Το «σεμνά και ταπεινά» του Κώστα Καραμανλή (Μάρτιος 2004) ξεκίνησε ως καλόπιστη οδηγία κυβερνητικής πλεύσης, έπαθε καθ’ οδόν και πολύ γρήγορα νοηματική αφυδάτωση, σταδιοδρόμησε ως ειρωνική επωδός στο αφήγημα της απαξίωσης των πολιτικών και της πολιτικής και κάπου στη 16η επέτειό του διεκδικεί παλινόρθωση διά χειλέων του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων. «Οχι αυταρέσκεια, αλαζονεία, οίηση» είπε (συνέντευξη στο «Βήμα» της 15.5.2016), «μόνο με δικαιοσύνη, σεμνότητα και ταπεινότητα, με θεσμική προσήλωση και δημοκρατική κουλτούρα θα πορευθούμε».
Λόγια είναι και λέγονται, θα πείτε –και στο κάτω-κάτω οι πολιτικοί έχουν κερδίσει το δικαίωμα να λένε και μια κοινοτοπία παραπάνω, ακριβώς όπως η μαινόμενη πολιτική ορθότητα έχει αφαιρέσει από τους άντρες το δικαίωμα να λένε και καμιά κουβέντα παραπάνω. Ναι, αλλά αυτή η κακοφορμισμένη «σεμνότητα plus ταπεινότητα», τώρα που μάθαμε καλύτερα τα χούγια και τα ένστικτα αυτής της κυβέρνησης, επιτρέπει την υποψία ότι το «νέο» (που εκόμισε ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με την «ελπίδα») δυσκολεύεται, ίσως και πιο πολύ από ό,τι το «παλιό», να κατανοήσει ότι τα λόγια δεν πρέπει να αυτονομούνται τόσο κατάφωρα από την πραγματικότητα.
Εκτός αν πρέπει να υποψιαστούμε ότι πρόκειται για νεύμα φιλοφρόνησης προς τη μεριά του Κώστα Καραμανλή ή να υποθέσουμε ότι το «παλαιό» μαγάριζε μερικές από τις πιο ευλογημένες λέξεις της ελληνικής και τώρα το «νέο» τις χρησιμοποιεί με την προσήκουσα ευλάβεια. Μήπως, πάλι, να θεωρήσουμε ότι όλα τα θεάρεστα που αραδιάζει ο Πρόεδρος της Βουλής, μαζί με τη σεμνότητα και την ταπεινότητα, είναι αυτή τη φορά εγγυημένα επειδή το «νέο», εκτός των άλλων, είναι και ο μοναδικός φορέας «ηθικού πλεονεκτήματος»; Ή, μήπως, έτσι σοφοί που γίναμε, με τόση πείρα και έχοντας καταλάβει το «νέο» τι σημαίνει, το πιο απλό και ρεαλιστικό συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι οι κυβερνήσεις πέφτουνε αλλά τα λόγια μένουν;
Τα λόγια μένουν, η συριζαϊκή Αριστερά δεν μοιάζει να φοβάται ότι τα πολλά λόγια είναι φτώχεια και το «νέο» που εκόμισε δεν περιλαμβάνεται ούτε στις επαγγελίες που την έφεραν πλησίστια στην εξουσία ούτε στα ευσεβή ζητούμενα του Προέδρου της Βουλής. Και αν κάτι είναι αληθώς νέο, αυτό είναι οι επιδόσεις της στο άθλημα που δρομολόγησε η κρίση των τελευταίων ετών, τουτέστιν τα λόγια των κυβερνώντων, για περισσότερο ή λιγότερο ευνόητους λόγους, να βρίσκονται σε πεισματική διάσταση προς την πραγματικότητα των οικονομικών αριθμών. Η πρωτόλεια κυβερνητική Αριστερά μας, αντί να προϋπολογίσει νηφάλια και υπεύθυνα τις συνέπειες αυτής της ασυμμετρίας, την έκανε αφετηρία «πολιτικής διαπραγμάτευσης» και ανέθεσε περίπου εν λευκώ στον Δον Κιχώτη του κρισιμότερου υπουργείου της να στήσει καταπέλτη εύκαιρης και άκαιρης φλυαρίας απέναντι στους ανεμόμυλους των Βρυξελλών και στο «μπούνκερ» του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Ο Γιάνης Βαρουφάκης ήταν ιδιάζων αλλά όχι μόνος: στην οξεία φάση της «πρώτης φοράς» η κατά κεφαλήν παραγωγή φλυαρίας ερήμην της πραγματικότητας έκανε το «παλιό» να μοιάζει με πρότυπο λακωνικού ρεαλισμού. Αυτό που συνέβη πραγματικά για «πρώτη φορά» ήταν το τοξικό συνοικέσιο ανάμεσα σε πολλά, πάρα πολλά λόγια και σε λίγη, πολύ λίγη, αίσθηση της πραγματικότητας. Οι σχεδόν ευφημιστικές «αυταπάτες» που ομολόγησε πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας δεν συνιστούν ούτε σωστό απολογισμό ούτε επαρκή απολογία, όχι μόνο επειδή, όπως πολλοί επεσήμαναν, ένας πρωθυπουργός δεν δικαιούται τόσο μεγάλο μερτικό αυταπάτης αλλά πάνω απ’ όλα επειδή στην περίπτωση αυτή τα πολλά λόγια έφεραν και φέρνουν κυριολεκτική και όχι μεταφορική φτώχεια. Από τις μέρες του θρυλικού «μέιλ Χαρδούβελη» ως σήμερα, δύο μονάχα παροιμίες αρκούν για να συντομογραφήσουν την ιστορία μας. Η άλλη (και δεν υπάρχουν βραβεία για όποιους τη μάντεψαν κιόλας) είναι: όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα.
Δεν ξέρω αν υπάρχει έλληνας πρωθυπουργός που να μη ζήτησε, στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησής του, λιγότερα λόγια και περισσότερα έργα. Αλλά σήμερα, και στο βασανιστικό φως της συνεχιζόμενης δοκιμασίας μας, επείγει και αρμόζει περισσότερο το «λιγότερα λόγια και καλύτερη αίσθηση της πραγματικότητας». Λιγότερα λόγια, επειδή μέσα τους εμφωλεύουν όχι μόνο οι απάτες και οι αυταπάτες αλλά και ένα σωρό καλλιεργημένοι συλλογικοί μύθοι εξαιτίας των οποίων η κοινωνία μας κάθε τόσο προσαράζει στην ατίθαση πραγματικότητα ενώ νομίζει ότι μπορεί να την παραπλεύσει. Και η αυθεντική «σεμνότητα και ταπεινότητα» δεν είναι τελετουργικό «μάντρα» μιας χρήσεως για εφήμερες συνεντεύξεις και πρώτα υπουργικά συμβούλια αλλά διηνεκές αγώνισμα εμπερίστατης, έντιμης και υπεύθυνης πολιτικής πράξης, όπου τα λόγια δεν πληθωρίζουν, δεν μεταμφιέζουν και δεν υπεραντισταθμίζουν.
Αυτό ισχύει για όλους: για τους σεσημασμένους αμαρτωλούς του «παλιού», για τους κατά φαντασίαν σκαπανείς του «νέου» και για εκείνους, αν υπάρχουν και όπου λαθροβιούν, που αισθάνονται ότι είναι καιρός να προχωρήσουμε πραγματικά για «πρώτη φορά». Οσο για την Αριστερά (του ΣΥΡΙΖΑ, την υπαρκτή ή την εν ουρανοίς), ας προσέξει: κάποτε ήταν περισσότερο λογία, τώρα είναι περισσότερο λόγια –και δεν είναι απλώς ζήτημα παρατονισμού.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ