Ο Αγγελος Δεληβορριάς με επιπλήττει φιλικά γιατί δεν έχω επισκεφθεί ποτέ την Ιο, τόπο καταγωγής της οικογένειας του πατέρα μου. Αντίθετα με εμένα, εκείνος επισκέπτεται τακτικά το νησί –και εκτιμά απεριόριστα τη θάλασσά του. Εχουμε μόλις συστηθεί, καθόμαστε στο γραφείο του, στον υπόγειο χώρο της βιβλιοθήκης του Μουσείου Μπενάκη, αναζητώντας το κατάλληλο φως για τη φωτογράφιση. Επειτα από 41 συναπτά έτη στη διεύθυνση του Μουσείου, ένας από τους μακροβιότερους διεθνώς σε αντίστοιχη θέση, ο Αγγελος Δεληβορριάς, αποχώρησε το 2014. Στις αρχές Ιουνίου εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της Αρχαιολογίας-Μουσειολογίας. Συνεχίζει να εργάζεται δραστήρια, είναι πάντοτε δηκτικός στις παρατηρήσεις του και πάντοτε έτοιμος, στο άκουσμα μιας σχετικής ερώτησης, να σε οδηγήσει άμεσα σε μια αίθουσα του Μουσείου που θα στηρίξει το επιχείρημά του με τεκμήρια, όχι μόνο με λόγια.
Στα «Νέα» της 13ης Μαΐου 1974, ανάμεσα σε μια στήλη με ρεπορτάζ από το Φεστιβάλ Καννών και διαφημίσεις για τις ταινίες «Η γυμνή πριγκίπισσα», «Ο Πρίγκιψ του Κιέβου» και το «Κουρδιστό πορτοκάλι», υπάρχει μία από τις πρώτες συνεντεύξεις σας ως διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη. Εκεί επισημαίνετε ότι «πρέπει να ελαφρύνει ο μουσειακός χώρος από το βάρος της απρόσιτης αυθεντίας». Σαράντα χρόνια μετά, ξεπεράστηκε αυτή η αυθεντία, ελάφρυνε ο χώρος, άλλαξε η έννοια του μουσείου;
«Οχι, νομίζω ότι είναι ένα αίτημα που παραμένει ζωντανό. Ο μουσειακός χώρος καλείται να επιλέξει μια διαδρομή ανάμεσα στις Συμπληγάδες της πολύτιμης πληροφορίας που έχει να προσφέρει και του τρόπου με τον οποίο η πληροφορία μπορεί να προσφερθεί. Επ’ αυτού έχουν πειραματιστεί συνειδητά ή ασυνείδητα αναρίθμητα μουσεία, στον κόσμο και στην Ελλάδα. Προσωπικά, πιστεύω, μετά τα… 100 χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε, ότι κάθε μουσειακός οργανισμός πρέπει να βρει και να διατυπώσει τον δικό του προσωπικό λόγο. Είμαι κατά της ομοιομορφίας, της μονοτονίας και της πλήξεως. Το μουσείο πρέπει να σε «κεντάει». Την Πινακοθήκη Χατζηκυριάκου-Γκίκα που στεγάζει τη γενιά του Μεσοπολέμου δεν μπορείς να τη βγάλεις μια κι έξω. Αυτό έγινε συνειδητά, για να εξοικειωθεί ο επισκέπτης με την ιδέα ότι ένα μουσείο το επισκέπτεσαι ξανά και ξανά και κάθε φορά ανακαλύπτεις και κάτι άλλο».
Η Πινακοθήκη, όπως και το Νέο Κτίριο της Πειραιώς, το Ισλαμικό Μουσείο, οι 130 εκθέσεις στην Ελλάδα και οι 39 σε μεγάλες πόλεις του εξωτερικού, είναι κάποιες χαρακτηριστικές στάσεις από μια πολύ μακρά θητεία 41 ετών…
«Υπάρχουν κάποια πράγματα για τα οποία επαίρομαι. Για τα Αρχεία της Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής, μιας σπουδαίας προσφοράς στην αρχιτεκτονική, για τους θησαυρούς των ιστορικών αρχείων που έχουν προστεθεί, τώρα πλέον, στην Κηφισιά, στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα, για την ιδέα της πολυκεντρικής οργάνωσης του μουσειακού οργανισμού, ας μην ξεχνάμε ότι η Αθήνα είναι πλέον μια πόλη 5 εκατομμυρίων, ίσως και παραπάνω, για το εργαστήρι του Γιάννη Παππά, ενός σπουδαίου γλύπτη, που προσφέρεται ως μουσειακός χώρος. Λυπάμαι για το γεγονός ότι για τους γνωστούς λόγους της κρίσης, που μαστίζει και το Μουσείο, δεν προσετέθη το εργαστήρι του Μέμου Μακρή, ενός άλλου σπουδαίου έλληνα γλύπτη. Εχω την αίσθηση ότι δεν έχουμε ξοφλήσει τα χρέη μας σε αυτούς που μας επιτρέπουν να μην ντρεπόμεθα ως νεοέλληνες. Και λυπάμαι επίσης που δεν πραγματοποιήθηκε το τελευταίο σκέλος των ιδεών και των επιδιώξεών μου, η δημιουργία ενός μουσειακού χώρου που θα στέγαζε τους άλλους πολιτισμούς της ανθρωπότητας –έγινε για τον ισλαμικό, όχι όμως και για τους προκολομβιανούς ή τους πολιτισμούς της μαύρης Αφρικής. Ωστόσο, οι μουσειακοί οργανισμοί έναντι των ανθρώπινων έχουν το πλεονέκτημα ότι μπορούν να επιβιώνουν και να αναπτύσσονται και να αναπλάθονται και να συνεχίζουν τη ζωή τους».
Ξεχωρίζετε συχνά στον λόγο σας τη «στέγαση» της «γενιάς του ’30» στο Μουσείο. Διαβάζοντας την «Αργώ» του Γιώργου Θεοτοκά πέρυσι μου φαινόταν απόλυτα σύγχρονη και ταιριαστή με την αβεβαιότητα του «θέρους της διαπραγμάτευσης». Αλλά οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονταν σε ένα περιβάλλον πολύ σκληρότερων κρίσεων από την τωρινή.
«Πέρασαν τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Μικρασιατική Καταστροφή, πέρασαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Γερμανική Κατοχή, τον Εμφύλιο, πολλοί επιβίωσαν και τραυματίστηκαν και από τη Χούντα. Και παρ’ όλα αυτά δεν το έβαλαν κάτω. Είχαν ένα σθένος και είχαν και απόλυτη συνείδηση της ιστορικότητας, του ρόλου τους μέσα σε αυτή την ιστορικότητα. Πολλούς από αυτούς τους είχα δασκάλους και ξέρω τι πέρασαν. Ξέρω πόσο πολύ κυνηγήθηκαν, πολλοί δεν αναγνωρίστηκαν όσο θα έπρεπε, πολλοί ξεχάστηκαν όσο δεν θα έπρεπε».
Πέρα από τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Πολίτη, τον Θεοτοκά, τον Καραγάτση, την ποίηση, τα Νομπέλ, τις ιδέες, πώς φαίνεται η «γενιά του ’30» από το σήμερα;
«Αποφεύγω να χρησιμοποιήσω ακόμη και τον όρο «γενιά του ’30» γιατί θεωρώ ότι ο κόσμος που εξέφραζε τα ίδια πράγματα, που προβληματιζόταν και συνδιαλεγόταν, ήταν πολύ μεγαλύτερος και εξίσου σημαντικός. Μου έκανε εντύπωση η συνομιλία της λεγόμενης «συντηρητικής» με τη λεγόμενη «προοδευτική» παράταξη. Δεν έχει σημασία τελικά αν ο τάδε ή ο δείνα διανοούμενος προσγραφόταν στην αριστερή ή τη δεξιά παράταξη. Σημασία έχει ότι όλοι μαζί συνθέτουν έναν αφαντάστως γοητευτικό διάλογο πάνω σε κοινά προβλήματα».
«Η Ευρώπη είναι κάτι πολύ πιο πέρα απ’ αυτό που οραματίζονται οι τραπεζίτες ή διαπραγματεύονται τσιγκούνικα οι πολιτικοί, κάτι πολύ πιο πάνω από μια οσοδήποτε ενδιαφέρουσα οικονομική προοπτική, ή μια οπωσδήποτε κουτσουρεμένη πολιτική προσδοκία» έχετε γράψει. Η Ευρώπη είναι η ποικιλία, η ανομοιογένεια, η ετερότητα;
«Η Ευρώπη είναι η πολυγλωσσία. Η πολυγλωσσία δεν είναι η Βαβέλ, είναι αντίθετα το πλεονέκτημα της όλης ιστορίας. Και όταν λέω Ευρώπη, βεβαίως, συμπεριλαμβάνω πάντα και τη Ρωσία. Ενα πράγμα είναι όλο αυτό. Αλλά δεν το καταλαβαίνουν. Δυστυχώς οι ηγήτορες των χρόνων μας είναι της μικρής κλίμακας, όχι της μεγάλης. Ενα παράδειγμα. Οι Γερμανοί ήταν έξαλλοι με την επανένωση. Η επανένωση έγινε χάρη στον Χέλμουτ Κολ αποκλειστικά. Τον οποίο έβριζαν όλοι προκαταβολικά. Είχε όμως αυτό το κάτι, το οποίο δεν υπάρχει πια, κάτι που δεν έχει σχέση με τις δεξιές ή τις αριστερές πεποιθήσεις, αλλά με μια σύλληψη του κόσμου γενικότερη. Το είχε ο Ντε Γκωλ. Δεν το έχει ο κ. Ολάντ. Το είχε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Δεν το έχει ο κ. Τσίπρας».
Και κάνουμε λόγο για την Ευρώπη αυτή σε μια συγκυρία που η Βρετανία ψηφίζει για το αν θα μείνει ή θα φύγει από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
«Τρομερό. Φτάσαμε στο σημείο να λέγεται «ευτυχώς που δολοφονήθηκε» το καημένο το κορίτσι, η βουλευτής των Εργατικών, για να μεταστραφεί η κοινή γνώμη;».
Με το ελληνικό κράτος, πάλι, θυμάμαι ότι ως διευθυντής είχατε μιλήσει για δύσκολες κατά καιρούς σχέσεις.
«Ετούτο το ίδρυμα (σ.σ.: το Μουσείο Μπενάκη) είναι ιδίου τύπου. Ενώ έχει δωρηθεί στο κράτος, διατηρεί την απόλυτη αυτονομία του. Το κράτος δεν μπορεί να παρέμβει. Ξέρεις πώς παρεμβαίνει; Κόβοντας την επιχορήγηση. Παρά τις συμφωνίες που έχουν υπογραφεί επί Ελευθερίου Βενιζέλου με τον Αντώνη Μπενάκη. Τέλος πάντων. Ελπιζα ότι θα μπορούσε να εκτιμηθεί η εκπλήρωση μιας, εντός εισαγωγικών, «εθνικής αποστολής» αυτού του οργανισμού –στην παιδεία, στον πολιτισμό γενικότερα. Τίποτα. Και βεβαίως έχει να κάνει με το επίπεδο της εξουσίας, το οποίο είναι αφαντάστως χαμηλό».
Σταθερά χαμηλό σε όλες αυτές τις τέσσερις δεκαετίες της θητείας σας στο Μουσείο ή η πορεία ήταν πτωτική;
«Κοίταξε, άρχισε με τον τάχα μου σοσιαλισμό –αυτή ήταν και η διάψευση των ελπίδων. Οχι ότι η Αριστερά δεν έπαιξε τον ρόλο της. Τον έπαιξε γιατί προσπάθησε να αντλήσει από εκεί μέσα ό,τι μπορούσε. Η Δεξιά είναι δεδομένη –δεδομένης «καφρίλας»».
Σε μια θέση ανθρώπου-ορχήστρα, και διευθυντή και μάνατζερ και fundraiser, φαντάζομαι ότι το Μουσείο σάς έκλεβε χρόνο από πιο προσωπικά επιστημονικά ενδιαφέροντα. Τώρα πια γράφετε περισσότερο;
«Οχι, πάντα έγραφα. Στις μικρές ώρες της ημέρας. Κοίταξε να δεις, ανήκω σε μια γενιά που είχε συνηθίσει και θεωρούσε χρέος της να δουλεύει πολύ. Μιλούσα με μια συνάδελφο από το Metropolitan Museum of Arts για τον Φιλίπ ντε Μοντεμπέλο, διευθυντή του μουσείου, ο οποίος συνταξιοδοτήθηκε το 2008 μετά από 31 χρόνια. Τη ρώτησα τι κάνει. Μου είπε ότι δίνει καμιά διάλεξη πότε πότε. «Δεν γράφει, τώρα που απελευθερώθηκε;». «Μα», μου λέει, «δεν έγραφε και τότε». Αντίθετα από εμένα που δεν σταμάτησα ποτέ, για λόγους πειθαρχίας. Και τούτο ποιείν και τ’ άλλο μη αφιέναι. Κι αυτό εν τέλει σε κρατάει ζωντανό».
Τι έπεται της εκλογής σας στην Ακαδημία;
«Προσπαθώ να ολοκληρώσω τις υποχρεώσεις μου. Το άρθρο για τον τιμητικό τόμο του Γιώργου Δεσπίνη, του μεγαλύτερου κλασικού αρχαιολόγου στην Ελλάδα, ο οποίος πέθανε το 2014, το άρθρο για τον τιμητικό τόμο της μεγάλης αρχαιολόγου Χάιντε Φρόνινγκ, να ετοιμάσω την ομιλία που θα κάνω τον Σεπτέμβρη στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου όπου με κάνουν διδάκτορα honoris causa, κυρίως να ετοιμάσω την ανακοίνωσή μου σε ένα διεθνές συνέδριο στη Ρώμη τον Οκτώβριο με θέμα τον ρόλο της πολιτικής στην προστασία του πολιτιστικού προϊόντος. Το τι δουλειά χρειάζεται η Ακαδημία, ή οι σχέσεις της με τον κόσμο ή το εξωτερικό, είναι κάτι που θα το δούμε».
Η Αθήνα, η Τρίπολη, η Σπάρτη, η Θεσσαλονίκη
Λέγατε κάποτε ότι περπατώντας σε μια πόλη της Ελλάδας ξεχώριζαν δείγματα αρχιτεκτονικής που σας έκαναν να σκεφτείτε ότι «σου τρυπά το μάτι η κακογουστιά». Υπάρχει σύγχρονη πόλη απαλλαγμένη από αυτά;
«Η Αθήνα δεν είναι. Η Τρίπολη δεν είναι. Η Σπάρτη, όχι. Η Θεσσαλονίκη είναι πιο ανθρώπινη, χωρίς αμφιβολία, κι εκεί όμως υπάρχουν σημεία μιας τερατώδους αρχιτεκτονικής. Ολη η Πάνω Πόλη έχει χτιστεί με τις γνωστές πολυκατοικίες, έχει «δραπετσωνοποιηθεί», όπως λέω. Απλώς συναντάς κομμάτια που περισώθηκαν. Κάποτε σκεφτόμουν ότι πρέπει να δημοσιεύσω στις εφημερίδες μια σειρά με γενικό τίτλο «Η αισθητική δεν είναι πολυτέλεια», ένα μικρό κείμενο με επισημάνσεις επιγραμματικές και μια φωτογραφία. Το έγκλημα το μεγάλο φυσικά είναι της Αθήνας. Γράφω ένα βιβλίο με τίτλο «Ενας απολογισμός και μια απολογία», έχω έτοιμες 150 σελίδες μαζί με τα ντοκουμέντα. Ανάμεσα στα πράγματα που ήθελα να περιγράψω είναι η Βασιλίσσης Σοφίας όπως ήταν όταν έγινε το Μουσείο Μπενάκη. Πλάι έστεκε το Μέγαρο Σκαραμαγκά, ψευτο-αναγεννησιακό με γοτθικές επιδράσεις –είχε όμως και μια ατμόσφαιρα. Το γκρέμισαν. Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε το Μουσείο Μπενάκη να αποκτήσει το υπάρχον, να του ξαναδώσει την παλιά του πρόσοψη, έτσι ώστε το Μουσείο, το Μέγαρο Σκαραμαγκά και το «Πτι-παλαί» της ιταλικής πρεσβείας να δίνουν την αίσθηση ενός τμήματος. Δεν προέκυψε. Δεν ανήκω στους συνωμοσιολόγους, αλλά επειδή αυτή η κατάσταση συνεχίζεται και μάλιστα μετ’ επιτάσεως, πολλές φορές έχω την τάση να τη θεωρώ ως μέρος ενός προσχεδιασμένου πλάνου για την «καφροποίηση» της Ελλάδας».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ