Στον απόηχο του Brexit, των επιδεινούμενων προβλημάτων των funds ακινήτων στο Ηνωμένο Βασίλειο, του κινδύνου κατάρρευσης των ιταλικών τραπεζών που μπορεί να συμπαρασύρει το σύνολο του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού κλάδου, αλλά των φόβων σχετικά με τα ανοίγματα στην αγορά παραγώγων της Deutsche Bank τα οποία ξεπερνούν αυτά της Lehman Brothers, αγορές και αναλυτές εκφράζουν φόβους ότι η Ευρώπη ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπη με μια νέα τραπεζική κρίση, που θα μπορούσε να συμπαρασύρει και την οικονομία σε νέες μεγάλες φουρτούνες.
Αν το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων που αντιμετωπίζουν οι ιταλικές τράπεζες είναι σημαντικό, τότε η έκθεση στα παράγωγα άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών είναι εκατό φορές πιο μεγάλο, δήλωσε ο ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι κάνοντας μια ευθεία αναφορά στην Deutsche Bank. Η γερμανική τράπεζα έχει εξάλλου έκθεση 54,7 τρισ. ευρώ σε παράγωγα, δηλαδή σχεδόν 20 φορές το ΑΕΠ της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, ενώ σύμφωνα με το ΔΝΤ είναι η τράπεζα που ενέχει τους μεγαλύτερους κινδύνους όσον αφορά το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ο ιταλός πρωθυπουργός επιμένει ότι χωρίς να «πέσει» κρατικό χρήμα δεν πρόκειται να επιστρέψει η εμπιστοσύνη στο ιταλικό τραπεζικό σύστημα. Το Βερολίνο ωστόσο έχει διαφορετική άποψη και επιπλέον η Ανγκελα Μέρκελ βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, με δεδομένες τις γερμανικές εκλογές το 2017, και δεν θέλει, όπως λέγεται, να βρεθεί εκ νέου στη δύσκολη θέση να εξηγήσει στους γερμανούς ψηφοφόρους γιατί «οι Νότιοι δεν υπακούν στους κανόνες».
Πρώτα κούρεμα


Ο «κανόνας» αφορά την οδηγία BBRD που τέθηκε σε ισχύ από εφέτος και προβλέπει ότι για να επιτραπεί σε μια τράπεζα να δεχθεί κρατικά κεφάλαια, θα πρέπει να έχει προηγηθεί κούρεμα μετόχων και πιστωτών της (ομολογιούχων και καταθετών), μέχρι του ποσού που απαιτείται για να φθάσει η κεφαλαιακή της επάρκεια στο 8% (bail-in). Στην περίπτωση της Ιταλίας, όμως, το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι οι περισσότεροι junior ομολογιούχοι των τραπεζών είναι ιδιώτες και όχι θεσμικοί επενδυτές, οι οποίοι έχουν στην κατοχή τους –εν μέρει χάρη σε μια ιδιοτροπία του φορολογικού κώδικα –ομόλογα ιταλικών τραπεζών αξίας 200 δισ. ευρώ.
Εάν αναγκαστούν να υποστούν κούρεμα, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολιτική κρίση, εν όψει μάλιστα και του δημοψηφίσματος του Οκτωβρίου για τη συνταγματική μεταρρύθμιση, το οποίο η Citigroup έχει περιγράψει ως «πιθανότατα το μοναδικό μεγαλύτερο ρίσκο για το πολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη αυτή τη χρονιά μετά τη Βρετανία». Αν ο Ρέντσι χάσει το δημοψήφισμα, δεν θα δημιουργηθεί μόνο πολιτικό κενό, αλλά θα αυξηθεί και η πιθανότητα να έλθει στην εξουσία μια αντιευρωπαϊκή κυβέρνηση, σημείωνε και η Morgan Stanley.

«Ο Ρέντσι, πάντως, εν αντιθέσει με ό,τι συνέβη στην Ελλάδα, θα αντιδράσει επιτυγχάνοντας μια καλύτερη λύση για τις ιταλικές τράπεζες
» εκτιμούν διαχειριστές κεφαλαίων που παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις. Ωστόσο, η Citigroup εκτιμά πως παρά τις εξαιρέσεις (άρθρο 32 της οδηγίας BRRD, άρθρο 108 της Συνθήκης ΕΕ), αν υπάρξει κρατική παρέμβαση για τη στήριξη των ιταλικών τραπεζών, πιθανότατα αυτή θα συνοδευτεί τελικά και από κάποιες απώλειες για τους ιδιώτες επενδυτές.
Πάντως, λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης, ολοένα και περισσότεροι ειδικοί καλούν σε «ευελιξία». Αυτή την άποψη ήδη έχουν υιοθετήσει ο Βίτορ Κονστάνσιο της ΕΚΤ αλλά και ο Λορέντσο Μπίνι Σμάγκι, παλαιότερα στέλεχος της ΕΚΤ και σήμερα πρόεδρος της δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζας της Γαλλίας, της Société Générale. Η Ιταλία είναι σε συζητήσεις με την Κομισιόν για την κατάρτιση σχεδίου ανακεφαλαιοποίησης στον κλάδο με κρατικά κεφάλαια περιορίζοντας τις απώλειες για τους επενδυτές, ενώ αναλυτές της Berenberg εκτίμησαν πως από το σύστημα λείπουν περίπου 45 δισ. ευρώ.
Τρία προβλήματα


Με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια της Ιταλίας (ύψους 360 δισ. ευρώ) να ξεπερνούν το 20% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος της χώρας πάνω από 133% του ΑΕΠ, αν οι ιταλοί καταθέτες έχαναν την εμπιστοσύνη στις τράπεζές τους, το χάος δεν θα περιοριζόταν μόνο στον κίνδυνο οικονομικής κατάρρευσης της Ιταλίας, αλλά θα εξαπλωνόταν σε όλη την ευρωζώνη.
Η Ιταλία, όπως υποστηρίζει η Deutsche Bank, βρίσκεται αντιμέτωπη με τρία προβλήματα: το πρώτο αφορά το πολιτικό ρίσκο, καθώς έχει μπροστά της το δημοψήφισμα, το δεύτερο την επιβράδυνση της οικονομίας μετά και τις εξελίξεις στην Βρετανία και το τρίτο το ευάλωτο τραπεζικό της σύστημα.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αντιπροσωπεύουν το 18% των συνολικών χορηγήσεων των τραπεζών την ώρα που στις ΗΠΑ κατά τη μεγάλη κρίση του 2008-2009 κυμαίνονταν στο 5%. Βέβαια, τα νούμερα αυτά φαντάζουν θετικά μπροστά στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου τα «κόκκινα» δάνεια κυμαίνονται στο 45% των συνολικών χορηγήσεων και αντιπροσωπεύουν σε απόλυτο νοούμενο (πάνω από 115 δισ. ευρώ) το 60%-65% του ΑΕΠ της χώρας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ