Πριν προλάβουμε να κατανοήσουμε σε βάθος τις πολιτικές «με προοδευτικό πρόσημο» (φράση σημαδιακή στον θυρεό του Φώτη Κουβέλη), και καθώς ο μνημονιακός καύσων ενσκήπτει δριμύτερος, ανέτειλε, ως φαίνεται, ο αστερισμός του «ταξικού πρόσημου». Δεν γνωρίζουμε ακόμη τον πλήρη ορισμό του αλλά έχουμε ήδη ενδεικτικές βολές από συριζαίους βουλευτές. Ο κ. Γ. Κυρίτσης μοιάζει να αναγνωρίζει χονδρικά δύο τάξεις αλλά, σε γλωσσοπλαστική έξαρση, κατονομάζει μόνο τον μειοψηφικό (σύμφωνα με το τελευταίο οπερετικό δημοψήφισμα) συρφετό των «μένουμεευρωπαίων», παραλείποντας να ονοματίσει τους άλλους και επιτρέποντας στους κακόβουλους να αναρωτιούνται αν πρόκειται για τους «πάμεβενεζουέλα» ή για τους «τελικά – πού – πάμε – ρε παιδιά;». Η κυρία Ευ. Καρακώστα, αν και δεν καταχώρισε ακόμη το «μένουμεευρωπαίοι» στο λημματολόγιό της, προφανώς αυτούς έχει κυρίως κατά νου όταν υπόσχεται «φορολογία με ταξικό πρόσημο».
Ο καιρός θα δείξει τι θα συμβεί στην ταξική παλαίστρα αλλά για την ώρα μπορούμε να αναρωτηθούμε πώς ακριβώς οπτικοποιούν μέσα στους δαιδάλους της πολιτικής τους σκέψης τους εκπροσώπους των «μένουμεευρωπαίων» ο μεν και η δε. Υποθέτω, πάντως, ότι κουνούν το δάχτυλο σε ένα είδος αστικής φάρας (άντε και σε μερικούς ταξικούς αποστάτες, τύπου Κατρούγκαλου) που δεν επρόκειτο ποτέ να θρασομανάει με τόση αναίδεια αν η Ιστορία δεν είχε πλαγιοολισθήσει στο ύψος της Βάρκιζας. Είδαμε εξάλλου πρόσφατα τον θίασο των γόνων της να τολμά να μηρυκάζει εκείνο το εθελόδουλο ΝΑΙ με Armani, γραβάτες και δεκάποντα την ώρα που σεμνοί χοροί άλκιμης και ελληνοπρεπούς νεολαίας έκαναν το Σύνταγμα ένα απέραντο «στην υγειά σας, ρε παιδιά!».
Ωραία, αλλά πώς άραγε πρέπει να φαντασθούμε τους άλλους, που τους αγαπούν αλλά δεν τους ονοματίζουν οι εν λόγω βουλευτές; Δεν ξέρω για τη λεγόμενη κοινωνία «εκεί έξω» αλλά νομίζω ότι μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα αν παρατηρήσουμε προσεκτικά και συστηματικά τους υποτιθέμενους εκπροσώπους της στην αίθουσα του Κοινοβουλίου, εξαιρώντας για υγειονομικούς λόγους τη χρυσαυγίτικη πανίδα στο δεξιό της άκρο. Και εδώ μιλάμε για την αίσθηση που αποκομίζει κανείς από τη γενική κάτοψη.
Και η κυρίαρχη αίσθηση είναι ότι όσο λιγοστεύουν οι γραβάτες τόσο περισσεύουν έκκεντρες φυσιογνωμίες και όψεις ανθρώπων οι οποίοι, είτε από επιλογή είτε από ελλιπή κοινωνική αγωγή, δυσκολεύονται να συναινέσουν σ’ εκείνο το ελάχιστο της φορμαλιστικής ευπρέπειας που είναι η νόρμα στις κοινοβουλευτικές αίθουσες ώριμων δημοκρατιών. Και αν είναι κοινωνική «υποχονδρία» το να περιμένει κανείς φλεγματική ευγένεια στο εντευκτήριο που οι «αγαναχτισμένοι» φιλοδοξούσαν κάποτε να πυρπολήσουν ως «κακόφημο», είναι αυτόχρημα και οικτρά επαρχιώτικο εκείνο το πακέτο «λαϊκού» κάζουαλ, ωμού θυμικού και βλαχοδημαρχικής αγαρμποσύνης, κυρίως όταν συνδυάζεται με μια συγκυβερνητική ρητορική παρωχημένης ιδεοληψίας εξ αριστερών και ακατέργαστης εθνικοφροσύνης εκ δεξιών –χωρίς να συνυπολογίζουμε το πρόσφατο αφόρητο μελόδραμα εκείνου που μοιρολογούσε μανιάτικα αλλά ψήφιζε ή το νηπιακό γινάτι του άλλου που ψήφιζε μόνο και μόνο για να βουρλίσει την αντιπολίτευση.
Αναρωτιέται κανείς μήπως κάποιοι εκεί μέσα, και λίγο παραέξω, δεν διαθέτουν άλλον τρόπο να διατρανώσουν το ταξικό τους πρόσημο πέρα από την κακόφωνη προβολή της «αντι-μπουρζουά» μαγκιάς τους. Αλλά αν αισθάνονται ότι πρέπει οπωσδήποτε να το κάνουν, ας μελετήσουν τουλάχιστον το μοντέλο Τσακαλώτου (όχι το ενδυματολογικό, εννοείται), ακόμη και αν δεν είχαν το αστικό προνόμιο να ραφιναριστούν σε βρετανικό κολέγιο. Δεν γνωρίζουν, υποθέτω, ότι το «σοκάρετε τους μπουρζουάδες» δεν ήταν ταξικό σύνθημα προλετάριων ή λαϊκών κινημάτων αλλά πολεμική πόζα ακραίου αισθητισμού, θα μπορούσαν, ωστόσο, κάποια στιγμή να υποπτευθούν ότι το «σοκάρετε οπωσδήποτε τους μπουρζουάδες» καταντάει στο τέλος μικροαστικό ανακλαστικό –ακόμη και χωρίς γραβάτα.
Και το ζήτημα, ή μάλλον το ζητούμενο, είναι η αίσθηση μιας πολιτισμένης «αστικής» νόρμας (με τις αναπόφευκτες εξαιρέσεις), την οποία κανείς μπορεί, ή υποχρεούται, να κατορθώσει ακόμη και αν δεν του πάνε ιδεολογικά (ό,τι και αν σημαίνει αυτό σήμερα) «οι αστοί» –οι αστοί του «μένουμεευρωπαίοι» ή οποιασδήποτε άλλης ποικιλίας. Αλλά οι όψεις και οι φυσιογνωμίες που άρχισαν τώρα να διακινούν με αυξημένη συχνότητα τον ταξικό μπαμπούλα σε κοινοβουλευτικές συνάξεις ή σε τηλεοπτικά παράθυρα δεν συμβάλλουν στη νόρμα. Θα ήταν εξαιρετικά δυσοίωνο αν πράγματι εκπροσωπούσαν σήμερα το σύνολο των μη «μένουμεευρωπαίων». Και για να εκβιάσουμε λίγη αισιοδοξία: μάλλον εκπροσωπούν κάτι πολύ λιγότερο, που συγκυριακά φωνασκεί, διαιρεί (ταξικά) και βασιλεύει ερήμην των πραγματικών του ποσοστών.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ