Η προετοιμασία του Σχεδίου Β (ή Σχεδίου Χ) για μετάβαση στη Νέα Δραχμή ήτανκατ’ εντολή του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, σε περίπτωση που η Ελλάδα εξαναγκαζόταν να εγκαταλείψει το ευρώ» τονίζει σε άρθρο του ο Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ. Ο αμερικανός οικονομολόγος υπερασπίζεται την «αποστολή» του και τον φίλο του Γιανη Βαρουφάκη.
«Τον Μάρτιο του 2015 ο Γιάνης Βαρουφάκης με ρώτησε αν θα ήθελα να βοηθήσω για μια πολύ «λεπτή» εργασία. Αυτή ήταν η προετοιμασία ενός πρωταρχικού σχεδίου -που ζητήθηκε από τον Πρωθυπουργό- για την περίπτωση που η Ελλάδα αναγκαζόταν να βγει από το ευρώ. Όλοι γνωρίζαμε ότι τα γεγονότα θα κλιμακώνονταν προς το τέλος του Ιουνίου. Αυτό που δεν γνωρίζαμε -και δεν μπορούσαμε να γνωρίζουμε- ποια ακριβώς μορφή θα έπαιρνε αυτή η κλιμάκωση. Ήταν υποχρεωτικό να προετοιμαστούμε για το χειρότερο. Μαζί με μια μικρή ομάδα ανθρώπων δούλεψα για περίπου έξι εβδομάδες σε αυτό το σχέδιο και στο τέλος κατέθεσε ένα μνημόνιο: το «μνημόνιο Σχέδιο X» στις πρώτες ημέρες του Μαΐου» αναφέρει ο αμερικανός οικονομολόγος στο άρθρο του στην ιστοσελίδα DIEM25.
Ολόκληρο το άρθρο του Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ
Οι οικογενειακοί δεσμοί με την Ελλάδα πάνε πίσω μέχρι τη φιλία του πατέρα μου με τον Ανδρέα Παπανδρέου, συνάδελφοι καθηγητές οικονομικών στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 50. Το 2010 έφτασα στην Αθήνα προς ηθική υποστήριξη στις δύσκολες ώρες για τον Γιώργο Παπανδρέου που τότε μόλις είχε εκλεγεί. Συνάντησα τον Γιάνη Βαρουφάκη το 2011 και τον βοήθησα να κανονίσει την διετή παραμονή του στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν από το 2013. Σε αυτό το διάστημα επίσης έκανα τις πρώτες φιλικές επαφές με τον Αλέξη Τσίπρα και άλλα μέλη του κύκλου του. Αυτές οι διασυνδέσεις και η βαθιά μου ανησυχία για το αποτέλεσμα της ελληνικής κρίσης στην Ευρώπη και στον κόσμο τελικά με οδήγησε στο να εμπλακώ -ως εθελοντής και φίλος- με το υπουργείο Οικονομικών από τις αρχές του Φεβρουαρίου του 2015 έως και τον Ιούλιο του ίδιου έτους.
Γνωρίζαμε από την αρχή ότι η επερχόμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπιζε την πιο δύσκολη πρόκληση: Να πείσει τους αδιάλλακτους Θεσμούς, τους εχθρικούς υπουργούς Οικονομικών και τους επιφυλακτικούς επικεφαλής των κρατών να τροποποιήσουν το αποτυχημένο οικονομικό πρόγραμμα που είχε επιβληθεί με στόχο από την πρώτη στιγμή όχι να βοηθήσει την ελληνική οικονομία αλλά να σώσει τις Γαλλικές και τις Γερμανικές τράπεζες. Η αποστολή του υπουργείου Οικονομικών ήταν ως εκ τούτου διπλωματική και πολιτική και ο δικός μου ρόλος ήταν, κυρίως, να γράφω και να μιλάω στον διεθνή Τύπο προκειμένου να κρατήσω καλά ενημερωμένους τους συμπαθούντες στις Ηνωμένες πολιτείας και όπου αλλού.
Το βιβλίο μου «Welcome to the Poisoned Chalice» (Καλωσήρθατε στο δηλητηριασμένο δισκοπότηρο) -Εκδόσεις Yale, 2016- αποτελεί μια συλλογή των γραπτών μου, των συνεντεύξεων και των ομιλιών μου στην Ελλάδα από το 2010 μέχρι το καλοκαίρι του 2015. Τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα δημοσιεύτηκαν αυτή την περίοδο. Όλα τα κείμενα μαζί μεταφέρουν τη γεύση του ΣΥΡΙΖΑ τους πρώτους μήνες όπως τους έζησα μαζί με την κρίση μου σχετικά με την οικονομική και πολιτική κατάσταση που διαμορφώθηκε.
Όπως γράφω και στο βιβλίο μου τον Μάρτιο του 2015 ο Γιάνης Βαρουφάκης με ρώτησε αν θα ήθελα να βοηθήσω για μια πολύ «λεπτή» εργασία. Αυτή ήταν η προετοιμασία ενός πρωταρχικού σχεδίου -που ζητήθηκε από τον Πρωθυπουργό- για την περίπτωση που η Ελλάδα αναγκαζόταν να βγει από το ευρώ. Όλοι γνωρίζαμε ότι τα γεγονότα θα κλιμακώνονταν προς το τέλος του Ιουνίου. Αυτό που δεν γνωρίζαμε -και δεν μπορούσαμε να γνωρίζουμε- ποια ακριβώς μορφή θα έπαιρνε αυτή η κλιμάκωση. Ήταν υποχρεωτικό να προετοιμαστούμε για το χειρότερο. Μαζί με μια μικρή ομάδα ανθρώπων δούλεψα για περίπου έξι εβδομάδες σε αυτό το σχέδιο και στο τέλος κατέθεσε ένα μνημόνιο: το «μνημόνιο Σχέδιο X» στις πρώτες ημέρες του Μαΐου.
Η δουλειά μας επικεντρώθηκε στην οικονομική και νομική εμπειρία της ομάδας, στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία για τη μετάβαση νομίσματος, σε μερικές περιορισμένες απόρρητες συζητήσεις με έμπιστους εμπειρογνώμονες και στην γνώση μας επί της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνικής κατάστασης. Ελπίζαμε να παρέχουμε ένα περίγραμμα μέτρων που ενδεχόμενα θα έπρεπε να ληφθούν και λύσεις στα προβλήματα που θα μπορούσαν να προκύψουν. Είχαμε πλήρη επίγνωση των δυσκολιών που θα αντιμετώπιζε η Ελλάδα αν εξαναγκαζόταν να εγκαταλείψει το ευρώ και επίσης των κινδύνων που θα ακολουθούσαν αν η εργασία μας γινόταν γνωστή. Για αυτούς τους λόγους εργαστήκαμε αθόρυβα, κυρίως εκτός Αθηνών. Το μεγαλύτερο μέρος της κυβέρνησης έξω -ή ακόμα και στο εσωτερικό- του υπουργείου Οικονομικών δεν συμμετείχε.
Τα ζητήματα που σχετίζονται με μια αναγκαστική έξοδο από το ευρώ ήταν τρομακτικά: κυμαίνονταν από την έννομη σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη δημιουργία και τη διαχείριση μιας νέας Κεντρικής Τράπεζας, τους μηχανισμούς για την παροχή αξιόπιστης ρευστότητας σε σύντομο χρονικό διάστημα και την πιθανή υποστήριξη για ένα νέο νόμισμα, την μετατροπή των τραπεζικών αποθεματικών και του ιδιωτικού χρέους και στην σημαντικό προγραμματισμό για την διατήρηση των προμηθειών πρώτης ανάγκης, όπως τροφίμων, καυσίμων και φαρμάκων. Δεν γνωρίζαμε πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα και η κοινωνία θα αντιδρούσε. Η δουλειά μας ήταν να αξιολογήσουμε αυτές τις εκτιμήσεις στο βαθμό που μπορούσαμε -που ήταν συχνά περιορισμένος. Η αποστολή μας δεν ήταν να κάνουμε συστάσεις και δεν κάναμε καμία, προετοιμάζαμε ένα σενάριο που όλοι μας ελπίζαμε να αποφευχθεί.
Στο τέλος της ημέρας ο υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, συζήτησε τα αποτελέσματα του έργου μας με τον Πρωθυπουργό και αυτός πήρε τις αποφάσεις που όλοι γνωρίζουμε. Αυτή ήταν απόφαση που έπρεπε να πάρει ο Πρωθυπουργός. Έφυγα από την Ελλάδα στις 7 Ιουλίου με ανάμικτα συναισθήματα. Από τη μια πλευρά ευχόμουν να υπήρχαν καλύτερα αποτελέσματα για τον ελληνικό λαό, ευχόμουν να υπήρχε μια ισχυρότερη ώθηση από τους φίλους της Ελλάδας και να υπήρχε μεγαλύτερη ευελιξία από τους πιστωτές που δεν διαφάνηκε ποτέ. Από την άλλη πλευρά ένιωθα ικανοποιημένος για τις υπηρεσίες που προσέφερα για έναν καλό σκοπό και για την εμπιστοσύνη στην κρίση του φίλου μου, υπουργού Οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη που διεκπεραίωσε όλες τις ευθύνες του εξαιρετικά.