Ορισμένοι κυνικοί προσπερνούν αυτές τις κατηγορίες για ψεύδη μεταξύ αντιπάλων υποψηφίων ως «τυπική συμπεριφορά» από τους πολιτικούς. Αλλά αυτή η στάση παραβλέπει σοβαρά ερωτήματα για το πόσο ειλικρινείς θέλουμε τους πολιτικούς μας ηγέτες και τον πολιτικό μας διάλογο.
Στην πραγματικότητα, μπορεί να μην θέλουμε οι πολιτικοί ηγέτες να μας λένε κυριολεκτικά την αλήθεια όλη την ώρα. Σε καιρό πολέμου ή κατά τη διάρκεια μιας αντιτρομοκρατικής επιχείρησης, η εξαπάτηση μπορεί να είναι μια αναγκαία προϋπόθεση για την νίκη ή την επιτυχία – που είναι σαφώς προς το συμφέρον μας.
Άλλες περιπτώσεις είναι λιγότερο δραματικες, αλλά όχι λιγότερο σημαντικές. Μερικές φορές, οι ηγέτες έχουν στόχους που διαφέρουν από εκείνους ενός μεγάλου μέρους των οπαδών τους, και αντί να αποκαλύπτουν τις διαφορές, εξαπατούν τους οπαδούς τους. Όταν τέτοιες ενέργειες γίνονται από ιδιοτέλεια – όπως και σε περιπτώσεις διαφθοράς ή ναρκισσιστικής ικανοποίησης του εγώ -, η ηθική μομφή είναι εύκολη και αρμόζουσα.
Σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, οι ηγέτες αδυνατούν να «εκπαιδεύσουν» μακροχρόνια τους οπαδούς τους, ή οι οπαδοί τους είναι πολύ βαθιά διχασμένοι για την επίτευξη μιας συναίνεσης που θα στήριζε τη συλλογική δράση. Υπό αυτές τις συνθήκες, ορισμένοι ηγέτες μπορεί να ακολουθήσουν μια πατερναλιστική στάση και να αποφασίσουν να εξαπατήσουν τους οπαδούς τους για να πετύχουν αυτό που θεωρούν ως μεγαλύτερο καλό τους. Ενα παράδειγμα: ο Σαρλ ντε Γκωλ δεν αποκάλυψε τη στρατηγική του για την ανεξαρτησία της Αλγερίας, όταν ήρθε στην εξουσία το 1958, επειδή ήξερε ότι κάτι τέτοιο θα την καταδίκαζε σε αποτυχία. Και ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ είπε ψέματα στο αμερικανικό κοινό για μια γερμανική επίθεση σε ένα αντιτορπιλικό των ΗΠΑ, σε μια προσπάθεια να ξεπεραστεί η αντίσταση του απομονωτισμού για να βοηθήσει την Βρετανία πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είναι πολύ εύκολο για τους ηγέτες να πείσουν τους εαυτούς τους ότι λένε ένα ευγενές ψέμα για το καλό των οπαδών τους, ενώ στην πραγματικότητα λένε απλώς ψέματα για πολιτικούς ή προσωπικούς λόγους ευκολίας. Αυτό καθιστά ακόμη πιο σημαντικό σε μια δημοκρατία να εξετάζουμε ενδελεχώς τη φύση των λόγων και των πράξεων των ηγετών. Μπορεί πράγματι να υπάρχουν περιπτώσεις όπου θα εγκρίνουμε έναν πολιτικό ηγέτη που μας λέει ένα ψέμα, αλλά τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να είναι σπάνιες και να υπόκεινται σε προσεκτική εξέταση. Διαφορετικά, υποτιμούμε το νόμισμα της δημοκρατίας μας και υποβιβάζουμε την ποιότητα του πολιτικού μας λόγου.
Γι’αυτό είναι λάθος η στάση των πιο κυνικών που θεωρούν ότι η ρητορική του Τραμπ είναι απλά «κάτι που κάνουν οι πολιτικοί». Αν η Politifact και άλλες παρόμοιες οργανώσεις έχουν δίκιο, οι πολιτικοί δεν είναι όλοι ίδιοι ως προς τα ψέματα που λένε. Ο Τραμπ έχει κάνει πολύ περισσότερες ψευδείς δηλώσεις από οποιονδήποτε από τους αντιπάλους του. Και τα περισσότερα (εάν όχι όλα) από τα ψέματά του είναι ιδιοτελή.
O Κ.Joseph S. Nye είναι πρώην υφυπουργός Αμυνας των ΗΠΑ και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.