Η διαμάχη μεταξύ ΔΝΤ και Γερμανίας για τον ενδεδειγμένο τρόπο διαχείρισης του ελληνικού χρέους αναμένεται να κορυφωθεί το φθινόπωρο, εκτιμά η γερμανική Handelsblatt.

«Κρίση διαρκείας μεταξύ εταίρων» είναι ο τίτλος εκτενούς άρθρου στην οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, που αναφέρεται στη διαμάχη μεταξύ ΔΝΤ και Γερμανίας. Σύμφωνα με τους συντάκτες του άρθρου, η διαμάχη αυτή οφείλεται σε δυο, κυρίως, λόγους: αφενός αφορά τη χρηματοδότηση του ΔΝΤ και ειδικότερα τα χρήματα που είχαν διαθέσει βιομηχανικές χώρες στο Ταμείο στο απόγειο της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Την ώρα που η Ουάσιγκτον ζητά να παραταθούν τα δάνεια αυτά, το Βερολίνο αντιστέκεται σθεναρά, εκτιμώντας ότι το ΔΝΤ διαθέτει στην παρούσα φάση επαρκείς πόρους.

«Ακόμη κι αν η σύγκρουση αυτή όμως (…) καταλήξει σε ένα αίσιο τέλος», σημειώνει η εφημερίδα, «Βερολίνο και Ουάσιγκτον βρίσκονται στα πρόθυρα ενός θερμού φθινοπώρου. Το αργότερο τότε θα επανέλθει στο τραπέζι το θέμα της Ελλάδας. Το φθινόπωρο θα παρουσιαστεί μια νέα ανάλυση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η οποία θα συνυπολογίζει τις ευρωπαϊκές προτάσεις για την ελάφρυνση του χρέους. Ήδη τονίζεται όμως ότι το ΔΝΤ πιθανότατα δεν θα αρκεστεί στις έως τώρα δεσμεύσεις των Ευρωπαίων. Η Ουάσιγκτον εμφανίζεται ενοχλημένη έως και εκνευρισμένη με το γεγονός ότι η γερμανική κυβέρνηση παρουσίασε την πρόσφατη συμφωνία για την Ελλάδα ως δικό της θρίαμβο και ήττα για το ΔΝΤ. Αυτό αναμένεται να γίνει σαφές και στις διαπραγματεύσεις του φθινοπώρου. Η Ουάσιγκτον έχει τονίσει επανειλημμένως ότι δεν συμμετέχει ακόμη στο πακέτο διάσωσης της Ελλάδας. Το ερώτημα ωστόσο είναι πόσο αξιόπιστη είναι αυτή η απειλή. Εντέλει το ΔΝΤ δεσμεύεται από τα συμφέροντα των χωρών μελών του. Αμερικανοί και Ευρωπαίοι διαθέτουν την πλειοψηφία. Το διοικητικό προσωπικό του ΔΝΤ, με το οποίο υπήρξαν τελευταία τόσο μεγάλες διαμάχες, είναι μισθωτοί υπάλληλοι των χωρών μελών, λέει το Βερολίνο. Η διευκρίνιση αυτή λέει αρκετά για το κλίμα που επικρατεί στην παρούσα φάση», παρατηρεί η Handelsblatt.


Ο «καταστροφικός αναχρονισμός» των ΗΠΑ

Κυρίαρχο θέμα στα σχόλια του ευρωπαϊκού τύπου σήμερα το μακελειό στο Ορλάντο των ΗΠΑ, με τους Times του Λονδίνου να υποστηρίζουν ότι «(…) η προεκλογική αξίωση του Τραμπ να απαγορεύεται στους μουσουλμάνους η είσοδος στην αμερικανική επικράτεια δεν θα είχε αποτρέψει το μακελειό στο νυχτερινό κλαμπ της Φλόριντα. Ο άνδρας που ταυτοποιήθηκε ως ο ένοπλος δράστης, ο Ομάρ Ματίν, ήταν αμερικανός πολίτης που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και όχι αλλοδαπός εισβολέας».

Η αυστριακή Die Presse σχολιάζει: «(…) Το ερώτημα γιατί κάποιος με αυτή την προϊστορία δεν στερείται της δυνατότητας αγοράς μάχιμου οπλισμού δεν μπορεί να το εξηγήσει πιθανότατα ούτε το λόμπι της βιομηχανίας όπλων. Οι τρελοί έχουν πολύ εύκολα πρόσβαση σε όπλα στις ΗΠΑ. Μπορεί αυτό να δικαιολογείται ιστορικά και να είναι και συνταγματικά κατοχυρωμένο. Με δεδομένο τον μεγάλο αριθμό μακελειών (…), όμως, που συγκλονίζουν τις ΗΠΑ εδώ και χρόνια, η χώρα της ελευθερίας θα πρέπει να βάλει τέλος σε αυτό τον καταστροφικό αναχρονισμό».


Υπερβολικές οι προειδοποιήσεις Τουσκ

Στο επίκεντρο του σχολιασμού σήμερα και το επικείμενο δημοψήφισμα στη Μεγάλη Βρετανία, με πολλούς αναλυτές να επικρίνουν τις προειδοποιήσεις του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Τουσκ για τον κίνδυνο κατάρρευσης του «συνολικού πολιτικού πολιτισμού της Δύσης» σε περίπτωση Brexit.

Κατά την Frankfurter Allgemeine Zeitung, ο πολιτισμός αυτός «έχει τα θεμέλιά του στη διάκριση των εξουσιών, στο δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, στην ισότητα, την ελευθερία της έκφρασης και σε άλλα θεμελιώδη δικαιώματα. Ενδεχόμενη έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ δεν θα έθετε εν αμφιβόλω τίποτε από όλα αυτά, ούτε στη συγκεκριμένη αλλά ούτε και σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Πέραν αυτού οι Βρυξέλλες δεν θα πρέπει να έχουν όμως ψευδαισθήσεις: ακόμη κι αν οι Βρετανοί πουν ‘ναι’ στις 23 Ιουνίου, η ΕΕ δεν θα μπορεί να συνεχίσει σαν να μην συνέβη τίποτα. Θα πρέπει να ξανακερδίσει τους πολίτες για το ευρωπαϊκό εγχείρημα και δη όχι μόνο τους Βρετανούς».

Κώστας Συμεωνίδης