχηρών αντιδράσεων μπροστά στο φαινόμενο της σαρωτικής δημοτικότητας των μεταφρασμένων, κυρίως γαλλικών «ανήθικων» μυθιστορημάτων, τα οποία διαβάζει μετά πάθους το διψασμένο για περιπέτειες, έρωτες και πάθη αναγνωστικό κοινό. «Συ κύριε έγραψες μυθιστορίας…» κατηγόρησαν τον αξιοσέβαστο λόγιο και πολιτικό Α. Ρ. Ραγκαβή επειδή είχε γράψει μυθιστορήματα. Αφετέρου η επίδραση των έργων αυτών στην όχι αριθμητικά ευκαταφρόνητη πρωτότυπη παραγωγή είχε ως αποτέλεσμα ένας μεγάλος αριθμός έργων να «κοιτά» έντονα προς τη Δύση με «ξενικές» υποθέσεις οι οποίες δεν βοηθούσαν τις εθνικές επιδιώξεις. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως το σύνολο της πεζογραφικής παραγωγής ακολουθούσε αυτούς τους κανόνες. Υπήρχαν ασφαλώς και οι εξαιρέσεις και δεν είναι τυχαίο πως οι όποιες επιβιώσεις ανήκουν στις εξαιρέσεις, δηλαδή σε έργα με ελληνικές υποθέσεις (Η Ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως του Στέφανου Ξένου, Η ορφανή της Χίου του Ιάκωβου Πιτσιπιού, Ο Κατσαντώνης του Κωνσταντίνου Ράμφου κ.ά.). Τα έργα αυτά χαιρετίζονται ως εθνωφελή σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί το αίτημα για δημιουργία «εθνικού μυθιστορήματος». Το αίτημα αυτό θα οδηγήσει τελικά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα στην επικράτηση της ηθογραφίας μέσω του διηγήματος.
Οι ανωτέρω λόγοι μαζί με την καθαρεύουσα ή ακόμη και αρχαΐζουσα γλώσσα στην οποία είναι γραμμένα τα περισσότερα μυθιστορήματα, η οποία υιοθετείται για εθνικούς λόγους, αρκούν για να ριφθούν από τους μεταγενέστερους, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στο πυρ το εξώτερον. Ετσι αφέθηκαν στη λήθη οι καθόλου αριθμητικά ευκαταφρόνητες προσπάθειες για συγγραφή μυθιστορήματος δεκάδων, συχνά αυτοσχέδιων, μυθιστοριογράφων.
Η πεζογραφία του 19ου αιώνα με αριθμούς

Στην αναθεωρημένη και επεκταμένη ως το 1900 εκδοχή παλαιότερου καταλόγου αυτοτελώς εκδομένων μυθιστορημάτων και διηγημάτων (Σ. Ντενίση, Ο Πολίτης, 109 [1990], 55-63), σε τελικό στάδιο σήμερα, σε συνεργασία με τον συνάδελφο Λάμπρο Βαρελά, για την περίοδο 1834 ως το 1880 έχουμε 154 τίτλους, εκ των οποίων οι 117 ανήκουν σε μυθιστορήματα και οι 37 σε διηγήματα. Από τα παραπάνω μυθιστορήματα περισσότερα από 30 γνωρίζουν δεύτερες, τρίτες ή ακόμη και τέταρτες εκδόσεις, ενώ δεύτερες και τρίτες εκδόσεις γνωρίζουν 12 διηγήματα. Τα ανωτέρω στοιχεία φανερώνουν πως ούτε ισχνός είναι ο αριθμός των πρωτότυπων μυθιστορημάτων ούτε είναι έργα χωρίς απήχηση στην εποχή τους και ακόμη πως υπήρχε διηγηματική παραγωγή και κατά την πρώτη πεντηκονταετία του 19ου αιώνα.
Οσον αφορά τη δεκαετία του 1880, την υποτιθέμενη δεκαετία του διηγήματος και της ηθογραφίας, η καταγραφή μας δίνει 124 τίτλους, εκ των οποίων 79 ανήκουν σε νέα μυθιστορήματα και μόνο 12 σε νέα διηγήματα, ενώ 32 τίτλοι ανήκουν σε επανεκδόσεις παλαιότερων μυθιστορημάτων και δύο είναι δεύτερες εκδόσεις μυθιστορημάτων της ίδιας δεκαετίας. Η αυτοψία των έργων φανέρωσε πως ειδολογικά η μικρότερη κατηγορία ήταν αυτή των ηθογραφικών έργων (5 διηγήματα στο σύνολο της παραγωγής). Τέλος, η δεκαετία του 1890 δίνει ανατρεπτικά στοιχεία με 135 πεζά έργα, εκ των οποίων 54 είναι μυθιστορήματα ενώ 82 διηγήματα. Αυτή τη δεκαετία εξαφανίζονται σχεδόν τα παλαιότερα ονόματα πεζογράφων με εξαίρεση τους Βικέλα, Ξένο και Ράμφο που επανεκδίδονται.
Με βάση την παραπάνω καταγραφή μπορούμε να πούμε πως ο 19ος αιώνας έδωσε 381 πρωτότυπα πεζογραφήματα, εκ των οποίων τα 250 είναι μυθιστορήματα και τα 131 διηγήματα/συλλογές διηγημάτων (82 εξ αυτών δημοσιεύτηκαν τη δεκαετία του 1890). Τα έργα αυτά μαζί με τις επανεκδόσεις τους υπολογίζονται στους 460 τίτλους. Νομίζω ότι οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Τώρα αν πρόκειται για σπουδαία λογοτεχνία αυτό είναι ένα άλλο ερώτημα.
Η κυρία Σοφία Ντενίση είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ