Σορζ Σαλαντόν
Ο τέταρτος τοίχος
Μετάφραση Λίνα Σιπητάνου.
Εκδόσεις Εστία, 2016,
σελ. 332, τιμή 19,50 ευρώ

Το έκτο μυθιστόρημα του Σορζ Σαλαντόν (Τύνιδα, 1952) υπό τον τίτλο Ο τέταρτος τοίχος (Le quatrième mur, 2013) περιγράφει την τραγική ματαίωση ενός ονείρου, την πρόσκρουσή του στην αμείλικτη πραγματικότητα. Ο τίτλος του παραπέμπει στην υποκριτική, σε «μια φανταστική πρόσοψη που χτίζουν οι ηθοποιοί στην άκρη της σκηνής για να ενισχύσουν την ψευδαίσθηση», ένας τρόπος προστασίας των ρόλων τους ή κατ’ άλλους «το σύνορο του πραγματικού», όπως εξηγούσε ο Σαμ στον Ζορζ.

Ο πρώτος μπήκε στη ζωή του δεύτερου στο Παρίσι, το 1974, και εν τέλει την καθόρισε υπό την έννοια ότι τον εξώθησε να φέρει σε πέρας ένα (καλοπροαίρετο, πλην όμως ριψοκίνδυνο) καλλιτεχνικό εγχείρημα στην επικράτεια μιας εμπόλεμης χώρας: στον πολύπαθο Λίβανο των αρχών της δεκαετίας του 1980.
Την εποχή που διασταυρώνονταν οι ζωές των δύο (μετέπειτα φίλων), η Ελλάδα αποτίναζε τον γύψο της χούντας και η Γαλλία ξεμεθούσε από τον κινηματικό Μάη του ’68. Ο εξόριστος Σαμ ήταν Ελληνας, βασανισμένος αντιστασιακός και σκηνοθέτης του θεάτρου, «ήταν πάρα πολλά για έναν μόνο άνθρωπο».
Ο Σαμουήλ Ακούνης (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) ήταν Εβραίος από τη Θεσσαλονίκη, με γονείς θύματα του Ολοκαυτώματος, ένας άνθρωπος που είχε υποφέρει πολύ για να είναι δυστυχισμένος. Ο μαοϊκός ακτιβιστής και αντιφασίστας Ζορζ, ο οποίος μπήκε στη Σορβόννη «μετά τη μάχη» και κυνηγούσε τους ακροδεξιούς με το λοστάρι όποτε δεν διαδήλωνε υπέρ των Παλαιστινίων, ασχολούνταν επίσης με το θέατρο ως αιώνιος φοιτητής της Ιστορίας.
Ο Σαμουήλ, έχοντας εξαντλήσει τις βεβαιότητές του και διαβλέποντας την ιδεολογική ορφάνια, έλεγε στον Ζορζ πως οι δικοί του «αγώνες» ήταν πλέον «κάτι σαν οπερέτα». Προσπαθούσε να τον πείσει πως «η μολότοφ δεν είναι επιχείρημα» και ότι «η βία είναι αδυναμία». Στην αρχή της γνωριμίας τους, ο Σαμουήλ τον προέτρεψε να διαβάσει τη διασκευασμένη Αντιγόνη (1942) του Ζαν Ανούιγ, μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή της αρχαίας τραγωδίας που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κατεχόμενο Παρίσι. Μια άγρια παράσταση του ίδιου έργου είχε ανεβάσει ο Σαμουήλ στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, στην Αθήνα της δικτατορίας.
Ο ίδιος θεωρούσε πως η Αντιγόνη του Σοφοκλή ήταν «περιορισμένη στο αδελφικό καθήκον» και «αιχμάλωτη των θεών», ενώ η «αδύνατη κοπελίτσα» του γάλλου δραματουργού ήταν «μια ηρωίδα του «όχι» που υπερασπίζεται την προσωπική της ελευθερία». Ο Ζορζ όμως δεν θα διαβάσει το έργο παρά μερικά χρόνια αργότερα και υπό δυσμενέστερες συνθήκες, όταν κληθεί, δίπλα στο δυσοίωνο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, να τηρήσει μια υπόσχεση που συνοδευόταν από ένα «φύλλο πορείας» με προορισμό τη Βηρυτό. Εφτασε εκεί τον Φεβρουάριο του 1982, αφήνοντας πίσω τη γυναίκα και την κόρη του. Και πριν περάσει μία ώρα από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στη χώρα των κέδρων, «βρέθηκα να γεμίζω το Τοκάρεφ ενός Δρούζου που αστειευόταν».
«Να παίξουμε την ειρήνη»


Αυτός ήταν ο Μαρουάν, ο οδηγός του, μέσα από τα μάτια του οποίου θ’ αρχίσει ο Ζορζ να αντιλαμβάνεται πόσο περίπλοκος ήταν ο εμφύλιος σπαραγμός σ’ εκείνον τον τόπο, πόσο διαφορετικός είναι ο πραγματικός πόλεμος από τις διάφορες (μικρο)αστικές εξεγέρσεις, πόση φρίκη και πόση κτηνωδία μπορεί να χωρέσει το παράλογο.
Ο Σαμουήλ Ακούνης ήθελε ανέκαθεν ν’ ανεβάσει αυτό το «μαύρο κείμενο» του Ανούιγ σε μια εμπόλεμη ζώνη. Να προσφέρει από έναν ρόλο σε κάθε έναν από τους αντιμαχομένους με σκοπό «να παίξουμε την ειρήνη». Το σχέδιό του ήταν συγχρόνως υπέροχο και αδιανόητο. Από το 1979 ο σκηνοθέτης μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ Βηρυτού και Παρισιού. Είχε βρει τους ηθοποιούς του, ακόμη και αναπληρωματικούς. Δεν είχαν κάνει ακόμη πρόβα, αλλά είχαν συναντηθεί όλοι μια φορά, σ’ έναν χώρο που ανήκε στην ελληνική πρεσβεία.
Η Αντιγόνη ήταν Παλαιστίνια και σουνίτισσα. Ο Αίμονας, ο αρραβωνιαστικός της, Δρούζος. Ο Κρέοντας, βασιλιάς των Θηβών και πατέρας του Αίμονα, χριστιανός μαρωνίτης. Οι τρεις σιίτες είχαν αρχικά αρνηθεί να παίξουν τους Φρουρούς, που θεωρούσαν πως ήταν ασήμαντα πρόσωπα. Για να ισορροπήσουν, ένας από τους δύο ήταν και Ακόλουθος του Κρέοντα κι ο άλλος δέχτηκε να είναι ο Αγγελιοφόρος. Μια γριά σιίτισσα είχε επιλεγεί για βασίλισσα Ευρυδίκη, γυναίκα του Κρέοντα. Η Παραμάνα ήταν μια Χαλδαία και η Ισμήνη, αδελφή της Αντιγόνης, καθολική Αρμένισσα.
Στο σημειωματάριο του Σαμουήλ ο Ζορζ διάβασε ότι για την παράσταση χρειαζόταν ένας ουδέτερος χώρος «στη διαχωριστική γραμμή», ένας χώρος που να «μιλάει» τον πόλεμο, να έχει δουλευτεί με σφαίρες και εκρήξεις. Ο τέταρτος τοίχος εξιστορεί το ανέφικτο.
Το μυθιστόρημα του Σορζ Σαλαντόν, που υπήρξε επί σειρά ετών ρεπόρτερ της εφημερίδας «Libération», είναι ένα εξαίρετο παράδειγμα για το πώς ένας δημοσιογράφος μπορεί να μετασχηματίσει την επαγγελματική του εμπειρία σε πεζογραφία αξιώσεων, κάτι που δεν είναι συνηθισμένο. Το βιβλίο θυμίζει το «Ινσαλλάχ» της Οριάνα Φαλάτσι. Αυτό που όμως το διακρίνει είναι ένα ύφος λυρικών εγκοπών στη σκληρή επιφάνεια της βίας. Και αξίζει το θερμό καλωσόρισμα των ελλήνων αναγνωστών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ