Ανεξάρτητα από όλα όσα εκτυλίχτηκαν και κατάφερε κατά την εξαετία που κατείχε την εξουσία, ο Ντέιβιντ Κάμερον θα μείνει στην Ιστορία ως ο πρωθυπουργός που οδήγησε τη Βρετανία εκτός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει λόγος για μια ευρωπαϊκή τραγωδία με πρωταγωνιστή έναν πολιτικό ηγέτη ο οποίος –και εδώ έγκειται η τραγική ειρωνεία –αρκετό καιρό πριν είχε ζητήσει από τα στελέχη του κόμματός του να σταματήσουν να «μεμψιμοιρούν για την Ευρώπη».
Πλέον όμως ο Ντέιβιντ Κάμερον γνωρίζει και δύσκολα θα μπορέσει να ξεχάσει πως το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου υπήρξε το μεγαλύτερο λάθος στην πολιτική του σταδιοδρομία. Το παραδέχτηκε και ο ίδιος, ως τραγικός ήρωας, δηλώνοντας την επαύριον της ήττας του ότι «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το αποτέλεσμα. Ο βρετανικός λαός ψήφισε υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ενωση και η βούλησή του πρέπει να γίνει σεβαστή. Η χώρα χρειάζεται μια νέα ηγεσία για να την πάει προς αυτή την κατεύθυνση».
Πώς όμως κατέληξε σ’ αυτή την τραγική θέση ένας πολιτικός που επανέφερε τους Συντηρητικούς στην εξουσία έπειτα από τρεις διαδοχικές εκλογικές ήττες και εξελέγη πρωθυπουργός της Βρετανίας στην ηλικία των 43 ετών; Ποιες ήταν οι προθέσεις του και ποια υπήρξαν τα λάθη του όσον αφορά την ανέκαθεν προβληματική ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας του;
«Είμαι ευρωσκεπτικιστής αλλά όχι όσο ευρωσκεπτικιστής είσαι εσύ»
Ενα πρώτο λάθος του ήταν το γεγονός ότι παρέβλεψε την εμπειρία του παρελθόντος. Οι προστριβές και οι διαιρέσεις στο εσωτερικό των Συντηρητικών για την Ευρώπη αποτέλεσαν την κύρια αιτία που αμφότεροι οι προκάτοχοί του στην ηγεσία των Τόρις απώλεσαν την εξουσία. Η πτώση της Μάργκαρετ Θάτσερ το 1990 προκλήθηκε από την ιδιαίτερα αντιευρωπαϊκή της στάση και ρητορική ενώ ο Τζον Μέιτζορ οδηγήθηκε στην εκλογική πανωλεθρία του 1997 εξαιτίας της ανικανότητάς του να προλάβει τις εσωκομματικές διαιρέσεις με αφορμή τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Και ο Ντέιβιντ Κάμερον τα γνώριζε αυτά από την αρχή.
«Είμαι ευρωσκεπτικιστής αλλά όχι όσο ευρωσκεπτικιστής είσαι εσύ» είχε δηλώσει ο ίδιος κατά το παρελθόν στον Νόρμαν Λάμοντ, υπουργό Οικονομικών της Βρετανίας την περίοδο 1990-1993. Και αυτό ενδέχεται να υπήρξε ακόμη ένα λάθος του βρετανού πρωθυπουργού, ακούσιο ενδεχομένως, αλλά εξαιρετικά σοβαρό, όπως αποδείχτηκε. Ο ήπιος ευρωσκεπτικισμός του Ντέιβιντ Κάμερον σήμαινε τελικά ότι δεν είχε μια ξεκάθαρη απάντηση για τα ευρωφοβικά στελέχη του κόμματός του. Παρότι τασσόταν πάντα υπέρ της παραμονής στην ΕΕ, ελλείψει ενός ευρωπαϊκού οράματος για τη Βρετανία, παρέμεινε σε γενικές γραμμές αδρανής έως την τελευταία στιγμή. Με ολέθρια, τουλάχιστον για τον ίδιο, αποτελέσματα.
Η εκλογική αναμέτρηση του 2010, η επικράτηση των Συντηρητικών και ο μετέπειτα σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας με τους Φιλελεύθερους Δημοκρατικούς του ευρωπαϊστή Νικ Γκλεγκ, πρόσφερε στον Κάμερον τη δυνατότητα να ξεχάσει για κάποιο διάστημα τον βραχνά της Ευρώπης παρότι πολλά στελέχη του κόμματος ασκούσαν έντονες πιέσεις για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Και παρότι η κατάσταση στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο ήταν ιδιαίτερα τεταμένη εξαιτίας της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της σταδιακής μετατροπής του ζητήματος των μεταναστών σε μείζον πρόβλημα, ο Κάμερον συνέχισε να αντιμετωπίζει το ζήτημα της ΕΕ ως μια εσωκομματική υπόθεση.
Η παράλληλη άνοδος του αντιευρωπαϊκού και ξενοφοβικού Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP) του Νάιτζελ Φάρατζ, με τις θέσεις του οποίου συμφωνούσε μια σημαντική μειοψηφία των Συντηρητικών, οδήγησε πολλά από τα στελέχη του κόμματος στο στρατόπεδο όλων όσοι επιθυμούσαν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Τον Ιούνιο του 2012 ο βρετανός πρωθυπουργός λύγισε, δηλώνοντας πως ενδεχομένως να ήταν απαραίτητη η διεξαγωγή του. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, το ζήτημα δεν αφορούσε πλέον το εάν αλλά το πότε ο Κάμερον θα παρουσίαζε το δημοψήφισμα ως επίσημη θέση του κόμματός του.
«Πρέπει να το κάνω αυτό. Είναι ένα ζήτημα που αφορά τη διαχείριση του κόμματος. Βρίσκομαι υπό πίεση. Είναι απαραίτητο να αναπροσαρμοστώ» είχε αναφέρει ο ίδιος στον Νικ Γκλεγκ. Τελικά ο Κάμερον δεσμεύτηκε δημόσια για τη διεξαγωγή του μοιραίου, για τον ίδιο, δημοψηφίσματος το 2013, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στα γραφεία του Bloomberg στο Λονδίνο, θεωρώντας πως με τον τρόπο αυτόν θα μπορούσε να λύσει οριστικά το ζήτημα της ευρωπαϊκής προοπτικής της Βρετανίας.
«Το δικό μου δημοψήφισμα»
Επόμενος σταθμός αυτής της τραγικής πορείας του βρετανού πρωθυπουργού ήταν οι εκλογές του 2015. Μετά την επικράτηση των Συντηρητικών και γνωρίζοντας ότι το UKIP είχε κερδίσει μόνο μία έδρα, ο Κάμερον άρχισε να διαπραγματεύεται, ενδεχομένως με υπερβολική σιγουριά, με τους ευρωπαίους εταίρους του για την επίτευξη μιας συμφωνίας με στόχο την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ.
Εθεσε εαυτόν στον πυρήνα των διαπραγματεύσεων και στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας υπέρ της παραμονής, δήλωνε με κάθε ευκαιρία πως πρόκειται για «το δικό μου δημοψήφισμα». Αλλά το γεγονός ότι ο άνθρωπος που επέμενε ότι δεν θα «απέκλειε τίποτα» σε περίπτωση που δεν λάμβανε όλα όσα ζητούσε από τις Βρυξέλλες, είχε μετατραπεί σε παθιασμένο υποστηρικτή για την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ, εξόργισε πολλούς στο κόμμα του, την ώρα μάλιστα που η πλειονότητα αυτών τασσόταν ανοιχτά υπέρ μιας ανεξάρτητης από την Ευρώπη Βρετανίας.
Στο τέλος ο Ντέιβιντ Κάμερον ήρθε αντιμέτωπος με τάσεις και δυναμικές της βρετανικής πραγματικότητας τις οποίες δεν κατάφερε να ελέγξει. Η αγανάκτηση πολλών Βρετανών για τους μετανάστες, η έλλειψη εμπιστοσύνης για το σύνολο της πολιτικής τάξης, οι διαστρεβλώσεις όσον αφορά το μέλλον της Βρετανίας εντός ή εκτός της Ευρώπης από μερίδα του εγχώριου Τύπου αλλά και η αδυναμία των Εργατικών να κινητοποιήσουν τους ψηφοφόρους τους, συνέβαλαν στη δημιουργία ενός πολεμικού κλίματος με εκατομμύρια Βρετανούς να αισθάνονται πως ήρθε η ώρα να εκδικηθούν τόσο το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο της Βρετανίας όσο και την Ευρωπαϊκή Ενωση.
HeliosPlus