Η Τουρκία μετατρέπεται σταδιακά από «κράτος του ενός ανδρός» σε «καθεστώς του ενός ανδρός», προειδοποιούσαν οι αναλυτές του φαινομένου Ερντογάν, κατά την τελευταία τουλάχιστον τριετία. Το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου εμπέδωσε έτι περαιτέρω την κυριαρχία του Ερντογάν στο εσωτερικό της χώρας και τόνωσε την αυτοπεποίθηση και κυρίως την επιμονή του να συστήσει ένα αυταρχικό προεδρικό κράτος όπου το σύνολο των κυβερνητικών υπηρεσιών καθώς και των φορέων επιβολής του νόμου και άμυνας θα υπόκεινται πλήρως στον προσωπικό του έλεγχο. Ωστόσο οι αποφάσεις και οι ενέργειες της τουρκικής κυβέρνησης από την επόμενη κιόλας ημέρα του πραξικοπήματος (το κύμα εκκαθαρίσεων, προγραφών και διώξεων στον στρατό, στην αστυνομία, στο δικαστικό σώμα, ακόμη και στον χώρο της εκπαίδευσης) το μόνο που θα καταφέρουν είναι η προσωρινή κατίσχυση της πολιτικής κυριαρχίας του Ερντογάν και του κόμματός του, καθώς θα βαθύνουν τον διχασμό της τουρκικής κοινωνίας και θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις μιας δυναμικής εσωτερικής σύγκρουσης, η οποία μπορεί είτε –στην αισιόδοξη εκδοχή –να παραμείνει εντός του συνταγματικού πλαισίου (μέσω της σύμπηξης ενός αντιπολιτευτικού μετώπου από ετερόκλητες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα επιχειρήσουν μέσω εκλογών να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας) είτε να εκδηλωθεί εκτός αυτού (προσπάθεια ενός νέου πραξικοπήματος).
Το βέβαιο είναι ότι ενώ οι κίνδυνοι για την εσωτερική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη μετά την απόπειρα του πραξικοπήματος αυξάνονται οι κρατικοί θεσμοί στην Τουρκία υπονομεύονται και αποδυναμώνονται. Οι μαζικές εκκαθαρίσεις και διώξεις πολιτών που δεν είναι αρεστοί στο καθεστώς Ερντογάν οδηγούν σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση ένα ήδη εξαιρετικά βεβαρημένο εσωτερικό μέτωπο πολλαπλών (οικονομικών, πολιτικών, εθνοτικών, θρησκευτικών κ.ά.) αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων, και καθιστούν περισσότερο περίπλοκο ένα ήδη σύνθετο και απρόβλεπτο περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αποσταθεροποιητικές εξελίξεις (Κουρδικό, Προσφυγικό, τρομοκρατία). Το μοντέλο της Τουρκίας ως του κοσμικού κράτους που συνιστά πόλο σταθερότητας στην εύφλεκτη περιοχή της Μέσης Ανατολής δεν υφίσταται. Η γεωγραφική βεβαίως θέση της Τουρκίας δεν έχει αλλάξει και η γεωπολιτική της αξία παραμένει σημαντική, αλλά η αξιοπιστία της έχει σοβαρότατα πληγεί.

Το κεντρικό ερώτημα, ειδικά για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη που ενδιαφέρονται για τη «σταθερότητα και τη συνέχεια» στην Τουρκία, είναι αν και με ποιον τρόπο η μετακίνηση της τουρκικής κυβέρνησης προς ακόμη αυταρχικότερες κατευθύνσεις στο εσωτερικό θα επηρεάσει την εξωτερική της συμπεριφορά, κυρίως όσον αφορά τη σύμπηξη μιας διεθνούς συμμαχίας αποτελεσματικής αντιμετώπισης του ISIS. Για να το θέσουμε διαφορετικά: αν το αναμφίβολα πρώτο θύμα του πραξικοπήματος είναι η δημοκρατία και το κράτος δικαίου στην Τουρκία, τι προοιωνίζεται για την εξωτερική της συμπεριφορά το ενδεχόμενο πλήρους απώλειας της ήδη σοβαρότατα πληγείσας διεθνούς αξιοπιστίας της;

Ηδη κατά την τελευταία τριετία, ειδικότερα από τις εξελίξεις στο πάρκο Gezi και ως την πρόσφατη απόπειρα πραξικοπήματος, η εξωτερική συμπεριφορά της Τουρκίας υπαγορευόταν από τις εσωτερικές προτεραιότητες του πολιτικού επικυρίαρχου Ερντογάν και την ικανοποίηση αποκλειστικά του εσωτερικού πολιτικού του ακροατηρίου. Η προβολή της λογικής που οδήγησε στις επανειλημμένες νίκες έναντι των πολιτικών του αντιπάλων στις διεθνείς σχέσεις της Τουρκίας (επιθετικότητα, μυωπικές πολιτικές βελτιστοποίησης βραχυπρόθεσμων κερδών, τυχοδιωκτική συμπεριφορά) αποδείχθηκε αντιπαραγωγική και οδήγησε τελικώς σε αυτό που εύστοχα ονομάστηκε «υπέροχη απομόνωση» (splendid isolation) της Τουρκίας.
Με μεγάλη καθυστέρηση, μόλις λίγες εβδομάδες πριν από το πραξικόπημα, και αφού διαπίστωσε ότι το συνεχώς συσσωρευόμενο πολιτικό και οικονομικό κόστος των επιλογών του στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής συνεχώς μεγάλωνε, ο Ερντογάν αναζήτησε ένα σημείο ισορροπίας μεταξύ της απόκτησης της απόλυτης εξουσίας και του κινδύνου της απομόνωσης και προχώρησε σε «επανατοποθέτηση» (ο χρόνος θα δείξει κατά πόσον συνιστά πραγματική στροφή) της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και αποκατάσταση των σχέσεων τόσο με τη Ρωσία όσο και με το Ισραήλ. Την επομένη του πραξικοπήματος ο Ερντογάν έχει κάθε λόγο να διατηρήσει τις αποκατεστημένες σχέσεις με τις δύο αυτές περιφερειακές δυνάμεις στο άμεσο περιβάλλον του.
Ωστόσο οι σχέσεις μιας ακόμα πιο βαθιά διχασμένης –πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά –Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ατλαντική Συμμαχία και την Ευρωπαϊκή Ενωση τίθενται σήμερα υπό σοβαρή διακινδύνευση. Η δυνατότητα της Τουρκίας να συμμετάσχει αποτελεσματικά στη διεθνή συμμαχία που έχει ήδη συμφωνηθεί μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας για την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους έχει δραματικά περιοριστεί όχι μόνο λόγω των σαρωτικών εκκαθαρίσεων στις ένοπλες δυνάμεις της αλλά και λόγω της αναμενόμενης επιφυλακτικότητας της κυβέρνησης και του Ερντογάν να αναθέσουν ενεργό ρόλο στον τουρκικό στρατό όσον αφορά στις επιχειρήσεις της διεθνούς συμμαχίας ή του ΝΑΤΟ εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Παράλληλα οι προειδοποιήσεις όλων των παραπάνω διεθνών παραγόντων προς τον Ερντογάν ότι οι μελλοντικές σχέσεις τους θα εξαρτηθούν από την όσο το δυνατόν δημοκρατικότερη κυβερνητική διαχείριση της επόμενης ημέρας είναι πιθανόν να λειτουργήσουν αντιπαραγωγικά στο άμεσο μέλλον ωθώντας τον απόλυτο κυρίαρχο της τουρκικής πολιτικής σκηνής στις ανορθολογικές επιλογές του παρελθόντος.
Στη μετά το πραξικόπημα εποχή η Τουρκία θα συνεχίσει να αποτελεί αναγκαίο συνομιλητή της Δύσης όσον αφορά τη διαχείριση ενός ιδιαίτερα σύνθετου και ασταθούς περιφερειακού περιβάλλοντος, ενώ η διεθνής αξιοπιστία της χώρας έχει σοβαρότατα πληγεί. Αυτό δεν καθιστά την Τουρκία περισσότερο διαχειρίσιμη ή/και συνεργάσιμη αλλά μάλλον περισσότερο διεκδικητική και απρόβλεπτη. Ισως η μοναδική «φωτεινή πλευρά» όλης της ιστορίας να αφορά την ανάδειξη της Ελλάδας, παρά τα σοβαρότατα προβλήματα που αντιμετωπίζει, σε πόλο σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή, και στη νέα ευκαιρία που της δίνεται να θέσει, με τρόπο συγκροτημένο και πειστικό, το ισχυρό «γεωπολιτικό επιχείρημά» της και αναλαμβάνοντας συγκεκριμένους ρόλους.
Ο κ. Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Σπουδών Ασφάλειας και Ανάλυσης Εξωτερικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ