Η Νατάσα Τριανταφύλλη είναι μια ευγενική φυσιογνωμία μέσα στο θέατρο. Δυναμική από μέσα και ήρεμη απ’ έξω, κάνει σταθερά βήματα στη δουλειά της. Με το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, που σκηνοθετεί στο Αίθριο του Μουσείου Μπενάκη, ολοκληρώνει μια άτυπη τριλογία που ξεκίνησε στον ίδιο χώρο με την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή και συνεχίστηκε, προ διετίας, με τους «Αδελφούς Καραμάζοφ» του Ντοστογέφσκι στο Θέατρο Τέχνης.
Είναι η ίδια σκηνοθέτρια που διάλεξε το 2011 ο Μπομπ Γουίλσον για βοηθό του στο ανέβασμα της «Οδύσσειας» του Εθνικού Θεάτρου. Οι σπουδές και η εμπειρία της ως βοηθού σκηνοθέτη πλάι στον Γιάννη Χουβαρδά, στον Λευτέρη Βογιατζή, στον Γιώργο Κιμούλη και στη Νικαίτη Κοντούρη αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για τη μετέπειτα πορεία της. Ο αμερικανός θεατράνθρωπος διέκρινε, πίσω από τη λεπτή και ευαίσθητη φιγούρα της, το ταλέντο και τον επαγγελματισμό της. Η επιλογή του σημαντικότερου, ίσως, θεατρικού έργου του 20ού αιώνα ήρθε σχεδόν αυτονόητα, σαν τον τρίτο κρίκο σε μια αλυσίδα.

«Είχα στο μυαλό μου ένα σχήμα που πήγαινε από κάτω προς τα πάνω, πρώτα με την «Αντιγόνη» και μετά με τους «Καραμάζοφ». Προσπαθούσα να καταλάβω πού με οδηγεί αυτό. Ενιωσα σαν να είμαι σε ένα περίεργο σταυροδρόμι, σαν να φτάνω σε ένα όριο. Μια μέρα έπεσε το μάτι μου στο έργο του Μπέκετ. Το πήρα και το διάβασα. Σκέφτηκα ότι είναι για μένα μια κρυφή σπηλιά. Δεν είχα κάνει ακόμα τους «Καραμάζοφ». Αυτά τα δύο έργα μαζί μού δημιουργούσαν τρομερή ένταση. Το διάβαζα (πολλές φορές) και κρυβόμουν. Δεν ήξερα τι να το κάνω. Σκεφτόμουν μήπως είναι παλιό, αναρωτιόμουν αν αυτές οι επαναλήψεις αντέχουν, αν μπορώ να το χειριστώ. Μετά λειτούργησε σαν ένα δίχτυ και ξεκίνησα».
Στην αρχή σημείωνε φράσεις από ένα έργο που είναι γεμάτο μότο. Μετά σκέψεις για τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν, του δύο ήρωες του Μπέκετ και πώς αντέχουν να ζουν μαζί. «Για μένα ήταν μια έντονη προσγείωση. Ενιωσα ότι πρέπει να ξεγυμνωθώ» λέει καθώς τη ρωτάω για την ερμηνεία που δίνει η ίδια στον Γκοντό (Godot –God). «Για μένα», απαντά, «ο Γκοντό είναι αυτό που αξίζει να περιμένεις, αυτό που σε αναγκάζει να προχωρήσεις. Αυτός που κρατάει το σκοινί είναι αυτός που σε βοηθάει να προχωρήσεις. Είναι όλα, και η ελπίδα και ο θεός και η ώρα που γεννάς, όλα Γκοντό είναι. Ο καθένας το βλέπει όπως θέλει». Πόσο δίκιο έχει…
Με τον ανοιχτό ουρανό πάνω από το Αίθριο, η παράσταση εξελίσσεται μέσα σε αυτό το πουθενά, σε αυτόν τον άδειο χώρο του Μπέκετ και στο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη. «Ηθελα πολύ να υπάρχει ο ουρανός από πάνω, σαν μια κρυφή, εσωτερική μου συνομιλία με την «Αντιγόνη», που έγινε στον ίδιο χώρο» λέει και συνεχίζει: «Στην παράσταση χρησιμοποιώ όλα τα στοιχεία του Μπέκετ και τις οδηγίες του γιατί έτσι νιώθω μια γλυκιά καταπίεση. Και δεν έχεις κανέναν λόγο να τα ξεπεράσεις όλα αυτά. Κάποια στιγμή αποφασίσαμε με την Εύα να ξεριζώσαμε το δέντρο και το κρεμάσαμε. Εχουμε προσπαθήσει να κάνουμε έναν χώρο στο πουθενά, και εδώ το πουθενά είναι αντίστροφο. Φέραμε το κάτω πάνω. Χρησιμοποιούμε χώμα και κυβόλιθους από το Μουσείο. Υπάρχει λοιπόν αυτό το ξερίζωμα του δένδρου και σιγά-σιγά ανακαλύψαμε ότι πολλές λέξεις του κειμένου αναφέρονται σε αυτό».
Γοητευμένη όχι μόνο από το έργο αλλά και από την προσωπικότητα του Μπέκετ, η Νατάσα Τριανταφύλλη προσπάθησε να διαχειρισθεί τις μεγάλες δυσκολίες που απορρέουν από τις αυστηρές οδηγίες του συγγραφέα προς τους ηθοποιούς. «Το καταλαβαίνω όταν χάνεται η ισορροπία στην πρόβα. Ο Μπέκετ έγραφε με ρυθμό, σαν παρτιτούρα. Με τη δική μου εμπειρία είναι πολύ δύσκολο να κρατήσεις το τρένο στις ράγες».
Γι’ αυτό και θέλησε να έχει στο πλάι της και τους πολύ δικούς της ανθρώπους, όπως είναι η Λένα Παπαληγούρα, η οποία έδωσε τη φωνή της στο παιδί της παράστασης («γιατί ήθελα τη Λένα μέσα σ’ αυτό»). Ενώ για δεύτερη φορά είναι παρούσα και η Μόνικα με τη μουσική της, σε έναν διαφορετικό ρόλο, γιατί «το έργο έχει πολλές σιωπές κι εμείς τις κρατάμε».
«Ξεφοβήθηκα με τον Μπομπ Γουίλσον»
«Πέρασα από οντισιόν για να δουλέψω μαζί με τον Μπομπ Γουίλσον, γιατί είναι ένας δημιουργός που έχει έναν πολύ συγκεκριμένο κώδικα δουλειάς. Πράγματι, εκεί έγινε ένα πολύ μεγάλο άνοιγμα. Απελευθερώθηκα και απενοχοποιήθηκα για τον μικρό Καραγκιόζη που κρύβω μέσα μου. Η συνεργασία μας οδήγησε σε μια επικοινωνία, μας συνέδεσε. Ξεφοβήθηκα μαζί του».
Αλλωστε και η ίδια, από τότε που άρχισε να σπουδάζει θέατρο στη Δραματική Σχολή του Γιώργου Κιμούλη, ήξερε ότι δεν θα γίνει ποτέ ηθοποιός. Δημιουργούσε τις δικές της εικόνες και γι’ αυτό πήγε προς τα εκεί με μια φυσικότητα. «Ηξερα ότι η σκηνοθεσία με γοητεύει αλλά πριν τον Γουίλσον δεν είχα την πυγμή να κάνω πράγματα δικά μου. Ο Γουίλσον διατηρεί την πολυτέλεια να είναι ανοιχτός και όταν σε ρωτάει, σε ρωτάει, το εννοεί, και ακούει τη γνώμη σου. Το κάνει και τώρα, που είμαστε μακριά. Μπορεί να μου στείλει ένα βίντεο ή δύο-τρεις φωτογραφίες από κάτι που ετοιμάζει». Γι’ αυτό μόνο συμπτωματικό δεν είναι το γεγονός ότι κάλεσε για δεύτερη φορά τον σταθερό συνεργάτη του Μπομπ Γουίλσον, τον Σκοτ Μπόλμαν, για τους φωτισμούς και εκείνος ανταποκρίθηκε με μεγάλη χαρά.

πότε & πού:

Αίθριο Μουσείου Μπενάκη (Πειραιώς 138 και Ανδρονίκου). Παραστάσεις: Τρίτη – Κυριακή (21.00), ως 31/7.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Μετάφραση: Ερι Κύργια.
Σκηνοθεσία: Νατάσα Τριανταφύλλη.
Μουσική: Μόνικα.
Σκηνογραφία: Εύα Μανιδάκη.
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη.
Φωτισμοί: Scott Bolman.
Παίζουν: Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Δημήτρης Μπίτος, Αντώνης Αντωνόπουλος, Αινείας Τσαμάτης.
Φωνή: Λένα Παπαληγούρα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ