Η αρπαγή της Ευρώπης μπροστά σε αυθαίρετο ή ο Ερωτας σε μπαλκόνι κρατώντας μια γάτα. Πάντα έτσι ήταν η ζωγραφική του Αλέκου Φασιανού. Παίρνει τους αρχαίους μύθους και τους τοποθετεί στην καθημερινότητά μας. Αυτός ήταν και ο τίτλος της έκθεσης που πραγματοποιήθηκε στο Κρατικό Μουσείο Ιστορίας της Θρησκείας στην Αγία Πετρούπολη: «Οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι στην καθημερινότητα». Η έκθεση πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του αφιερωματικού έτους Ελλάδας – Ρωσίας 2016, του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στην Αγία Πετρούπολη, της Διεθνούς Ακαδημίας Τεχνών, η οποία βράβευσε τον δημιουργό, και με την υποστήριξη της κυβέρνησης της Αγίας Πετρούπολης.
Ο ποιητής των λεπτομερειών των μύθων και της καθημερινής ζωής τις μεγεθύνει, προσθέτοντας το ερωτικό και το δυναμικό στοιχείο, έτσι που να μετουσιώνονται σε κυρίαρχα στοιχεία του έργου και της ιδεολογίας του. Και οι αρχαίοι κάπως έτσι σκέφτονταν. Δημιουργούσαν τον μύθο για ένα πραγματικό γεγονός για να του δώσουν μεγαλοπρέπεια. «Το ότι οι μύθοι συνδυάζονταν με την πραγματικότητα, αυτό έχει αξία, τότε ο άνθρωπος πιστεύει σε αυτό» λέει ο ζωγράφος. «Αν κάνεις αφηρημένα πράγματα δεν σε καταλαβαίνουν, είναι άγνωστες λέξεις. Η υπέρβαση δεν πειράζει, και τα παραμύθια έχουν αλλά πιστεύουμε σε αυτά, πιστεύουμε στα παραμύθια. Κάποιοι τα βρίσκουν τιποτένια, αλλά εμένα με συγκίνησαν. Οπως το παραμύθι του Κακαράκη, που σου μαθαίνει ότι κάτι πρέπει να δώσεις για να καζαντίσεις. Για εμένα ο μύθος έχει μεγάλη σημασία γιατί σε αφήνει να κάνεις μεγάλα πράγματα όταν σε συγκινήσει. Ημουν πάντα μονομανής με τον άνθρωπο και την καθημερινή ζωή».
Ας πούμε στον μύθο για την αρπαγή της Ευρώπης διηγείται γλαφυρά τα γεγονότα, αλλά σταματά και εστιάζει στη σημασία του όνοματός της. Ευρώπη σημαίνει ευρύς οφθαλμός, μεγάλα μάτια. Κανένας άλλος ζωγράφος δεν παρατήρησε τις «αναμονές» των οικοδομών των νεοελλήνων, θεμελιώδες στοιχείο των ονείρων τους. Οι λυγισμένες σαν άγκιστρα μπετόβεργες ήταν η αναμονή και η ελπίδα ενός καλύτερου αύριο, ο δεύτερος όροφος μιας πιο άνετης ζωής.
Ο Αλέκος Φασιανός παρατηρεί με οξυδέρκεια την καθημερινή ζωή και μετά τη σχολιάζει με μια ζωγραφική που είναι τόσο λαϊκή όσο και ακαδημαϊκή. Μπορεί να κοιτάζει για ώρες τα κύματα του Λιβυκού Πελάγους στην Παλαιόχωρα ή ένα ξερό κέλυφος τζιτζικιού για να καταλάβει τον σχεδιαστικό μηχανισμό τους. Δεν είναι καθόλου νατουραλιστικά τα κύματα ή τα τζιτζίκια στα έργα του, αλλά είναι πραγματική η αίσθησή τους. Να, η ταράτσα μπροστά στο ατελιέ του είναι ακαδημαϊκής σύλληψης και εκτέλεσης, αλλά εμπεριέχει τις μνήμες από τη λαϊκή αυλή των παιδικών χρόνων του ζωγράφου. Μέσα στο ατελιέ, απλώνει πάνω στο χαρτί ή στον μουσαμά όλες τις μνήμες και τους μύθους του. Και ζωγραφίζει συνήθως καθισμένος κάτω στο πάτωμα, «όπως τα παιδιά» λέει χαμογελώντας.
Μερικά από αυτά τα έργα χάιδευε το φως της Αγίας Πετρούπολης στο αίθριο του Κρατικού Μουσείου Ιστορίας της Θρησκείας. Το ίδιο φως που έλουζε και τους κρεμμυδόσχημους τρούλους των ναών, εκεί που σταμάτησε η ματιά του Αλέκου Φασιανού περιηγούμενος την πόλη που γνώριζε ήδη από προηγούμενη επίσκεψή του. Τότε είχε επισκεφθεί και το φημισμένο Ερμιτάζ, του οποίου οι συλλογές έργων τέχνης πιστεύει ότι είναι εφάμιλλες του Λούβρου. Βλέπει και σημειώνει:

«Η Αγία Πετρούπολη πολύ ωραία πόλις. Οι δρόμοι είναι πολύ φαρδείς και πρέπει να τους διασχίσεις σε είκοσι δευτερόλεπτα. Δεν έχει μονοκατοικίες, αλλά ολόκληρα τετράγωνα με διαμερίσματα μέσα. Η έκθεσή μου ήταν στο Θρησκευτικό Ιστορικό Μουσείο που είχε αίθουσες κοινές κινεζικής τέχνης, αραβικής και άλλα ιστορικά εκθέματα που σου κινούν την περιέργεια να τα κοιτάξεις. Ο Μέγας Πέτρος φρόντισε πολύ τους Ρώσους. Δεν έχει ούτε ένα γκράφιτι στους τοίχους των κτιρίων, είναι μια πεντακάθαρη πόλις. Εχει πολύ ωραίες εκκλησίες, κρεμμυδότρουλους, διακοσμημένες με βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη. Αυτοί οι τρούλοι έχουν έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα που εδώ απουσιάζει. Τα οικήματα έχουν εκκλησιαστική μεγαλοπρέπεια. Οι Ρώσοι και οι Ελληνες έχουν την κοινή πίστη στην Ορθοδοξία. Εχει μουσεία που τα έργα που εκτίθενται εκεί είναι αριστουργήματα. Οι «Χοροί» του Ματίς είναι στο Ερμιτάζ. Αξίζουν όσο όλα τα έργα του κόσμου».
Ο Αλέκος Φασιανός εντυπωσιάστηκε από τη ζωγραφική του Αντρέι Ρουμπλιόφ. «Οι εικόνες του είναι πιο απλές από τις βυζαντινές. Δεν έχουν πολλούς τόνους. Εκφράζονται πιο πολύ με το γραμμικό στοιχείο. Ενώ η βυζαντινή τέχνη έχει τόνους πολλούς καθώς το φως πέφτει από τη μια μεριά για να προξενεί εντύπωση στον άνθρωπο. Εχουν και εκείνες πολλά χρυσά. Εγώ χρησιμοποιώ το χρυσό διαφορετικά. Κάνω τους ανθρώπους χρυσούς, αντί το φόντο. Είναι το φως. Το απόγευμα δεν χρυσίζει όλη η φύση; Και στα νησιά είναι χρυσά τα βουνά, γιατί γίνονται κίτρινα από το καλοκαίρι. Μου κάνει μεγάλη εντύπωση εμένα αυτό».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ