Ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφισε υπέρ του Brexit συνολικά, οι ψηφοφόροι στη Βόρεια Ιρλανδία και τη Σκωτία αντιστάθηκαν στην γενική τάση και στήριξαν την Παραμονή σε ποσοστό 10% μεγαλύτερο από των Αγγλων συμπατριωτών τους. Δυσοίωνα, μια τέτοια έντονη απόκλιση απόψεων μεταξύ Κελτών και Αγγλων μπορεί να αποβεί το πρώτο βήμα για την αποσύνθεση του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως το ξέρουμε για πάνω από 400 χρόνια.


Αντίθετα, στο δημοψήφισμα του 1975 ήταν οι Αγγλοι εκείνοι που ψήφισαν υπέρ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με 10 μονάδες διαφορά σε σχέση με την ψήφο της Σκωτίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Εκεί ο κόσμος είχε απορρίψει την δικαιοδοσία της κυβέρνησης του Λονδίνου να μιλάει για λογαριασμό τους και την προοπτική μεγάλων επιδοτήσεων για ξένους αγρότες σε βάρος τους. Εκείνη η ψήφος κατάφερε μάλιστα να ενώσει Καθολικούς και Προτεστάντες στη Βόρεια Ιρλανδία εναντίον της ένταξης στην ΕΟΚ!
Πώς εξηγείται λοιπόν αυτή η κελτική μεταμόρφωση; Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες. Κατ ‘αρχάς, το 1975, η Βόρεια Ιρλανδία και η Σκωτία έβλεπαν την Κοινότητα ως απειλή για την ενίσχυση της βρετανικής περιφερειακής ανάπτυξης. Τότε, η ΕΟΚ δεν είχε καμμία σοβαρή πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης. Αντίθετα, το 2016 η ΕΕ διαθέτει ένα ολοκληρωμένο ταμείο με βαθιές τσέπες, επενδύοντας δισεκατομμύρια λίρες σε ολόκληρο το νησί της Ιρλανδίας και στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της Σκωτίας.

Δεύτερον, από το 1970 και μετά, τόσο στη Σκωτία όσο και στη Βόρεια Ιρλανδία οι ψηφοφόροι έχουν αγωνιστεί και έχουν κερδίσει περιορισμένη αυτονομία, ή αποκέντρωση, καθώς και τα δικά τους εθνικά κοινοβούλια στο πλαίσιο μιας πιο ευέλικτης δομής του Ηνωμένου Βασιλείου. Κατά συνέπεια, σήμερα, απολαμβάνουν μια πιο αυτόνομη και ισότιμη σχέση με το Λονδίνο.

Και ήταν η ΕΕ που διευκόλυνε αυτή τη διαδικασία αποκέντρωσης. Πριν από την βρετανική ένταξη, η αποκέντρωση προκαλούσε τον φόβο της αποσύνθεσης στο Λονδίνο. Αλλά με την ένωση σε ένα κοινό ευρωπαϊκό σχέδιο, η εγχώρια αποκέντρωση έγινε λιγότερο επικίνδυνη για την κεντρική εξουσία.

Τρίτον, στη Βόρεια Ιρλανδία, όπου η Συμφωνία του Μπέλφαστ του 1998, παραμένει ο εγγυητής της ακόμα επισφαλούς συνεργασίας μεταξύ των Ενωτικών και των Καθολικών, η κοινή ένταξη στην ΕΕ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας διαδραμάτισε θετικό ρόλο. Ως εταίροι στην Ευρώπη από το 1973, απέκτησαν καθημερινή ρουτίνα και επαφή και μπόρεσαν να οικοδομήσουν το είδος της εμπιστοσύνης που στερούνταν για δεκαετίες οι δύο χώρες. Φυσικά βοήθησε πολύ και η μαζική εισροή χρημάτων για την οικοδόμηση της ειρήνης από την ΕΕ στη Βόρεια Ιρλανδία από το 1995, περίπου 1,3 δισεκατομμύρια λίρες μέχρι σήμερα.

Τέταρτον, το πιο επιτυχημένο επιχείρημα υπέρ του Brexit, ο έλεγχος της μετανάστευσης, απέτυχε να πείσει τους Κέλτες ψηφοφόρους. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι το θέμα της μετανάστευσης δεν είναι τόσο προκλητικό εκτός Αγγλίας. Ιστορικά, οι Σκωτσέζοι και οι Ιρλανδοί αναγκάστηκαν να αναζητήσουν εργασία στο εξωτερικό οι ίδιοι για τόσο πολλές γενεές που η λέξη «μετανάστης» προκαλεί πολύ μεγαλύτερη συμπάθεια και κατανόηση εκεί από ό, τι στην Αγγλία.

Τέλος, πολλοί από τους Ιρλανδούς και τους Σκωτσέζους ψήφισαν για το στρατόπεδο του Bremain, διότι, σε αντίθεση με τους Αγγλους ομολόγους τους, η σημερινή κελτική γενιά νιώθει πιο άνετα με την ιδέα ότι ανήκει σε τουλάχιστον δύο διακριτές πολιτιστικές ή πολιτικές ταυτότητες. Εάν αποδέχεσαι πρόθυμα ότι μπορείς να είσαι Σκωτσέζος και Βρετανός, τότε δεν είναι τόσο δύσκολο να προσθέσεις μια τρίτη βαθμίδα, την ευρωπαϊκή, σε αυτή την ταυτότητα.

Δεδομένων αυτών των μετασχηματισμών στη Σκωτία και τη Βόρεια Ιρλανδία από το 1970, δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι οι Κέλτες απέρριψαν το Brexit. Αλλά, η αποτυχία τους να εμποδίσουν το Ηνωμένο Βασίλειο να γυρίσει την πλάτη στην ΕΕ προοιωνίζεται δύσκολες μέρες για την κοινή συνύπαρξη εντός της βρετανικής ένωσης.