«Η σκηνοθεσία είναι ο ένας και μοναδικός τρόπος για να ασχοληθώ με όλα όσα με ενδιαφέρουν». Η απάντηση του σκηνοθέτη Θάνου Ψυχογυιού στην ερώτηση γιατί ασχολήθηκε με τη σκηνοθεσία είναι λακωνική και δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Στη δεδομένη χρονική στιγμή η οικονομική κρίση δρα καταλυτικά για την αποκάλυψη των αληθινών προσώπων πίσω από τα κοινωνικά προσωπεία και ακριβώς αυτή η συσχέτιση ανάμεσα στην κρίση και στις ψυχολογικές μεταλλαγές χαρακτηρίζει τη δουλειά του σκηνοθέτη. «O άνθρωπος, ανάλογα με τις συνθήκες, εκδηλώνει πρόσωπα που δεν γνωρίζει ούτε ο ίδιος ότι διαθέτει, πρόσωπα αλληλεγγύης, αλλά και πρόσωπα αντικοινωνικά, χωρίς ταυτόχρονα ποτέ να παύει να είναι αυτός που συνήθως είναι» λέει. «Θέλω να κάνω ταινίες που να αποκαλύπτουν την αθέατη ή και ανομολόγητη πλευρά των ανθρώπων και τους λόγους των πράξεων και των ψυχολογικών μεταβολών τους» καταλήγει.

Ο ίδιος είχε σκηνοθετήσει το 2012 τη μικρού μήκους ταινία του «Κάτι θα γίνει», βασισμένη στο διήγημα «Κάτι θα γίνει, θα δεις», από το ομώνυμο βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου (εκδ. Πόλις), η οποία ακολούθησε μια άκρως επιτυχημένη πορεία σε φεστιβάλ της Ελλάδας και του εξωτερικού.

Οταν τον συναντώ ένα απόγευμα του Ιουλίου έχει μόλις ολοκληρώσει μια νέα μικρού μήκους ταινία. Την ονομάζει «Κάλαντα» και αυτή τη φορά βασίζεται στο διήγημα του Βαγγέλη Προβιά «Χριστουγεννιάτικο θαύμα στην Αθήνα» από το βιβλίο «Τα μαύρα παπούτσια της παρέλασης» (εκδ. Ολκός). Στην ταινία, όπως και στο διήγημα, παρακολουθούμε ένα μικρό παιδί που συγκεντρώνει χρήματα λέγοντας τα κάλαντα για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του. Παράλληλα, ο πατέρας του δοκιμάζεται ηθικά από την αδυναμία του να υποστηρίξει την οικογένειά του, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε μια αδιανόητη απόφαση. Κι όλα αυτά με μια λιτή, αυστηρή, δωρική σκηνοθεσία.

Πώς ορίζει ο σκηνοθέτης τη σχέση κινηματογράφου και λογοτεχνίας; «Πιστεύω ότι οι αναγνώστες λογοτεχνίας είναι αρχικά οι σκηνοθέτες που “ζωντανεύουν” τα κείμενα» απαντά. «Το να κάνω ένα διήγημα ταινία είναι πρώτα πρώτα μια συναισθηματική απόφαση. Υστερα, επειδή αναλύω τις επιλογές μου όταν γράφω σενάρια, συμπεραίνω ότι διαλέγω κείμενα συγγραφέων που διεισδύουν κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων για να αποτυπώσουν καταστάσεις και πρόσωπα σε όλη τους την πολυπλοκότητα. Οταν προσέγγισα τον Χρήστο και τον Βαγγέλη, τους παρουσίασα ένα σαφές πλάνο για το τι ήθελα να κάνω και πώς σκόπευα να το πετύχω. Μου έδειξαν μεγάλη εμπιστοσύνη. Η αλήθεια είναι πως δεν συνεργαστήκαμε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Είναι, όμως, και οι δύο πολύ ευχαριστημένοι με το τελικό αποτέλεσμα και αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό για εμένα».

Ποιο, όμως, είναι το στοίχημα που καλείται να κερδίσει; «Να μη χαθούν στη μεταφορά όλα εκείνα τα στοιχεία των λογοτεχνικών κειμένων που με έκαναν να τα αγαπήσω» απαντά και συμπληρώνει: «Προσπαθώ να καταλήξω στο ίδιο σημείο με τους συγγραφείς χρησιμοποιώντας διαφορετικά εκφραστικά μέσα για να φτάσω εκεί. Για παράδειγμα, ο Βαγγέλης Προβιάς γράφει απλά και με τρυφερότητα για ένα θέμα που μας απασχολεί: την κρίση. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει και μια σαφής πλοκή, μια στέρεη, τρίπρακτη δομή. Είναι ένα διήγημα που με συγκινεί για αυτά που περιγράφει αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο τα περιγράφει».

«Και στη νέα ταινία σας, λοιπόν, πρωταγωνιστεί η σκληρή και ταυτόχρονα ρομαντική Αθήνα της κρίσης» παρατηρώ. Ο ίδιος διαφωνεί με τη χρήση του επιθέτου «ρομαντική». «Η Αθήνα της οικονομικής, και όχι μόνο, κρίσης δεν μου φαίνεται καθόλου ρομαντική» απαντά. «Είναι, όμως, η πόλη στην οποία μεγάλωσα και ζω. Θέλω και ελπίζω να τη δω να ομορφαίνει. Ακόμη και όταν δείχνω τις άσχημες πλευρές της, που δυστυχώς δεν είναι λίγες, δεν μπορώ να λειτουργήσω ως αποστασιοποιημένος παρατηρητής».

Πολυπράγμων, με τη μουσική να παίζει ενεργό ρόλο στη ζωή του – έχει μάλιστα σκηνοθετήσει ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ για το πολυφωνικό γυναικείο σχήμα «Διώνη» –, θέτει στο επίκεντρο του κινηματογραφικού του σύμπαντος τον άνθρωπο.

Η επιτυχημένη πορεία της πρώτης ταινίας του δεν φαίνεται να του δημιουργεί μεγαλύτερο άγχος για τη συνέχεια. «Δεν το βλέπω έτσι. Οι συμμετοχές και οι διακρίσεις σε φεστιβάλ είναι μια επιβράβευση. Από εκεί και πέρα, κάποιες φορές, μπορούν να λειτουργήσουν ως σημαντικοί σταθμοί στην εξέλιξη ενός σκηνοθέτη, βοηθώντας τον να γίνει καλύτερος ή να κάνει την επόμενη ταινία του πιο εύκολα, ή και τα δύο ταυτοχρόνως» λέει χαμογελώντας.

Παραμένει, άλλωστε, αισιόδοξος και ήδη βάζει πλώρη για το επόμενο κινηματογραφικό ταξίδι του. «Ναι, έχω ολοκληρώσει το σενάριο για μια μεγάλου μήκους ταινία, η οποία επίσης βασίζεται σε ένα σύγχρονο ελληνικό λογοτεχνικό κείμενο».

Λίγο προτού κλείσουμε τη συζήτηση, τον ρωτώ πόσο εύκολα μπορεί να κάνει κανείς σινεμά στην Ελλάδα του 2016. «Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις κάτι γενικά, όχι μόνο κινηματογράφο, στην Ελλάδα αυτή την περίοδο. Υπάρχει μια απουσία ευκαιριών και προοπτικών εξέλιξης πολύ αποθαρρυντική. Τα προβλήματα του ελληνικού σινεμά είναι ολοφάνερα και χιλιοειπωμένα. Θεωρώ ότι έχουμε χάσει πολλές μάχες, αλλά όχι τον πόλεμο. Ευτυχώς, ο πόλεμος για κάτι καλύτερο συνεχίζεται».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ