Αναζητούσα το νεοκλασικό κτίριο όπου στεγάζεται η αίθουσα τέχνης «Αγκάθι – Κartάλος» στην Κυψέλη, στην οδό Μηθύμνης 12 και Επτανήσου, δυο δρόμους μετά τη Φωκίωνος Νέγρη, και έμοιαζε σαν να επιστρέφω στην αρχή της σπουδαστικής μας ζωής, στην Αθήνα της Μεταπολίτευσης, τότε που όλα έμοιαζαν αιχμηρά και εκρηκτικά, οι σκέψεις μας, οι ιδέες μας, η τέχνη, η διασκέδασή μας. Τότε, ο φοιτητής Γιώργος Καρτάλος, πριν από τα 20 του, άνοιγε έναν μικρό χώρο που θα ήταν βιβλιοπωλείο κυρίως αλλά και γκαλερί. «Αναζητούσαμε τότε μια αιχμή η οποία θα μπορούσε να υποσημειώσει κάποια πράγματα» λέει.
Ξεκίνησε, έπειτα από «μεγάλο ψηστήρι μέχρι να πειστεί», με την έκθεση έργων του Ευγένιου Σπαθάρη (12-30 Ιουνίου 1976), όπου μέσα στο «Αγκάθι» έδωσε και παράσταση. «Ηταν ο πρώτος άνθρωπος που με εμπιστεύτηκε να κάνει έκθεση με φιγούρες του Καραγκιόζη» λέει τώρα ο Γιώργος Καρτάλος. Στον δίφυλλο κατάλογο και αφίσα ο Μίνως Αργυράκης σημείωνε: «Ο Ευγένιος μάχεται ακόμα σαν έφηβος να κρατήσει ζωντανή τη φλόγα της ελληνικής ψυχής που ποτέ δεν πεθαίνει. Ο χρόνος και η επιτυχία δεν τον άλλαξαν. Σπάνιο πράγμα». Ο πολύ ιδιαίτερος Μίνως Αργυράκης εξέθετε μόνο στο «Αγκάθι», πουθενά αλλού, και μαζί με τον γνωστό Μποστ (Μέντη Μποστατζόγλου), ο οποίος επίσης πραγματοποίησε έκθεση εδώ, ήταν οι ζωγράφοι-σχολιαστές της εποχής τους.
Τον χορό που άνοιξε ο Ευγένιος Σπαθάρης συνέχισαν την πρώτη δεκαετία της ζωής της γκαλερί ο Ανσατούρ Μπαχαριάν, ο Κώστας Μαλάμος, η Εύα Μπουλγουρά και πολλοί άλλοι. Μετά όμως το 1980 τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο σοβαρά με τους Γιάννη Τσαρούχη, Σπύρο Βασιλείου, Κώστα Τσόκλη –ο οποίος παρουσίασε τη σημαντική εγκατάσταση με τα πουλιά –, Κώστα Πανιάρα, Βασίλη Σπεράτζα, Σωτήρη Σόρογκα, Γιώργο Μήλιο. Κι ο κύκλος άνοιξε ακόμη πιο πολύ με τη συμμετοχή σχεδόν όλων των καθηγητών της Ανωτάτης Σχολής Καλών, οι οποίοι έφερναν στο «Αγκάθι» το παρόν και το μέλλον των ελληνικών εικαστικών τεχνών. Εκαναν από μία ως και έξι εκθέσεις οι Δημήτρης Μυταράς, Παναγιώτης Τέτσης, Θεόδωρος Παπαγιάννης, Γιάννης Ψυχοπαίδης, Δημοσθένης Κοκκινίδης, Χρόνης Μπότσογλου, Τριαντάφυλλος Πατρασκίδης, Γιώργος Λαζόγκας.

«Την εποχή εκείνη»
μας λέει ο Γιώργος Καρτάλος «υπήρχαν πολύ λίγες γκαλερί στην Αθήνα, πέντε ή έξι. Μετά το 1985 άρχισαν να εμφανίζονται πολλές που άλλες λειτουργούν ως σήμερα, άλλες έχουν κλείσει. Πάντα το κοινό ήταν πολλών κατηγοριών. Την πρώτη εποχή κρατούσαν ακόμη τα παλιά τζάκια που αγόραζαν έργα από οικογενειακή παράδοση. Μετά το 1980 έπεσαν τα πακέτα Ντελόρ στην αγορά, πολύ χρήμα, προέκυψαν καινούργια τζάκια και νέοι συλλέκτες. Χτίστηκαν πολλές πολυτελείς κατοικίες στα βόρεια και στα νότια προάστια, οι οποίες έπρεπε να στεγάζουν και τέχνη, μεγάλα έργα. Τότε μπήκαν στη ζωή μας και οι δημοπρασίες οι οποίες άρχισαν και αυτές να συμμετέχουν στη διαμόρφωση των τιμών σε υψηλά επίπεδα και στη δημιουργία μια μικρής «φούσκας». Οι καλλιτέχνες διατηρούσαν τον μύθο τους και εμφανίζονταν μόνο στις εκθέσεις τους. Μετά άνοιξαν τα ατελιέ τους στους συλλέκτες και όταν έκαναν έκθεση έπρεπε να βάλουν υψηλότερες τιμές από εκείνες που πουλούσαν στον χώρο τους. Ετσι άνοιξε ένας φαύλος κύκλος».
Παράλληλα με τις εκθέσεις συνέβαιναν στο «Αγκάθι» και άλλα γεγονότα. Ο Σείριος, η μικρή δισκογραφική εταιρεία που ίδρυσε ο Μάνος Χατζιδάκης, παρουσίασε τους δίσκους της, ο Μένης Κουμανταρέας παρουσίασε τα βιβλία του, ο Νότης Μαυρουδής έπαιξε στην κιθάρα τα τραγούδια των Beatles, ο Μάνος Αχαλινωτόπουλος έπαιξε κλαρίνο, ο Σταμάτης Κραουνάκης παρουσίασε τον πρώτο του δίσκο «Το σπίτι του Αγαμέμνονα» και ο Γιάννης Τσαρούχης υπέγραψε το βιβλίο του «Αγαθόν το εξομολογείσθαι».
Ο Γιάννης Τσαρούχης είναι για τον Γιώργο Καρτάλο ο πιο μπεσαλής άνδρας που γνώρισε ποτέ. Τον θυμάται να λέει ότι οι πλούσιοι το σπουδαιότερο έργο που έχουν να προσφέρουν στην Αθήνα είναι να κατεβαίνουν τη Σταδίου, να ανεβαίνουν την Πανεπιστημίου, να αγοράζουν τα άσχημα κτίρια και να πληρώνουν για να τα κατεδαφίζουν. Αυτοί οι σπουδαίοι καλλιτέχνες ήσαν απολαυστικοί και στη μεταξύ τους επικοινωνία. Ο καθηγητής Γιώργος Μαυροΐδης είπε στον κυρτωμένο από τα χρόνια αλλά με έντονα κόκκινα μάγουλα Τσαρούχη «Γιάννη μου, από χρώμα είσαι μια χαρά». Και εκείνος του απάντησε: «Στο σχέδιο χωλαίνω»…
Ο Παναγιώτης Τέτσης, «ευγενής στο έπακρο», έκανε τρεις ατομικές εκθέσεις στο «Αγκάθι». Εδώ έδειξε την ενότητα «Τα χασάπικα» προτού την παρουσιάσει στην Εθνική Πινακοθήκη. Εδώ έδειξε και τα ολόσωμα πορτρέτα που ξεκίνησε να φιλοτεχνεί από το Παρίσι την περίοδο από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 έως το 1985, έργα μεγάλα, που δεν ήταν κρεμασμένα αλλά ακουμπισμένα στο πάτωμα. Οταν τον ρώτησαν γιατί διάλεξε να εκθέσει σε έναν μικρό χώρο, εκείνος απάντησε ότι και το ατελιέ του στην Ξενοκράτους τόσο είναι. Στην ίδια ερώτηση ο ιδιαίτερα μικρόσωμος Σπύρος Βασιλείου είπε ότι δεν βλέπει καθόλου χαμηλοτάβανο τον χώρο.
Ο Γιώργος Καρτάλος λέει ότι ήθελε πάντα να κάνει εκθέσεις που δεν χρειάζονται βιβλιαράκι με οδηγίες χρήσεως. Ο πολύ καλός του φίλος Δημήτρης Μυταράς σχολίαζε πάντα ότι ένα έργο δεν χρειάζεται να το καταλάβουμε, αρκεί να το αισθανόμαστε. Ο Κώστας Πανιάρας συμπλήρωνε αυτή τη σκέψη λέγοντας ότι τα έργα πρέπει να υπογράφονται πίσω για να μπορεί ο θεατής να τα εκτιμά για αυτό που είναι, χωρίς να παρασύρονται από το όνομα του δημιουργού. Ο Μυταράς έκανε έξι εκθέσεις στο «Αγκάθι», μεταξύ των οποίων και τις σημαντικές «Φιγούρες της commedia dell arte» ή «Εικονογραφήσεις και άλλα σχέδια». «Αλλο έμπνευση και άλλο νευρικότητα» έλεγε καμιά φορά όταν έβλεπε σπασμωδικές ζωγραφικές χειρονομίες.
Και πάνω στην ώρα ήρθε και το παρόν του «Αγκαθιού», τα έργα των Αγγελου Αντωνόπουλου και Στέφανου Ρόκου που εκτέθηκαν στην Art Athina. Ο Γιώργος Καρτάλος είναι επικεφαλής της επιτροπής επιλογής των γκαλερί και των καλλιτεχνών που θα συμμετάσχουν στη διοργάνωση και δίνει το «παρών» από την πρώτη χρονιά της, το 1993. «Εδώ και 21 χρόνια» λέει «προσβλέπουν όλοι σε αυτήν. Οργανώθηκαν καλύτερα οι αίθουσες, προσέχουν τι εκθέσεις κάνουν καθώς υπάρχει και ο συναγωνισμός με τις γκαλερί του εξωτερικού, υπάρχει μια άλλη προσέγγιση. Γίναμε πιο σοβαροί. Ξεκινήσαμε 18 γκαλερί μόνο, φτάσαμε τον αριθμό 60 κάτι και εφέτος ήμασταν 49. Πέρυσι ήμασταν 45. Οι επισκέπτες όμως έχουν αυξηθεί πάρα πολύ γιατί είναι ένας θεσμός που έχει μπει στη συνείδησή τους. Είναι μια ενδιαφέρουσα συνάντηση, μια όαση μέσα στην όλη κατήφεια».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ