Ασφυκτικά γεμάτη η Σκάλα του Μιλάνου την περασμένη Κυριακή 5 Ιουνίου σε μια βραδιά όπου ο ενθουσιασμός και η συγκίνηση περίσσευαν. Η εκ νέου εμφάνιση του Ρικάρντο Μούτι στη σκηνή της ιστορικής αίθουσας Πιερμαρίνι ύστερα από 11 ολόκληρα χρόνια απουσίας προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον διεθνώς. Ο ιταλός σουπερστάρ του πόντιουμ επέστρεψε στο «σπίτι» του για πρώτη φορά μετά το θυελλώδες «διαζύγιο» του Απριλίου του 2005 για μια ανοιχτή συζήτηση με το κοινό εν όψει των εγκαινίων της έκθεσης που φιλοξενεί το Μουσείο της Σκάλας ως τις 15 Οκτωβρίου και είναι αφιερωμένη στα 19 χρόνια της θητείας του (1986-2005) στη θέση του μουσικού διευθυντή του θεάτρου, επ’ ευκαιρία των επικείμενων 75ων γενεθλίων του. Ανάμεσα στους θεατές διέκρινε κανείς διάσημους καλλιτέχνες –μεταξύ άλλων τους σκηνογράφους Πιερ Λουίτζι Πίτσι και Ετζιο Φριτζέριο και τη σοπράνο Μπάρμπαρα Φρίτολι -, τον αρχιτέκτονα Μάριο Μπότα, τον πρώην πρωθυπουργό Μάριο Μόντι, ισχυρούς επιχειρηματίες και εξέχοντα μέλη της μιλανέζικης κοινωνίας. Στη διάρκεια της περίπου δίωρης συζήτησής του με τον βετεράνο κριτικό και επιμελητή της έκθεσης Λορέντζο Αρούγκα ο Μούτι αφηγήθηκε με εξαιρετικά «ζωντανό» τρόπο ιστορίες από την πολύχρονη συνεργασία του με το θέατρο, διατύπωσε ενδιαφέρουσες απόψεις για τον ρόλο της κουλτούρας στη γειτονική χώρα, τη συνεισφορά του Βέρντι –αγαπημένου συνθέτη του ιδίου –αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τα έργα του τελευταίου αντιμετωπίζονται από ορισμένους σύγχρονους σκηνοθέτες. Πώς είναι, άραγε, ο ιδανικός διευθυντής ορχήστρας; ρωτήθηκε κάποια στιγμή. «Οφείλει να είναι ανθρωπιστής και άριστος πιανίστας» απάντησε ο μαέστρος «αλλά σίγουρα δεν είναι ένα επάγγελμα το οποίο μπορούν όλοι να διδαχθούν. Την «Ημιτελή Συμφωνία» του Σούμπερτ μπορεί ο καθένας να τη διευθύνει. Σήμερα υπάρχει μια εμμονή, μια υπερβολή θα έλεγα, στις χειρονομίες, γιατί στην κοινωνία μας κυριαρχεί η εικόνα. Πιστεύω πως ο Τζέρι Λιούις και ο Τοτό θα μπορούσαν να τα καταφέρουν καλύτερα σε θεατρικές χειρονομίες από κάμποσους μαέστρους».
Η εκτίμηση αυτή του Μούτι, του «τελευταίου αυτοκράτορα του πόντιουμ», όπως τον έχει εύστοχα χαρακτηρίσει η διεθνής κριτική, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε μια εποχή «αλλαγής φρουράς» σε κορυφαίους μουσικούς οργανισμούς στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Με δεδομένο πως η σκυτάλη –ή μάλλον η μπαγκέτα –περνά σε μια νεότερη γενιά αρχιμουσικών, τα ερωτήματα που προβάλλουν είναι πολλά: Ποια είναι άραγε τα προσόντα που απαιτούνται για να αντεπεξέλθει κανείς με επιτυχία στις σύνθετες προκλήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας σε μια περίοδο ευρύτερης κρίσης; Το ζητούμενο εξακολουθεί να είναι η λαμπερή προσωπικότητα ή αυτό που απαιτείται είναι πρόσωπα που μπορούν να επανακαθορίσουν, κυριολεκτικά, τους μεγάλους οργανισμούς προκειμένου να διασφαλίσουν την πορεία τους στο μέλλον;
Το «αύριο» της Μετροπόλιταν


Η προ ημερών ανακοίνωση του ονόματος του 41χρονου Γαλλοκαναδού Γιανίκ Νεζέτ Σεγκέν ως διαδόχου του βετεράνου Τζέιμς Λιβάιν στην επίζηλη θέση του μουσικού διευθυντή της Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης μάλλον δεν προκάλεσε ιδιαίτερη έκπληξη στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Αμα τη ανακοινώσει της αποδέσμευσης του 72χρονου Λιβάιν από την εν λόγω θέση για να του αποδοθεί τελικά ο τίτλος του επίτιμου μουσικού διευθυντή –παρότι ο ίδιος φέρεται να μην ήθελε μια τέτοιου είδους μεταβολή και πάλεψε να την αποτρέψει-, ο Γιανίκ Νεζέτ Σεγκέν ήταν αυτός ο οποίος συγκέντρωνε τις περισσότερες πιθανότητες για να τον διαδεχθεί. Θα αναλάβει επισήμως τα καθήκοντά του το 2020, ωστόσο θα αρχίσει να συμμετέχει στην κατάρτιση του προγράμματος από τη σεζόν 2017-2018. Νυν μουσικός διευθυντής της Ορχήστρας της Φιλαδέλφειας, όπου θα παραμείνει ως το 2026, είναι γνωστός και αγαπητός στο κοινό της Μετροπόλιταν Οπερα. Εχει διευθύνει επανειλημμένως εκεί τα τελευταία χρόνια –πιο πρόσφατη εμφάνισή του η εφετινή εναρκτήρια παραγωγή του βερντιανού «Οθέλλου» –και οι πληροφορίες τον θέλουν να είναι δημοφιλής μεταξύ των μουσικών, των τραγουδιστών αλλά και των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Ωστόσο η επιλογή δεν παύει να γεννά ερωτήματα: Ποιες είναι οι προτιμήσεις του στο ρεπερτόριο; Θα έχει συνολική άποψη και συμμετοχή στις παραγωγές και δη αναφορικά με το σκηνικό τους μέρος; Εχει, άραγε, κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο διεύρυνσης του κοινού; Πόσο αφοσιωμένος μπορεί να είναι, τέλος, στη Μετροπόλιταν, με δεδομένο ότι θα μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και στη Φιλαδέλφεια;
Εχουν περάσει 41 ολόκληρα χρόνια από την τελευταία αλλαγή μουσικού διευθυντή στο νεοϋορκέζικο θέατρο. Ο Λιβάιν ανέλαβε τη θέση τον Μάιο του 1975, σε ηλικία 31 ετών, και ενώ μετρούσε ήδη τρία χρόνια ως βασικός αρχιμουσικός της Ορχήστρας της Μετροπόλιταν. Επρόκειτο για μια εξαιρετικά δύσκολη εποχή και ουδείς μπορούσε να προβλέψει πόσο καιρό θα παραμείνει στο πόστο του καθώς ο Τύπος διατύπωνε αμφιβολίες σχετικά με το αν ο νεαρός αρχιμουσικός θα μπορούσε να αντέξει τις διοικητικές και οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε τότε το θέατρο. Υπήρχε μια ζωηρή συζήτηση εκείνη την εποχή ως προς το ενδεχόμενο να περιστείλει δραματικά το θέατρο τις δραστηριότητές του ή ακόμη και να κλείσει. «Πραγματικά δεν φαίνεται ιδιαίτερο φως στο τέλος του μεγάλου και σκοτεινού τούνελ όπου βρισκόμαστε» δήλωνε χαρακτηριστικά ο τότε γενικός διευθυντής της Μετροπόλιταν Αντονι Μπλις.
Κλασικό vs μoντέρνου


Τέσσερις δεκαετίες αργότερα και παρά τις δυσκολίες των τελευταίων ετών, η κατάσταση είναι διαφορετική, με τον Λιβάιν να μετρά συνολικά 2.557 παραστάσεις. Τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο θρυλικός αρχιμουσικός εδώ και αρκετό διάστημα έδωσαν τη δυνατότητα στον γενικό διευθυντή του θεάτρου Πίτερ Γκελμπ να απευθύνει προσκλήσεις προκειμένου να διευθύνουν πολυαναμενόμενες παραγωγές διάσημοι συνάδελφοί του οι οποίοι μέχρι τούδε είχαν εμφανιστεί ελάχιστα ή και καθόλου στη Μετροπόλιταν. Ανάμεσά τους ο Ρικάρντο Μούτι, ο Σάιμον Ρατλ, ο Εσα Πέκα Σάλονεν… Ωστόσο και παρά το γεγονός ότι οποιοσδήποτε διαδεχόταν τον Λιβάιν θα είχε εκ προοιμίου περιορισμένη εξουσία με δεδομένη την ισχυρή παρουσία του Γκελμπ –γεγονός που επισημάνθηκε επανειλημμένως στον Τύπο το τελευταίο διάστημα -, η θέση του μουσικού διευθυντή δεν παύει να είναι μία από τις πλέον επίζηλες στον κόσμο της όπερας. Θα καταφέρει ο νέος κάτοχός της να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις;

Γιαπ Βαν Τσβάιντεν, 55 ετών, μουσικός διευθυντής της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης

H αλλαγή μουσικού διευθυντή στη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης –το παλαιότερο συμφωνικό σύνολο των ΗΠΑ –με τον Ολλανδό Γιαπ βαν Τσβάιντεν να διαδέχεται τον Αμερικανό Αλαν Γκίλμπερτ είναι μία ακόμη σημαντική εξέλιξη η οποία απασχόλησε τον διεθνή Τύπο πρόσφατα. Νυν επικεφαλής της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ντάλας, όπου παρουσίασε αξιοσημείωτα αποτελέσματα, και της Φιλαρμονικής του Χονγκ Κονγκ, ο 55χρονος αρχιμουσικός αναλαμβάνει επισήμως καθήκοντα στη Νέα Υόρκη τη σεζόν 2018-2019 και το «στοίχημα» μοιάζει να είναι ιδιαίτερα απαιτητικό για λόγους πέραν των προφανών.

Και αυτό γιατί, εκτός από τα καλλιτεχνικά του καθήκοντα, ο νέος μουσικός διευθυντής αναμένεται να αποτελέσει τη «βιτρίνα» του συνόλου στην προσπάθεια συγκέντρωσης των απαιτούμενων 360 εκατ. δολαρίων για την ανακαίνιση της ιστορικής αίθουσας David Geffen η οποία θα αρχίσει το 2019. Εξαιτίας των εργασιών η ορχήστρα θα μείνει άστεγη για τουλάχιστον δύο καλλιτεχνικές περιόδους. «Είναι μια εποχή έντονων προκλήσεων και ταυτόχρονα μεγάλων ευκαιριών» δήλωσε ο Γιαπ βαν Τσβάιντεν άμα τη ανακοινώσει του ονόματός του. Παραδέχθηκε ότι του πήρε μόλις ένα λεπτό για να απαντήσει καταφατικά στην πρόταση η οποία του έγινε να αναλάβει τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης προσθέτοντας το όνομά του σε μια λαμπρή «αλυσίδα» αρχιμουσικών που συμπεριλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον Γκούσταφ Μάλερ, τον Δημήτρη Μητρόπουλο, τον Λέοναρντ Μπερνστάιν, τον Πιερ Μπουλέζ, τον Κουρτ Μαζούρ, τον Λόριν Μααζέλ.
Οσο για τον προκάτοχό του Αλαν Γκίλμπερτ, στα θετικά της θητείας του καταγράφηκε το «άνοιγμα» σε σύγχρονους συνθέτες και η διεύρυνση του κοινού μέσα από διεθνείς συνεργασίες αλλά και την εκμετάλλευση των ευκαιριών που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία. Αντιθέτως, το αδύνατο σημείο του φάνηκε να είναι το λεγόμενο κλασικό ρεπερτόριο. Στον αντίποδα, ο διάδοχός του διακρίνεται σε συνθέτες όπως ο Μπετόβεν, ο Μάλερ και ο Μότσαρτ.
Ενας Ρώσος στο Βερολίνο



Κίριλ Πετρένκο, 44 ετών, βασικός αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η εκλογή του 44χρονου Ρώσου Κίριλ Πετρένκο στην επίζηλη θέση του βασικού αρχιμουσικού της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου όπου θα διαδεχθεί τον σουπερστάρ Βρετανό Σάιμον Ρατλ ήταν μία ακόμη εξέλιξη η οποία συζητήθηκε ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες. Νυν μουσικός διευθυντής της Κρατικής Οπερας της Βαυαρίας, ο Πετρένκο θα αναλάβει τα καθήκοντά του στο Βερολίνο το 2019. Οσο για τον 61χρονο Ρατλ, το επόμενο βήμα της καριέρας του προκάλεσε πραγματικό ντελίριο στον βρετανικό και όχι μόνο Τύπο: από τη σεζόν 2017-2018 επιστρέφει στο «σπίτι» καθώς αναλαμβάνει τη διάσημη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου ως ο πρώτος μουσικός διευθυντής στη μακρόχρονη ιστορία της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ