Ούτε Ανδρέας Παπανδρέου είναι ο Αλέξης Τσίπρας ούτε ο λαϊκισμός του δευτέρου αποτελεί πιστό αντίγραφο του πρωτομεταπολιτευτικού λαϊκισμού του ΠαΣοΚ. Εστω και αν ο ΣΥΡΙΖΑ καλύπτει πρόσκαιρα τον εκλογικό χώρο ενός τμήματος της Κεντροαριστεράς, και παρ’ όλες τις εκλογικές επιτυχίες του 2015, αυτός ο κομματικός σχηματισμός δεν έχει εδραιωθεί ως πλειοψηφική πολιτική δύναμη, αφού, για την ώρα τουλάχιστον, έχει αποτύχει να φέρει σε πέρας τη μείζονα κοινωνική σύνθεση του ΠαΣοΚ, σε όλες τις εκδοχές του τελευταίου, είτε υπό την ηγεσία του Α. Παπανδρέου είτε υπ’ αυτήν του Κώστα Σημίτη. Ο καθένας από αυτούς, με τον δικό του τρόπο, και σε διαφορετικές συγκυρίες, ακόμα και με διαφορετικά «οράματα», είχε κατορθώσει να οργανώσει μια κοινωνική συμμαχία των λαϊκών με τις μεσαίες τάξεις, ικανή να καθιστά το ΠαΣοΚ φορέα εξουσίας. Εκφράζοντας προσδοκίες ανιούσας κοινωνικής κινητικότητας και, από ένα χρονικό σημείο και μετά, με σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό, το ΠαΣοΚ ουδέποτε έθεσε σε πραγματικό κίνδυνο τη χώρα, παρά τις περιπέτειες που υποσχόταν η ρητορική του. Ισως και γιατί η βαθμιαία εξομάλυνση του ριζοσπαστισμού του ισοφαρίστηκε από τις επιτυχημένες διαδικασίες κοινωνικής ενσωμάτωσης τις οποίες καθοδήγησε, με ασύντακτο βέβαια τρόπο. Το ΠαΣοΚ είχε αφενός τον πολιτικό χρόνο για να πετύχει τη σχετική μεταμόρφωσή του, αφετέρου διέθετε και δύο άλλα πλεονεκτήματα: εκείνες τις εκσυγχρονιστικές-δημοκρατικές δυνάμεις στο εσωτερικό του που τόλμησαν να θέσουν σε αμφισβήτηση τον γενέθλιο λαϊκισμό, καθώς και τα αντίστοιχα κοινωνικά ερείσματα τα οποία, έστω με εργαλειακό τρόπο, υποστήριξαν μια τέτοια πορεία.
Ασφαλώς, ο παράγοντας της οικονομικής κρίσης είναι βασικός στη διαφοροποίηση των δύο «ομοειδών» παραδειγμάτων. Οχι μόνον ως προς τις άμεσα προσλαμβανόμενες οικονομικές συνέπειές της, αλλά και ως προς τις κοινωνικές της επιπτώσεις, στο πεδίο της αναδιαμόρφωσης των ίδιων των κοινωνικών τάξεων και, ιδιαίτερα, των λεγόμενων ως χθες «πολυσθενών» μεσαίων τάξεων. Αν στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 το στοίχημα ήταν η εκπλήρωση μιας προσδοκίας κοινωνικής ανόδου και ένταξης στο «σύστημα», η σημερινή κρίση είναι ακριβώς αντίστροφης φοράς, που προσδιορίζεται από την κοινωνική απόταξη (εν μέρει πραγματική, εν μέρει φανταστική), δηλαδή τον φόβο της κοινωνικής καθόδου και τον εξ αυτού συνεπαγόμενο ακραίο εγωιστικό ατομικισμό που κυριαρχεί ως μέσο επιβίωσης, καθώς και από φαινόμενα κοινωνικού φθόνου και πολιτικής αντεκδίκησης. Ο νεολαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ, στο πλαίσιο αυτό, δεν πλαισίωσε «απλώς» την κοινωνική διαμαρτυρία, αλλά, ενισχύοντας τις ψευδαισθήσεις της, ανήγαγε τον «λαϊκισμό» σε τεχνική της εξουσίας. Μέσα σε ένα περιβάλλον ωστόσο, εσωτερικό και διεθνές, που δεν του παρέχει δυνατότητες αξιόπιστης «μεταμέλειας» και «εκσυγχρονισμού» του. Ο κοινωνικός θυμός και η διαφαινόμενη ρήξη στις σχέσεις του με τα μεσαία στρώματα δεν εκτονώνονται από αμεσοδημοκρατικά γιουρούσια στο πολιτικό σύστημα. Μια κοινωνική του «πληβειοποίηση» τον απομακρύνει οριστικά από την εξουσία. Τέλος, η εικαζόμενη από ορισμένους «σοσιαλδημοκρατικοποίησή» του προσκρούει αφενός στην ανυπαρξία στο εσωτερικό του ομόλογων δυνάμεων, αφετέρου στην υποχώρηση του σοσιαλδημοκρατικού παραδείγματος (στην «αριστερή» τουλάχιστον εκδοχή του) σε όλη τη Γηραιά Ηπειρο.
Είναι αλήθεια ότι πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος να ερμηνεύσει με επάρκεια τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, αν δεν τις προσεγγίσει μέσα από την παντοδυναμία ενός εθνικο-λαϊκιστικού, πολιτικού και πολιτισμικού, ρεύματος, το οποίο, διαπερνώντας τις συγκυρίες, μπορεί να «εκσυγχρονίζεται» και να προσαρμόζεται σε αυτές. Θα ήταν όμως λάθος η ύπαρξη αυτής της ισχυρής πολιτικο-πολιτισμικής συνέχειας να μας αποκρύψει το γεγονός ότι ο σημερινός λαϊκισμός στη χώρα είναι ως έναν βαθμό καινούργιο φαινόμενο. Προϊόν της κρίσης αλλά και της πολιτικής της εκμετάλλευσης, διαφοροποιείται από προγενέστερες εμπειρίες ως προς τις κοινωνικές του επιπτώσεις, τη βίαιη διάψευση των υποσχέσεων, τα πολιτικά ρήγματα στην κοινωνική ενότητα που αυτός επέφερε, αλλά και έναν νέο ιδεολογικό αντιευρωπαϊσμό που τροφοδότησε ή ανέχθηκε. Και μάλιστα σε μια περίοδο κρίσης της Ευρώπης, η λαϊκιστική γλώσσα την οποία επανεισήγαγε, φλέρταρε, όταν δεν ενσωμάτωνε, παρωχημένα εθνικο-κυριαρχικά μοτίβα και εθνικο-αντιστασιακές μυθολογίες. Σε μια τέτοια περίοδο ευρωπαϊκής κρίσης, ο σημερινός λαϊκισμός, προϊόν σταθερής ισορροπίας ριζοσπαστικής Αριστεράς και Δεξιάς στο εσωτερικό της ίδιας κυβέρνησης, απεικονίζει μια πρωτοφανή, για τα ευρωπαϊκά τουλάχιστον δεδομένα, στη σαφήνειά της, απόπειρα υπέρβασης της διαίρεσης Αριστερά/Δεξιά.
Ο οριζόντιος, κοινωνικός, πολιτικός και ιδεολογικός αντιευρωπαϊσμός ίσως να αποδειχθεί τελικά η επαχθέστερη πολιτικο-πολιτισμική παρακαταθήκη του σημερινού κατεστημένου λαϊκισμού. Οχι μόνον γιατί συναντά και αρθρώνεται, στην παρούσα περίοδο της κρίσης, με τις ισχυρές νοοτροπιακές έξεις του εγχώριου αντιδυτικισμού, αλλά και γιατί εξ αντικειμένου διασταυρώνεται με αριστερο-δεξιές ευρω-φοβικές κοινωνικές ευαισθησίες που αναπτύσσονται λίγο-πολύ σε όλη την Ευρώπη.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ